
΄Ηταν μια από τις επιτυχίες της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού. Κι όμως, ο «Αδαής και ο Παράφρων», βασισμένη στο δύσκολο κι απαιτητικό έργο του Τόμας Μπέρνχαρντ, που ολοκληρώθηκε πέρσι μετά από 13 (με πληρότητα σχεδόν 100%) παραστάσεις, δεν παρουσιάστηκε ξανά στην πρώτη κρατική σκηνή αλλά στο ΄Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης. Κάνοντας τον απολογισμό αυτού του νέου κύκλου παραστάσεων που ολοκληρώνονται το Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου, ο σκηνοθέτης και ένας εκ των τεσσάρων ηθοποιών επί σκηνής, Γιάννος Περλέγκας, απαντά στις ερωτήσεις του TheTOC.
- Γιατί αποφασίσατε να επανέλθετε με την παράσταση «Ο Αδαής και ο Παράφρων» του Τόμας Μπέρνχαρντ στο Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης;
«Ήταν ένα προσωπικό στοίχημα, αλλά και ένα συλλογικό• ενός θιάσου, μιας ομάδας ανθρώπων που δούλεψε εντατικά για πολλούς μήνες προκειμένου να βγει μια ιδιαίτερα σύνθετη και πολύμοχθη παράσταση. Ήταν κρίμα να μην επαναληφθεί, μιας και στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού παίχτηκε για 13 μόνο παραστάσεις. «Ο Αδαής» κουβαλούσε μία φήμη από πέρυσι, και συζητιόταν ακόμη. Θα ήταν αμαρτία αν δεν παλεύαμε να επαναληφθεί. Πολύς κόσμος είχε την επιθυμία να τον δει. Και ευτυχώς για όλους μας, μας βγήκε. Προσωπικά έχω ήδη μια προΐστορία τριών χρόνων με το έργο. Το είχα από το 2014 στο μυαλό μου και δούλευα με την μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα, η οποία προυπήρχε της ανάθεσης της παράστασης από το Εθνικό. Λαχταρούσα να παίξω αυτόν τον ρόλο. Ταυτόχρονα, είπα να τολμήσω και να το σκηνοθετήσω – κάτι που αποδείχθηκε σχεδόν εξοντωτικό για τις αντοχές μου. Παρόλα αυτά, επέζησα! Είχα λοιπόν μεγάλη επιθυμία να ξανασυναντηθώ με την πρόκληση αυτού του τερατώδους ρόλου. Και επίσης, δεν κρύβω, ότι αφού η παράσταση δεν ανήκε πλέον στο Εθνικό, ήθελα να υπάρχει και ένα οικονομικό κέρδος για όλη αυτήν την τεράστια ομάδα των ταλαντούχων συντελεστών και ηθοποιών που απαρτίζουν αυτήν την παράσταση. Η σκηνογράφος Εύα Νάθενα μεσολάβησε και θέλω και από εδώ να την ευχαριστήσω, και έτσι βρήκαμε τη ζεστή φιλοξενία του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης».
- Γιατί δεν συνεχίστηκε στο Εθνικό Θέατρο η παράσταση; Δεν θεωρήθηκε επιτυχημένη;
«Φυσικά θεωρήθηκε επιτυχημένη, είχαν σχεδόν 100% πληρότητα οι παραστάσεις στην Πειραματική. Ήταν ταυτοχρόνως σημαντική καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία. Θέλω να λύσω αυτήν την παρεξήγηση, γιατί μιας και μιλάω γενικώς για τις εργασιακές συνθήκες που επικρατούν στα θεσμικά θέατρα, νομίζουν όλοι ότι το Εθνικό δεν συνέχισε την παράσταση. Το Εθνικό εξέφρασε πριν κατέβει πέρυσι η παράσταση την διάθεση για κουβέντα για να υπάρξει μια συνέχεια: Και ο Στάθης Λιβαθινός, και οι διευθυντές της Πειραματικής. Και μάλιστα προσπάθησαν να βρουν τρόπους ένταξης της παράστασης, για αρκετό διάστημα. Για διάφορους, λοιπόν, ρεπερτοριακούς λόγους απ’ όσο ξέρω, δεν μπορούσαμε να ενταχθούμε κάπου. Επίσης, οφείλω να πω ότι μας παραχώρησαν τα σκηνικά και τα κοστούμια της παράστασης τώρα για την επανάληψη, χωρίς καμία αμοιβή. Μας διευκόλυναν δηλαδή σε αυτό. Όλα έγιναν όπως έπρεπε να γίνουν, τελικά, και η παράσταση δεν έχασε το άστρο της επειδή έφυγε από το Εθνικό. Και επίσης, έχει τη σημασία του και την αξία του το γεγονός ότι ξεκίνησε ως μια παραγωγή της Πειραματικής του Εθνικού».
- «Αντί να κάτσω στα αξιοπρεπή και σίγουρα λεφτά μου και στους ρόλους που μου ζητούσαν, βρέθηκα να παίρνω ρίσκα καλλιτεχνικά και οικονομικά» έχετε πει για τη «χειραφέτησή» σας από το Λευτέρη Βογιατζή, του Γιάννη Χουβαρδά και άλλους. Το μετανιώσατε τελικά;
«Επ' ουδενί δεν το μετάνιωσα. Χρειάζεται όμως να διευκρινήσω μερικά πράγματα. Η χειραφέτησή μου από τον Λευτέρη Βογιατζή ήρθε μετά τον θάνατό του! Οπότε, δεν έχω ακριβώς αποσχιστεί από την επιρροή του Λευτέρη Βογιατζή, και ούτε θέλω και να αποσχιστώ ποτέ. Λογαριάζω τον εαυτό μου σαν μαθητή του Βογιατζή για όλη μου τη ζωή, κι ακόμα έχω πολύ δρόμο, αν έχω την υγειά μου, να ανακαλύψω για λογαριασμό μου τι εννοούσε ο δάσκαλός μου. Στον Λευτέρη λογοδοτούσα επί χρόνια, κι ας μην έπαιζα στις παραστάσεις του. Του απολογιόμουν για τα λάθη και τις ανεπάρκειές μου, κι αυτό σε έναν βαθμό ισχύει ακόμα. Έλεγε ο Λευτέρης: «Αυτά που σου λέω, θα τα συναντήσεις μπροστά σου σε 10-15 χρόνια». Μετά λοιπόν από τα 15 αυτά χρόνια, είδα ότι αν υπάρχει περίπτωση να συναντήσω την ολοκλήρωσή μου ως καλλιτέχνης, πρέπει να διακόψω, ή αν θέλετε, να βάλω μια άνω τελεία στον τρόπο που λειτουργούσα στη δουλειά μου μέχρι τότε. Και τώρα τουλάχιστον παλεύω με τα λάθη και τις ανεπάρκειες που μου επισήμαινε ο Λευτέρης, πιο ισότιμα και πιο απενοχοποιημένα όμως. Όσον αφορά τον Γιάννη Χουβαρδά: ΄Εχω παίξει σε τέσσερις παραστάσεις του, όπως και με τον Νίκο Μαστοράκη, σε έξι με την Έφη Θεοδώρου, και με πολλούς άλλους ακόμη• οι περισσότερες από τις παραστάσεις αυτές ήταν επί θητείας Χουβαρδά στο Εθνικό. Και απαρτίζουν όλες αυτές οι παραστάσεις την πορεία αυτών των 15 χρόνων, για την οποία είμαι ευγνώμων και έχω υπέροχα πράγματα να θυμάμαι και να κουβαλάω. Στον δε Χουβαρδά τρέφω μεγάλη εκτίμηση ως σκηνοθέτη, και η στοχοπροσήλωσή του είναι από τα βασικά του εφόδια, που «έκλεψα» για να σκηνοθετήσω τον «Αδαή». Η χειραφέτηση μου λοιπόν δεν έχει να κάνει τόσο με το ότι απαρνούμαι πρόσωπα. Έχει να κάνει με το ότι ο εαυτός μου μέσα σε αυτές τις συνθήκες δεν με ικανοποιούσε πια. Βάλτωνα χρησιμοποιώντας τα ίδια και τα ίδια εργαλεία σαν ηθοποιός».
- Αν σας ζητούσαν να αναφέρετε μια μόνο ιδιότητα για τον εαυτό σας, ποια θα ήταν αυτή; Ηθοποιός ή σκηνοθέτης;
«Σκηνοθέτης δεν είμαι. Και δεν ξέρω αν θέλω να γίνω. Είμαι ένας ηθοποιός, που έχει σκηνοθετήσει μέχρι στιγμής δύο έργα και προετοιμάζει και ένα τρίτο. Είμαι ένας ηθοποιός που έχει σκηνοθετήσει συναδέλφους του ηθοποιούς, γνωρίζοντας από πρώτο χέρι τι πάει να πει ο αγώνας πάνω στη σκηνή με τους ρόλους και με τα έργα, και πόσο συχνά αυτός ο αγώνας δεν ευοδώνεται. Σκηνοθετώ λοιπόν, εμψυχώνοντας τη δυναμική των ηθοποιών – όχι με τις αξιώσεις ενός σκηνοθέτη που πάει να φτιάξει καριέρα. Επίσης, αν εξαιρέσουμε το τελευταίο έργο που σκηνοθετώ τώρα – που κι αυτό μιλάει για την ζωή μιας σοπράνο, όπως κι «Ο Αδαής και ο Παράφρων» - σκηνοθετώ μέχρις στιγμής έργα του Τόμας Μπέρνχαρντ – μιας και με τον συγκεκριμένο συγγραφέα νιώθω ότι είμαι σε οικείο περιβάλλον. Δεν ξέρω πώς θα περάσω εύκολα σε άλλους συγγραφείς πια, και αν μπορώ. Είμαι λοιπόν ηθοποιός. Αν είχα όμως να διαλέξω από δω και πέρα τι εργασία θα ήθελα να κάνω, σας λέω, λόγω κόπωσης, ότι με ελκύει η ιδέα να περάσω στη σκηνοθεσία. Νιώθω ότι κουράστηκα από την επανάληψη και τον ατέλειωτο αγώνα δρόμου που απαιτεί η καθημερινότητα της σκηνής».
- Σας δίδαξε κάτι η κρίση που βιώνουμε;
«Πρόκειται περί καταστροφής και όχι κρίσης, όπως λέει ο Βασίλης Παπαβασιλείου. Αυτό που με δίδαξε είναι ότι δεν πρέπει να φοβόμαστε τη ρήξη. Την κάθε είδους ρήξη με όποια ψευδή ασφάλεια που νομίζουμε ότι έχουμε. Αυτή η δοκιμή της ρήξης τουλάχιστον δεν σε αφήνει να υποκύψεις στον μαρασμό του κομφορμισμού, του φασισμού και της απόλυτης ξεφτίλας που μας περιβάλλει. Είναι ωραία μάχη για να κρατήσουμε όρθια τα μυαλά μας».

Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr