Πρόκειται για μια από τις πιο σκοτεινές περιόδους της ιστορίας του Ελληνικού θεάτρου. Η περίοδος του Εμφυλίου. Και πρόκειται για μια από τις πιο σκοτεινές, συναρπαστικές και μυστηριώδεις σελίδες της, για τις οποίες δεν έχουν δοθεί απαντήσεις, δεν έχουν ξεδιαλυθεί τα μυστικά που τις περιβάλλουν. Είναι οι τελευταίες ημέρες της Ελένης Παπαδάκη. Μιας από τις πιο παραγνωρισμένες για πολλά χρόνια πρωταγωνίστριες του ελληνικού θεάτρου, της οποίας η μνήμη δεν αποκαταστάθηκε ποτέ όσο έπρεπε, μιας γυναίκας που η λάμψη, το ταλέντο και η πρωτοποριακή για την εποχή της προσέγγιση ρόλων και κειμένων επί 19 ολόκληρα χρόνια μάγευαν το κοινό.
«Κάποια μέρα όταν διάβασα την αναγγελία για το αφιέρωμα στον Εμφύλιο», λέει ο Μάνος Καρατζογιάννης που σκηνοθετεί τη Μαρία Κίτσου στο έργο «Για την Ελένη», που θα δοθεί για μια μόνο παράσταση, την 1 Απριλίου, «θυμήθηκα την ιστορία της Ελένης Παπαδάκη.Όταν είχε εκδοθεί το βιβλίο του Πολύβιου Μαρσάν, το είχα διαβάσει και είχα συγκλονιστεί από την ιστορία της, κατόπιν ο Μάνος Ελευθερίου που έχει γράψει το βιβλίο-ντοκουμέντο «Η γυναίκα που πέθανε δυο φορές», μου έδωσε χιλιάδες σελίδες ντοκουμέντα. Βρέθηκα μέσα σε ένα ιστορικό νου και έπρεπε να έχω καλλιτεχνικό νου για να αρχίσω να πλάθω το πρόσωπο».
(απόσπασμα από το βιβλίο του Π. Μαρσάν)
Ο Δημήτρης Μυράτ, στο τελευταίο βιβλίο του θυμήθηκε την ημέρα εκείνη: ''Τη μέρα που ξέσπασε το Δεκεμβριανό κίνημα του'44, ήταν μια Κυριακή. Ξεκίνησα ποδαρόδρομο ώς τα Πατήσια- είχαμε συνηθίσει στην Κατοχή την έλλειψη συγκοινωνιακών μέσων- να πάω στην παράσταση του ΡΕΞ. Δεν είχαμε μάθει πως το πρωί στο Σύνταγμα είχε χυθεί το πρώτο αίμα. Φτάνοντας στο μακαρίτικο θέατρο 'Παπαιωάννου'' άκουσα κάτι συναδέλφους να μου φωνάζουν ''Που πάς, δεν υπάρχουν παραστάσεις!''. Γύρισα πίσω, φυσικά με το ίδιο συγκοινωνιακό μέσο. Στην οδό Ιακωβίδου όπου μέναμε κι οι δυό, απάντησα την Ελένη έξω απ’ το σπίτι της. Της είπα τα νέα:'' Πήγαινε κάπου να κρυφτείς, φοβάμαι μη σε βρεί κακό''. Έγινε θηρίο ανήμερο. Πρώτη φορά την είδα έτσι στα τόσα χρόνια της στενής μας φιλίας ''Είσαι και συ από κείνους που με λένε δωσίλογη!'', φώναξε με την κρυστάλλινη φωνή της, που δεν έχανε την μαγεία της ακόμα κι όταν ήταν οργισμένη. Δεν τόλμησα να της αντιμιλήσω. Λίγες μέρες πρίν, στο Θέατρο Διονύσια, της Πλατείας Συντάγματος είχε οργανωθεί από το Σωματείο των ηθοποιών μια γενική συνέλευση με σκοπό την δίκη των δωσίλογων ηθοποιών.''
Η ευθύτητα της Ελένης Παπαδάκη, το ατρόμητο του χαρακτήρα της, το ότι δεν υπολόγιζε τις φήμες –αυτές που της κόστισαν τη ζωή- ήταν ο αυτονόητος τρόπος της ζωής της, μιας ζωής που καθόλου δεν ταίριαζε στα στερεότυπα της εποχής. Η ξεχωριστή αυτή γυναίκα έζησε σε μια εποχή που την σκότωσε, γιατί δεν ήταν μόνο θύμα του αλληλοσπαραγμού αλλά και μιας στρεβλής ηθικής που καταδίκαζε οτιδήποτε δεν μπορούσε να εντάξει ή να κατηγοριοποιήσει.
Η Ελένη Παπαδάκη γεννήθηκε το 1903. Ήταν γυναίκα αριστοκρατικής καταγωγής η οποία επέλεξε να ασκήσει ένα επάγγελμα εξαιρετικά απαξιωμένο για ανθρώπους της τάξης της. Ήταν μια γυναίκα που κάπνιζε, δεν παντρεύτηκε, διατηρούσε ανοιχτά σχέσεις με άντρες και γυναίκες. Αν η ποίηση είχε την Πολυδούρη, το θέατρο είχε την Ελένη Παπαδάκη. Ήταν η πιο συγκλονιστική παρουσία που πέρασε από το ελληνικό θέατρο. Η Παπαδάκη, με την 'Αντιγόνη' και την 'Εκάβη' της, έβαλε την αρχαία τραγωδία σε άλλη τροχιά. Το κοινό των θεατρόφιλων την λάτρεψε ως ηθοποιό και ως άνθρωπο, και ο Τύπος έχυσε τόνους μελάνι για χάρη της. Το ραδιόφωνο, το τραγούδι, υποκλίθηκαν στο ταλέντο της. Τα ξένα έντυπα, οι μεγάλοι συγγραφείς εντός και εκτός Ελλάδας την αναγνώρισαν και την ξεχώρισαν..
Ο τραγικός της θάνατος, στα 41 της μόλις χρόνια, από τους αριστερούς, μέσα στον παραλογισμό του εμφύλιου σπαραγμού του Δεκέμβρη του '44, είτε για λόγους ενοχής, είτε για λόγους εθνικής 'συμφιλίωσης' δεν άφησε περιθώρια συζήτησης γύρω από το όνομά της, τα χρόνια αμέσως μετά την δολοφονία της.
Πώς τόλμησε η Ελένη Παπαδάκη να είναι τόσο αντιστάρ; Γιατί κράτησε τόσο χαμηλό προφίλ, χωρίς εξάρσεις ναρκισσισμού, χωρίς το ύφος της μεγάλης ντίβας, αλλά επέλεξε να είναι μοναχική, διανοούμενη, ηθοποιός και μια κοινωνικά αντισυμβατική γυναίκα; Οι αντίπαλοι, οι ανταγωνιστές και όσοι την φθονούσαν κατασκεύασαν ψευδείς κατηγορίες, την πρόδωσαν στην ΟΠΛΑ, κατάφεραν την φυσική της εξόντωση.
Η Παπαδάκη ξεχώρισε γρήγορα και έλαμψε δίπλα στα ιερά τέρατα της εποχής της, όπως η Μαρίκα Κοτοπούλη, ο Αλέξης Μινωτής, η Κατίνα Παξινού. Κατηγορήθηκε ψευδώς ως ερωμένη του κατοχικού πρωθυπουργού Ράλλη και η διαγραφή της από το Σωματείο την οδήγησε και αυτή στο απόσπασμα. Χρόνια μετά, ο Νίκος Ζαχαριάδης, σχεδόν θα ζητήσει συγνώμη, δηλώνοντας ότι η δολοφονία της Ελένης Παπαδάκη ήταν μια... ''ανοησία''. Η Παπαδάκη στη διάρκεια της Κατοχής έσωσε πολλούς αγωνιστές, αλλά το λαϊκό δικαστήριο των ηθοποιών την διέγραψε, ενώ στην αίθουσα ακουγόταν «Θάνατος στην πουτάνα!».
Στις 21 Δεκεμβρίου του 1944 εκτελέστηκε. Άλλοι λένε με τσεκούρι άλλοι με όπλο. Ο θάνατός της ήταν ένας ακόμα σε μια σειρά άδικων θανάτων σε μια εποχή μεγάλου σπαραγμού. Η Ελένη Παπαδάκη εκτελέστηκε γιατί ήταν με ένα τρόπο μοναδική, κάτι που ακόμα και σήμερα είναι απαράδεκτο.
Αυτό που με απασχόλησε περισσότερο, λέει ο σκηνοθέτης Μάνος Καρατζογιάννης, ήταν η ετερότητα, το αλλιώς και το αλλού που είχε. Μιλάμε για μια γυναίκα που έχει μια πολύ ιδιαίτερη ατομικότητα μέσα σε ένα κλίμα ναρκοθετημένο, ένα χώρο εχθρικό. Τα ερωτήματα που θέτει το ίδιο το φεστιβάλ εθνικού είναι πολύ συγκεκριμένο για το πώς η τότε εποχή μπορεί να επικοινωνεί με το σήμερα. Είναι ένας λόγος να αισθανθούμε, να κατανοήσουμε το οποιοδήποτε ξένο ή διαφορετικό όταν γύρω μας ο κλοιός σφίγγει. Η ετερότητα υφίσταται και είναι ανάγκη στη νεοελληνική κοινωνία όπως διαμορφώνεται να έρθει πάλι αυτό το ζήτημα στο προσκήνιο και έρχεται μέσα από διαφορετικά έργα και είναι σίγουρα ένα θέμα που δεν έχουμε λύσει. Το θέατρο οφείλει να μην είναι χώρος ρατσισμού με ένα τρόπο. Η διαρκής έκθεση και η ανασφάλεια του επαγγέλματος καλλιεργεί συχνά καχυποψίες. Έχουμε γνώμη για πρόσωπα που δεν έχουμε δει να παίζουν, άνθρωποι που δεν έχουμε συναναστραφεί. Όταν υπάρχει τόσο μεγάλη ένταση στη δημόσια σφαίρα οι άνθρωποι με το παραμικρό μπορούν χωρίς να ψάξουν να παρασυρθούν και να μη δώσουν χώρο καθόλου στην άλλη φωνή, στον άλλο άνθρωπο να ακουστεί. Το σημαντικό είναι να βρούμε τι μας ενώνει μέσα από ένα θέμα διχαστικό όπως αυτό του εμφυλίου».
Δεν υπάρχει πιο ταιριαστός επίλογος από τα λόγια της Παπαδάκη: «Η δουλειά μου αγαπάει τις φήμες, στις μέρες μας η φήμη αρκεί, κανείς δε θα ρωτήσει, κανείς δε θα μάθει πραγματικά».
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr