
Το νέο βιβλίο της Αγγελικής Σπανού, "Η καλύτερη μου φίλη" (εκδόσεις Τόπος) είναι γραμμένο με το αίμα θυμάτων σεξουαλικής βίας. Η ηρωίδα της δεν είναι πραγματικό πρόσωπο, δεν έχει όνομα, δεν μαθαίνουμε ποια είναι η πόλη καταγωγής της ούτε το νησί στο οποίο πήγε να σπουδάσει.
Η συγγραφέας μίλησε στο TheTOC, με αφορμή το καινούργιο της εγχείρημα, για το κίνημα metoo, την υπόθεση Λιγνάδη και τα "λαϊκά" δικαστήρια.
-Είναι μια σύγχρονη κοπέλα η ηρωίδα του βιβλίου…
Η ιστορία της εξελίσσεται στον παρόντα χρόνο, με φόντο την αχαλίνωτη τουριστική ανάπτυξη και την αλλοτρίωση που φέρνει στις τοπικές κοινωνίες ο γρήγορος πλουτισμός, το σοκ της πανδημίας, την απουσία μεγάλων αφηγήσεων, τη γύρω αβεβαιότητα που εσωτερικεύεται από τη νέα γενιά σαν υπαρξιακή ρευστότητα, την ατέρμονη πλήξη της επαρχίας που μαραζώνει και τη διαχρονικότητα της παθολογίας της παραδοσιακής οικογένειας με τα πολλά μη ειπωμένα και τις βολικές συμβάσεις.
-Η κοπέλα που πρωταγωνιστεί στο βιβλίο έρχεται αρκετές φορές αντιμέτωπη με τη σεξουαλική βία. Δεν είναι υπερβολή αυτό;
Φοβάμαι πως όχι. Δεν είναι απλώς πολλές, ίσως είναι οι περισσότερες, οι γυναίκες που κάποια φορά στη ζωή τους, ή όχι μόνο μία, αντιμετώπισαν σεξουαλική επιθετικότητα, με οποιαδήποτε μορφή. Το ίδιο ισχύει και για τους ομοφυλόφιλους. Σπάνια γλιτώνουν. Το θέμα είναι ότι το θύμα δεν νοηματοδοτεί πάντα αυτό που συμβαίνει ή ούτε καν το αναγνωρίζει σαν βία και συνήθως το θάβει κάπου βαθιά μέσα του. Νόμιζα πως δεν έχω υποστεί ποτέ σεξουαλική παρενόχληση μέχρι που ξεκίνησα ψυχοθεραπεία και σταδιακά άρχισα να ανακαλώ απωθημένες εμπειρίες και βιώματα.
-Διαβάζοντας το βιβλίο σοκαρίστηκα με τη φυσικότητα με την οποία προκύπτουν τόσο ακραίες καταστάσεις όσο αυτές που περιγράφεις με απόλυτη ωμότητα…
Σήμερα ο βιαστής δεν είναι ο δράκος του παλιού καιρού. Είναι, συνήθως, ένα πρόσωπο οικείο και η συνθήκη δεν είναι μια ενέδρα σε ένα σκοτεινό δασάκι, είναι μια συνάντηση που προκύπτει συναινετικά. Η φρίκη έρχεται εκεί όπου όλα δείχνουν "κανονικά”. Κι αυτό κάνει πολύ δύσκολη τη συνέχεια: Πώς θα επεξεργαστεί τη ντροπή και την ενοχή που μπορεί να αισθανθεί το θύμα, πώς θα πείσει ότι λέει αλήθεια, πώς θα αποδείξει τι πραγματικά συνέβη, πώς θα βρει το δίκιο του, πώς θα αποφύγει την καχυποψία των ξένων αλλά και των δικών του ανθρώπων, πώς θα επουλώσει το τραύμα του.

-Τα θύματα που κατήγγειλαν τον Δημήτρη Λιγνάδη πέρασαν δύσκολα στη δίκη…
"Η καλύτερη μου φίλη” συνάντησε κάποια στιγμή έναν Λιγνάδη. Με κοινωνικό κύρος, υπεράνω υποψίας, με ισχυρούς φίλους. Τον χρειαζόταν και τη γοήτευσε. Όπως οι ανήλικοι αλλοδαποί εντυπωσιάζονταν με τον διάσημο σκηνοθέτη. Και συνδέθηκε ερωτικά μαζί του. Όπως εκείνοι οι έφηβοι πήγαιναν διακοπές μαζί με τον πετυχημένο θεατράνθρωπο, έμεναν σπίτι του, διασκέδαζαν μαζί του αργά τη νύχτα. Πήγαιναν γυρεύοντας; Τα θελαν και τα παθαν; Είναι πολλοί αυτοί που το βλέπουν έτσι, ακόμη τώρα. Ακόμη και γυναίκες. Δεν το υποθέτω απλώς, έχω ακούσει τέτοια σχόλια.
-Με το κίνημα #metoo άνοιξαν τα στόματα…
Ευτυχώς. Αλλά ο δρόμος είναι ακόμη μακρύς. Ούτε οι θεσμοί είναι ώριμοι για να διαχειριστούν τη δυναμική που δημιουργείται ούτε η σκόνη που σηκώνεται βοηθά στην ορατότητα. Για παράδειγμα, δεν χαίρομαι επειδή καταστράφηκε η καριέρα του Γιώργου Κιμούλη που δεν καταγγέλθηκε για βιασμό και αντιμετωπίστηκε από το "λαϊκό δικαστήριο” σαν βιαστής.
-Οι διαμαρτυρίες για την αποφυλάκιση του Λιγνάδη σε πολιτιστικές εκδηλώσεις είναι για σένα "λαϊκό δικαστήριο";
Ο Λιγνάδης δεν είναι υπόδικος, είναι καταδικασμένος για βιασμούς ανηλίκων και είναι απολύτως αναμενόμενο να προκαλεί οργή η απόφαση για αποφυλάκιση μέχρι την εκδίκαση της έφεσης, παρόλο που είναι νόμιμη. Πολύ περισσότερο όταν στο αρχικό στάδιο των αποκαλύψεων, υπήρξαν καθυστερήσεις που προκάλεσαν δικαιολογημένες υποψίες για προσπάθεια συγκάλυψης. Πόσο μάλλον όταν η υπερασπιστική γραμμή που ακολούθησε στηρίχθηκε στον διασυρμό των θυμάτων και στην πολιτικοποίηση της υπόθεσης (ότι στοχοποιήθηκε επειδή είναι δεξιός!), ενώ ποτέ δεν εξέφρασε μεταμέλεια. Δεν πιστεύω ότι οι δικαστές πρέπει να αποφασίζουν ακούγοντας τη βουή του πλήθους. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι τα λάθη τους σε υποθέσεις που προσελκύουν μεγάλο κοινωνικό ενδιαφέρον δεν έχουν σοβαρές επιπτώσεις, κυρίως γιατί απονομιμοποιούν ηθικά τη Δικαιοσύνη.
-Ποιο ήταν το κίνητρο σου για να γράψεις μια ιστορία σεξουαλικής βίας;
Με απασχολεί πολύ τα τελευταία χρόνια η σκοτεινή όψη των συνηθισμένων ανθρώπων, η ακρότητα του μέσου όρου, η επικινδυνότητα των "κανονικών”. Η σεξουαλική βία σήμερα είναι, νομίζω, μια εκδοχή της επιθετικότητας που εκδηλώνεται όλο και πιο απροκάλυπτα σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα. Είναι μια έκφραση του κακού που θεριεύει. Όπου και να κοιτάξεις, η αγριότητα και η αθλιότητα θριαμβεύουν. Στη Βουλή, στα social media, στα τηλεοπτικά πάνελ, στα σχολεία, στα γήπεδα, στις γειτονιές. Το βλέπεις ακόμη και στους δρόμους οδηγώντας. Κανείς δεν κάνει πίσω, όλοι θέλουν να κυριαρχήσουν, να εκφοβίσουν, να παραβιάσουν. Αυτός που σε βρίζει χυδαία στο twitter, εύκολα θα σε χαστούκιζε από κοντά, και ποιος ξέρει τι άλλο θα έκανε αν δεν φοβόταν τις νομικές συνέπειες. Οι πιτσιρικάδες που απειλώντας με μαχαίρι κλέβουν κινητά από συνομιλήκους τους, όλο και συχνότερα, δεν νομίζω ότι θα σεβαστούν το "όχι” της κοπέλας τους στο κρεβάτι.
-Σε τι ελπίζεις;
Στην αλήθεια. Έχει σημασία να ξέρουμε ποιοι είμαστε, ποιος είναι απέναντι μας, τι μας έχει συμβεί και τι συμβαίνει τώρα. Όσο απεγκλωβιζόμαστε από τα ψέματα με τα οποία μάθαμε να υπάρχουμε, τόσο πιο εύκολο είναι να αναζητήσουμε και να αναγνωρίσουμε το καλό μέσα μας και έξω από εμάς.
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr