
Δεν ήταν καθόλου απίθανο τα ταραγμένα χρόνια του Εμφυλίου προσφιλέστατα πρόσωπα να στρατευθούν σε αντίπαλες παρατάξεις. Μια απ' αυτές ήταν η οικογένεια του συγγραφέα, δημοσιογράφου και μεταφραστή, Ηλία Μαγκλίνη. Ο παππούς του είχε ενταχθεί στον ΕΔΕΣ και με τη ρετσινιά τού Δεξιού δολοφονήθηκε. Ο αδελφός τής γιαγιάς του ήταν Ελασίτης και ως τέτοιος, «Εαμοβούλγαρος», εκτελέστηκε από τις δυνάμεις Κατοχής. Και δεν ήταν κανένας άλλος που έφερε σε μεγαλύτερο βαθμό αυτό το «βάρος» από πατέρα του συγγραφέα, ο οποίος προσβλήθηκε από ανίατη ασθένεια στη μέση ηλικία (κληρονομιά των τραυμάτων του παρελθόντος;) που πλέον δεν είναι στη ζωή.
«Ποιον ενδιαφέρει αν είχα πρόβλημα σύνδεσης με τον πατέρα μου; Κανέναν», λέει ο Ηλίας Μαγκλίνης. Κι όμως, βούτηξε στην οικογενειακή ιστορία και μετά από μια μεγάλη έρευνα την έκανε βιβλίο μόνο και μόνο «για να γίνει το μερικό (δηλαδή η ιστορία των δικών μου ανθρώπων) καθολικό (ο αναγνώστης να βρει σε αυτή ψήγματα των δικών του σκέψεων, φόβων, ανησυχιών, αναμνήσεων, να θυμηθεί τον δικό του πατέρα και τη δική του μητέρα)». Το «Είμαι όσα έχω ξεχάσει» (εκδόσεις Μεταίχμιο) έδωσε την ευκαιρία αυτής της κουβέντας μαζί του:

- «Υποστηρίζω πως οι συγγραφείς είναι τα ζώα με τη μακρύτερη εγκυμοσύνη» έχει αναφέρει ο Χρήστος Χωμενίδης σε άρθρο του για το «Είμαι όσα έχω ξεχάσει». Θα συμφωνούσατε σ' αυτό αναλογιζόμενος τη διαδικασία συγγραφής κι έκδοσης του βιβλίου σας;
Ειδικά σε ό,τι αφορά το συγκεκριμένο, απολύτως. Μιλάμε για περίπου είκοσι χρόνια κύησης. Δεν τα λες και λίγα.
Εδώ υπήρχε μια αληθινή ιστορία που άξιζε τον κόπο να ειπωθεί. Όχι τόσο σε επίπεδο συμβάντων, γεγονότων, όσο σε αυτό των εσωτερικών ανησυχιών και αναζητήσεων, ονείρων και φόβων, απωθήσεων κι επιθυμιών, απόκρυφων και άλλων
- Τι είναι αυτό που κινητοποίησε τη συγγραφή αυτού του βιβλίου; Πόσο καιρό υπήρξε η «κυοφορία» στο μυαλό σας;
Το ότι εδώ υπήρχε μια αληθινή ιστορία που άξιζε τον κόπο να ειπωθεί. Όχι τόσο σε επίπεδο συμβάντων, γεγονότων, όσο σε αυτό των εσωτερικών ανησυχιών και αναζητήσεων, ονείρων και φόβων, απωθήσεων κι επιθυμιών, απόκρυφων και άλλων. Η «κυοφορία», όπως είπα και προηγουμένως, συνειδητά ξεκινά όταν ήμουν 29-30 χρόνων. Στην πραγματικότητα όμως, πάει πολύ πιο πίσω. Ουσιαστικά αυτή είναι μια ιστορία που ήθελα να γράψω σε όλη μου τη ζωή. Απλώς δεν το ήξερα μέχρι να φτάσω τα τριάντα μου περίπου.
- Για ποιο λόγο θεωρήσατε ότι οφείλετε να πείτε την ιστορία των δικών σας ανθρώπων;
Ακριβώς επειδή όλοι μας έχουμε μια ιστορία μέσα μας κρυμμένη για τους δικούς μας ανθρώπους, όχι μόνον εγώ. Επειδή ο κάθε αναγνώστης έχει τους δικούς του ανθρώπους και υπάρχει πάντοτε μια ιστορία μέσα του σχετικά με αυτούς, συνήθως πονεμένη ή σε κάθε περίπτωση ζόρικη, δύσκολη. Η κοινοτοπία του θέματος, η μπαναλιτέ του, ήταν που με κινητοποίησε εν τέλει – υπό μία προϋπόθεση ζωτικής σημασίας: το μερικό (δηλαδή η ιστορία των δικών μου ανθρώπων) να γίνει καθολικό (ο αναγνώστης να βρει σε αυτή ψήγματα των δικών του σκέψεων, φόβων, ανησυχιών, αναμνήσεων, να θυμηθεί τον δικό του πατέρα και τη δική του μητέρα). Αλλιώς δεν θα είχε κανένα νόημα. Ποιον ενδιαφέρει αν είχα πρόβλημα σύνδεσης με τον πατέρα μου; Κανέναν.
- Πόσο δύσκολο και ψυχοφθόρο είναι για κάποιον να εκτεθεί και να εκθέσει την οικογενειακή του ιστορία στα μάτια του κοινού;
Κατάλαβα πόσο δύσκολο είναι τις παραμονές της πρώτης παρουσίασης του βιβλίου στον Ιανό, όπου θα ήταν παρόντα και τα λίγα μέλη της οικογένειάς μου που βρίσκονται εν ζωή. Όσο εξομολογητικό κι αν είναι ένα βιβλίο, ο συγγραφέας κρύβει το πρόσωπό του μέσα στις σελίδες του. Όταν όμως ήρθε η ώρα να βγω μπροστά και να μιλήσω γι’ αυτό, χρειάστηκε να πιώ πέντε ποτήρια ουίσκι λίγη ώρα πριν. Και γενικά, δεν πίνω.
- Πως δουλέψατε κι οργανώσατε το υλικό σας;
Ανορθόδοξα όπως συμβαίνει με κάθε Έλληνα συγγραφέα που παράλληλα πρέπει να κάνει άλλα πέντε πράγματα για να βιοποριστεί. Δηλαδή, με παύσεις και επανεκινήσεις, με δισταγμούς και ορμητικές αποφάσεις, με παραιτήσεις και καταβυθίσεις χωρίς αύριο. Πήρα συνεντεύξεις από τους δικούς μου ανθρώπους: από τον πατέρα μου, την αδελφή του και άλλους συγγενείς. Δεν ήξεραν ότι τους ηχογραφώ. Με βάση και την αναξιοπρέπεια που διέπει συχνά αυτή την ιδιότητα, του γραφιά, τους έκλεψα τις αναμνήσεις. Πήρα συνεντεύξεις και από άλλα άτομα που έζησαν εκείνα τα χρόνια σε εκείνα τα μέρη. Αποτάθηκα σε αρχεία, σε στρατολογικά γραφεία, σε υπηρεσίες, διάβασα πολύ. Αυτό κράτησε πολλά χρόνια. Είχα ένα υλικό που δεν ήξερα τι να το κάνω, πώς να το μετατρέψω σε αφήγηση. Πάντως, στην τελική φάση της έκδοσης, αφαίρεσα κάπου 30 σελίδες απ’ το βιβλίο, κυρίως ιστορικού περιεχομένου και όχι προσωπικού. Και το χάρηκα πολύ.
Όσο εξομολογητικό κι αν είναι ένα βιβλίο, ο συγγραφέας κρύβει το πρόσωπό του μέσα στις σελίδες του. Όταν όμως ήρθε η ώρα να βγω μπροστά και να μιλήσω γι’ αυτό, χρειάστηκε να πιώ πέντε ποτήρια ουίσκι λίγη ώρα πριν. Και γενικά, δεν πίνω.
- Νιώσατε κάποιου είδους κάθαρση με την κυκλοφορία αυτού του βιβλίου; Κι αν ναι γιατί;
Κάθαρση είναι βαριά λέξη. Ξαλάφρωσα όμως πολύ. Μου έφυγε ένα βάρος. Με βάραινε αυτή η ιστορία και αφού της έδωσα σχήμα, αφού έγινε αφήγηση, ένιωσα να ξεφορτώνω. Κάθε άνθρωπος το κάνει αυτό είτε γράφει είτε όχι. Εχουμε αυτή την επιτακτική ανάγκη να δίνουμε αφηγηματικό σχήμα στη ζωή μας, αλλιώς μοιάζει να μην έχει νόημα. Ποιος μπορεί να αντέξει μια ζωή χωρίς νόημα; Για παράδειγμα, ο καθένας μας είναι ο συγγραφέας ενός έρωτα που έζησε, που έχασε, επιλέγουμε κομμάτια και άλλα τα αφήνουμε έξω, συνειδητά και ασυνείδητα, πάντως δίνουμε μορφή και δίνουμε επίσης και δραματική κορύφωση, ακριβώς όπως και ένας συγγραφέας. Αυτό μας ξαλαφρώνει και μας δίνει τη δύναμη να συνεχίσουμε. Αυτό συνέβη και στη δική μου περίπτωση. Έδωσα σχήμα σε κάτι που έμοιαζε με οικογενειακό τραύμα, βρήκα ορισμένες απαντήσεις, άλλες ερωτήσεις γεννήθηκαν στη συνέχεια. Βρίσκω όλη αυτή τη διεργασία ιδιαιτέρως ελκυστική, συναρπαστική. Απαλύνει τη ροή του χρόνου και κάνει τις όποιες ενοχές λίγο πιο απαλές.
- Ο ίδιος (Χωμενίδης) επίσης χαρακτηρίζει το βιβλίο σας «μαγνητικό». Συμφωνείτε; Αν ναι, είναι κάτι που έγινε από πρόθεση ή απλά προέκυψε; Ποια πιστεύευτε ότι είναι τα στοιχεία που το καθιστούν «μαγνητικό»;
Αυτή είναι μια πολύ δύσκολη ερώτηση. Μάλλον θα πρέπει να ζητήσετε διευκρινίσεις από τον αγαπητό μου Χρήστο γι’ αυτό το σπάνιο εγκώμιο για το οποίο τον ευχαριστώ πολύ. Ο συγγραφέας για το δικό του βιβλίο είναι αδύνατον να πει τι είναι μαγνητικό. Πάντως ήθελα να είναι μαγνητικό, αυτό μπορώ να το πω. Φιλοδοξία μου είναι πάντοτε να τραβώ κοντά μου αυτόν που θα διαβάσει κάτι δικό μου – αλλά με τους δικούς μου όρους ή μάλλον τους όρους που θέτει το ίδιο το βιβλίο, όχι με εκπτώσεις και παραχωρήσεις «εμπορικού» χαρακτήρα.
- Πιστεύετε ότι αυτό το βιβλίο είναι μια ιστορική κατάθεση για την αξία της μνήμης που έχει σημασία σε μια εποχή κατά την οποία «ξεχνάμε» παρελθόν κι ενίοτε παρόν;
Πιστεύω ότι είναι ένα βιβλίο για την αξία του να ξεχνάς προκειμένου να προχωρήσεις μπροστά και να πάψει το παρελθόν να είναι ένα βαρίδι. Αλλά λέγοντας «ξεχνάω» δεν εννοώ κάτι που δεν υπάρχει ή σα να μην υπάρχει ή ότι δεν υπήρξε ποτέ. Το αντίθετο! Όταν έχεις ξεχάσει κάτι, αυτό το κάτι παραμένει μέσα σου, όσο οδυνηρό ή ενοχλητικό κι αν είναι, αποτελεί μέρος της ταυτότητάς σου και της μνήμης σου. Η μνήμη δεν είναι μόνον όλα όσα θυμόμαστε αλλά και όσα έχουμε καταχωνιάσει ή μάλλον αποθηκεύσει χωρίς απαραίτητα να τα ανακαλούμε συνέχεια με τέτοιο τρόπο που να γίνονται εμπόδια να προχωρήσουμε. Κάποια στιγμή θα πρέπει να συμφιλιωθείς με τις αστοχίες και τα λάθη σου, να βρούνε ένα χώρο μέσα σου. Είναι κομμάτια σου. Κόσμος που σε πήρε στο λαιμό του, κόσμο που εσύ πήρες στο λαιμό σου, κερδισμένα και χαμένα στοιχήματα, ήττες και αναξιοπρέπειες, γενναιότητες και δειλίες, όλα είσαι εσύ και πορεύεσαι μαζί τους. Είμαστε οι αντιφάσεις μας και αυτό είναι πολύ δύσκολο να το δεχθούμε. Προτιμούμε να έχουμε μια πολύ πιο καθαρή, αποστειρωμένη εικόνα για τον εαυτό μας. Βάζω και τον εαυτό μου μέσα.
Με βάραινε αυτή η ιστορία και αφού της έδωσα σχήμα, αφού έγινε αφήγηση, ένιωσα να ξεφορτώνω. Κάθε άνθρωπος το κάνει αυτό είτε γράφει είτε όχι. Εχουμε αυτή την επιτακτική ανάγκη να δίνουμε αφηγηματικό σχήμα στη ζωή μας.
- Κύριε Μαγκλίνη, η «καρδιά» σας είναι στη δημοσιογραφία, στη συγγραφή ή τη μετάφραση;
Όταν γράφω τα βιβλία μου, νιώθω συγγραφέας. Όταν δουλεύω στην εφημερίδα νιώθω δημοσιογράφος. Κι όταν μεταφράζω, νιώθω σαν μεταφραστής. Το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας μου πάντως το απασχολεί η δημοσιογραφία αφού από αυτή βιοπορίζομαι και βιοπορίζομαι καλά σε δύσκολους καιρούς. Είναι ένα συναρπαστικό επάγγελμα, τουλάχιστον έτσι όπως ήμουν τυχερός να το ασκήσω μέσα από την «Καθημερινή».
Από μικρό παιδί ωστόσο, όταν με ρωτούσαν τι θέλεις να γίνεις, απαντούσα: συγγραφέας. Από οκτώ εννέα χρονών. Η ιδανική μου κατάσταση θα ήταν να αφιερώνω το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας μου, των ημερών μου, στη συγγραφή. Νομίζω αυτό απαντά στην ερώτησή σας για το που βρίσκεται η καρδιά μου.
Και σίγουρα δεν είμαι μεταφραστής. Μεταφράζω κατά καιρούς, έχω μεταφράσει κάπου δέκα έντεκα βιβλία νομίζω, αλλά ήταν πάντοτε ένα πάρεργο, με την καλή έννοια το λέω αυτό. Είμαι ένας αναγνώστης που κατά καιρούς μεταφράζει αλλά δεν είμαι μεταφραστής. Θα ήταν ύβρις αυτό απέναντι σε συστηματικούς, έξοχους μεταφραστές που έχουμε στη χώρα.
- Αν αυτό το βιβλίο είναι μια «κληρονομιά» σε ποιους θα θέλατε να την αφήνατε;
Σε αυτούς που θα την ήθελαν, που θα την καλοδέχονταν, που θα τους απελευθέρωνε και δεν θα τους βάραινε. Δεν ξέρω ποιο μπορεί να είναι αυτό το πρόσωπο. Υποθέτω κάποιοι άγνωστοί μου αναγνώστες.
- Το βιβλίο σας σημειώνει ήδη αξιοσημείωτη ανταπόκριση από το κοινό. Νιώθετε δικαιωμένος;
Είναι μια ηθική ανταμοιβή πολύ μεγάλη. Κάτι που δεν μου ζήτησε κανένας, κάτι που δεν το παράγγειλε κανένας, κάτι που έβγαλα μέσα απ’ την κοιλιά μου επειδή μου την έδωσε, να βρίσκει κάπου ανταπόκριση. Αυτή είναι μια σύνδεση και είναι σπουδαία εμπειρία, ό,τι και να λέμε περί συγγραφικής αυτάρκειας κτλ. Ένα αδιάβαστο βιβλίο είναι ένα δυστυχισμένο βιβλίο. Και τα βιβλία έχουνε ψυχή.
- Τι έχετε στο συρτάρι σας προς έκδοση;
Πολλά και διάφορα, ημιτελή, προχωρημένα ή σε σχεδιάσματα. Ενδεχομένως να υπάρξει μια άτυπη συνέχεια στο «Είμαι όσα έχω ξεχάσει», ένα «αδελφό» βιβλίο ίσως. Αλλά δεν μπορώ να πω τίποτα περισσότερο πάνω σε αυτό.
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr