
Η σχέση τους κράτησε μισό αιώνα. Εκείνος ήταν ντράμερ, καουμπόης, συγγραφέας, ρομαντικός, αυτή είναι μια ποιήτρια, μουσικός και τραγουδίστρια, φωτογράφος και συγγραφέας. Δυο προσωπικότητες που δε χωράνε σε καλούπια, δυο ατίθασοι, ονειροπόλοι τύποι χώρισαν για πάντα σε αυτή τη ζωή. Ο Σαμ Σέπαρντ πέθανε, η Πάτι Σμιθ τον αποχαιρετά, με μια επιστολή στο New Yorker, αποχαιρετά άλλον έναν «ήρωα» της underground σκηνής της Νέας Υόρκης της δεκαετίας του 70, και μαζί του μια εποχή ονείρων που φεύγει ανεπιστρεπτί.
Αυτό που συνέδεσε τους δυο ήταν η διαρκής αμφισβήτηση μέχρι σήμερα, της εικόνας τους, της θέσης τους, της ίδιας τους της ζωής, της ίδιας της τέχνης τους. Η σχέση τους ήταν μια μικρή ερωτική ιστορία στην αρχή, εξελίχθηκε όμως σε μια δυνατή φιλία που τους κράτησε συνδεδεμένους μια ολόκληρη ζωή. Η παράνομη ερωτική σχέση τους κράτησε λίγο, η φιλία τους για πάντα. Η αμυοτροφική σκλήρυνση με την οποία πάλευε ο Σέπαρντ τα τελευταία χρόνια τον νίκησε στα 73 του.

«Με έπαιρνε τηλέφωνο αργά μέσα στη νύχτα από κάπου στον δρόμο, μια πόλη-φάντασμα στο Τέξας, από ένα χώρο στάθμευσης κοντά στο Πίτσμπουργκ ή από την Σάντα Φε, όπου είχε παρκάρει στην έρημο και άκουγε τα κογιότ να ουρλιάζουν», γράφει, αναφερόμενη σε όλα εκείνα τα ξαφνικά μεταμεσονύκτια τηλεφωνήματα που της έκανε από διάφορα σημεία κυρίως όμως από το σπίτι του στο Κεντάκι». Η Πάτι Σμιθ σχεδιάζει απαράμιλλα την εικόνα της νυχτερινής τους επικοινωνίας, με εκείνη να φτιάχνει ένα νεσκαφέ και να κάθεται για να μιλήσουν για τα παιδιά τους, για τα σμαράγδια του Κορτέζ και για το ντέρμπι του Κεντάκι, κυρίως όμως για συγγραφείς και τα βιβλία τους, τον Μπέκετ που λάτρευε.

Για τον Σέπαρντ η Πάτι Σμιθ γράφει πως υπήρξε ένας αληθινός κινηματογραφικός καουμπόι. Μια μέρα της έστειλε ένα μήνυμα από τις Άνδεις της Βολιβίας, όπου έκαναν τα γυρίσματα του Blackhorn, ενώ ήθελε να είναι συνεχώς στο δρόμο ένας αληθινός μπίτνικ μέσα στο φορτηγό του. «Πέταγε στο πίσω κάθισμα το καλάμι του ψαρέματος ή μια ακουστική κιθάρα, μπορεί να έπαιρνε μαζί του και τον σκύλο του, αλλά οπωσδήποτε ένα σημειωματάριο, μια πένα και πολλά βιβλία».
Πάτι και Σαμ ήξεραν καλά ο ένας τον άλλο από τα δύσκολα χρόνια του ξεκινήματος στη Νέα Υόρκη, από τα ονειρεμένα χρόνια που σχεδίαζαν χωρίς φόβο για το αύριο, χωρίς το άγχος της επιτυχίας και της διασημότητας. Τους έθρεφε η ίδια η πόλη, ο έρωτας και η ανεμελιά που διαλύθηκε από τότε και για πάντα. Η Πάτι γράφει για τα μικρά σημάδια που έμειναν για πάντα στο σώμα τους από εκείνη την εποχή, ο Σαμ είχε ένα μισοφέγγαρο ανάμεσα στον αντίχειρα και τον δείκτη του, η Πάτι μια αστραπή στο αριστερό γόνατο. Για τη σιωπή που ποτέ δεν ήταν αμήχανη ανάμεσά τους, την σιωπή που πέφτει σαν ευλογία ανάμεσα σε δυο ανθρώπους που γνωρίζονται καλά και για πολύ καιρό.
Πριν καιρό ο Σέπαρντ της είχε στείλει ένα γράμμα στο οποίο έγραφε ότι ονειρευόταν άλογα. Τώρα, γράφει η Πάτι Σμιθ, «…δεν θα χρειαστεί σέλα, δεν θα χρειαστεί τίποτα. Προχώρησα στα γαλλικά σύνορα, ένα μισοφέγγαρο ανέβαινε στον μαύρο ουρανό. Είπα αντίο στον φιλαράκο μου, καλώντας τον, μέσα στη νέκρα της νύχτας».

Η Πάτι Σμιθ στέκεται για να αποχαιρετήσει τον Σαμ σε μια μεγάλη σειρά αποχαιρετισμών: «Ήξερα ότι θα έβλεπα ξανά τον Σαμ κάπου στο τοπίο του ονείρου, αλλά εκείνη τη στιγμή φαντάστηκα ότι ήμουν πίσω στο Κεντάκι με τα χωράφια στις πλαγιές και το ρυάκι που φαρδαίνει και γίνεται ποταμάκι. Είδα τα βιβλία του Σαμ στα ράφια, τις μπότες του δίπλα στον τοίχο, κάτω από το παράθυρο από όπου μπορούσε να βλέπει τα άλογα που βόσκουν πλάι στον ξύλινο φράχτη. Είδα τον εαυτό μου στο τραπέζι της κουζίνας, να αγγίζω το τατουάζ στο χέρι του».
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr