Ηθοποιός από αυτές που λάμπουν στη σκηνή, η Καριοφυλλιά Καραμπέτη έχει αποδείξει επανειλημμένα ότι δε φοβάται να αναμετρηθεί με τους μεγάλους ρόλους και να δοκιμάσει νέες προσεγγίσεις. Ανήσυχη πάντα έχει κερδίσει την αποδοχή του κοινού, τον σεβασμό των ομοτέχνων της και την αγάπη όλων όσων την παρακολουθούν να μοχθεί και να πλάθει ηρωίδες και ρόλους από τα πρώτα της βήματα. Στο Μέγαρο Μουσικής μαζί με τους μουσικούς της Καμεράτας υποδύεται για ακόμα μια φορά τη Μήδεια σε ένα διαφορετικό ανέβασμα, στο το μονόπρακτο μελόδραμα Μήδεια του τσέχου συνθέτη Georg Benda [Γκέοργκ Μπέντα], που έζησε στα χρόνια του Μότσαρτ.
«Η Μήδεια του Μπέντα είναι η ηρωίδα ενός μελοδράματος του 1775. Η ιστορία στηρίζεται στον μύθο, αλλά δεν ακολουθεί την αφήγηση της τραγωδίας. Τα πρόσωπα είναι μόνο πέντε, η Μήδεια, που κυριαρχεί σε έκταση, ο Ιάσονας, τα δυο παιδιά τους και η Παιδαγωγός. Το βασικό όχημα είναι η μουσική. Μια μουσική που συνομιλεί με τους ρόλους και κυρίως με τη Μήδεια, εκφράζοντας με μπαρόκ ύφος τις έντονες συναισθηματικές της διακυμάνσεις, ενώ το κείμενο εκφέρεται ως πρόζα και όχι τραγούδι. Δίνεται έμφαση στη μοναξιά, την οργή της και τις μαγικές της ικανότητες. Μάλιστα με τις επικλήσεις της στις σκοτεινές δυνάμεις το έργο κορυφώνεται σε μια θυελλώδη σκηνή, όπου συντελείται το έγκλημα μέσα σε μια λυσσαλέα έκρηξη των στοιχείων της φύσης. Βέβαια στην παράστασή μας δεν υπάρχει σκηνική δράση. Όλα συμβαίνουν στη φαντασία του θεατή μέσα από τον συνδυασμό της μουσικής με τον λόγο. Άλλωστε όλα τα πρόσωπα τα αποδίδω η ίδια, με σχετική σωματική ακινησία, αλλά με έντονη εσωτερική κίνηση» λέει η Καριοφυλλιά Καραμπέτη.
Πρώτη φορά που έπαιξε τη Μήδεια ήταν αυτή σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη, το 1997, με το Εθνικό Θέατρο, στην Επίδαυρο και επί τρία χρόνια σε μεγάλη περιοδεία σ’ όλον τον κόσμο. Η δεύτερη ήταν η «Μήδεια» του Μπέντα με την Καμεράτα, υπό τη διεύθυνση του Γιώργου Πέτρου, τον Φεβρουάριο του 2011 στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών και η τρίτη στο θεατρικό έργο του Δημήτρη Δημητριάδη «Πολιτισμός» με την ομάδα Bijoux de Kant, σε σκηνοθεσία Γιάννη Σκουρλέτη, τη σεζόν 2013-14 στο υπόγειο του Ιδρύματος Κακογιάννη.
«Η κάθε εκδοχή ήταν τελείως διαφορετική από τις άλλες. Η πρώτη ήταν η αρχετυπική ηρωίδα της κλασικής τραγωδίας, με τη συγκλονιστική ευριπίδεια ανάπτυξη του προσώπου και του μύθου. Η παράσταση επιχείρησε μια όσο το δυνατόν πιο σφαιρική διερεύνηση αυτής της ξένης, προδομένης, ερωτευμένης γυναίκας, που οδηγείται από τον πόνο και την οργή της στην τρομερή πράξη της παιδοκτονίας και στο τέλος φτάνει στην αποθέωση, σε ένα χώρο πέρα από το καλό και το κακό. Η σωματική έκφραση ήταν στυλιζαρισμένη, με έμφαση στο στοιχείο της μάγισσας που έχει σχέση με τις χθόνιες δυνάμεις και τα μυστικά της γητείας. Επίσης η σκηνοθεσία πρόβαλλε έντονα τη μητρική της αγάπη, καθώς και την τρομερή πάλη μέσα της πριν προβεί στον φόνο. Η Μήδεια του Δημητριάδη αντιθέτως ζει σε μια κοινωνία «πολιτισμού», όπου οι θεοί έχουν πεθάνει και γι’ αυτό έχει χάσει τις υπερφυσικές της δυνάμεις. Ως ξένη, ως ο εύκολος αποδιοπομπαίος τράγος, πέφτει η ίδια θύμα της παρανοϊκής τρέλας που έχει κατακλύσει τους ανθρώπους. Εδώ η Μήδεια έμοιαζε με μια σύγχρονη γυναίκα, που ο απόηχος του μύθου της μεν την ακολουθούσε, αλλά η ίδια ήταν εντελώς ανίσχυρη, ένας βαθιά προδομένος απ’ όλους άνθρωπος, το σύμβολο μιας άρρωστης δυστοπικής εποχής» σημειώνει η κ. Καραμπέτη.
Πιστεύετε πως ωριμάζοντας καλλιτεχνικά βλέπετε την ηρωίδα με άλλα μάτια μέσα στο χρόνο;
Αυτοί οι ρόλοι είναι τεράστιοι και πολυεπίπεδοι. Η ανάγνωσή τους μπορεί να ποικίλλει ακόμα και στην ίδια χρονική στιγμή. Η ερμηνεία ενός ηθοποιού εξαρτάται από τη σκηνοθετική άποψη. Πάντα με ενδιαφέρει να βλέπω πώς διαβάζουν το ίδιο έργο οι μεγάλοι σκηνοθέτες. Αυτό που αλλάζει μέσα στον χρόνο είναι σίγουρα η αισθητική, το ύφος.
Τι είναι αυτό που σας συγκινεί σε αυτό το πρόσωπο και τι είναι αυτό που απεχθάνεστε στην προσωπικότητά της και πως γεφυρώνετε μέσα σας αυτές τις διαφορές.
Το σημείο που με συγκινεί περισσότερο σχετικά με τη Μήδεια βρίσκεται στο έργο του Ευριπίδη και είναι ο μονόλογός της όταν μιλάει στα παιδιά της πριν τον φόνο. Ο σπουδαίος ποιητής αποδίδει με τρόπο συγκλονιστικό τη σπαρακτική της απόγνωση, την τεράστια αγάπη της για τα παιδιά της, τον απίστευτο πόνο της γι’ αυτό που πάει να κάνει. Η ψυχή της σκίζεται στα δυο. Σπάνιου ύψους μονόλογος. Δεν θα χαρακτηρίσω απέχθεια αυτό που νιώθω για τη Μήδεια. Βαθιά οδύνη αισθάνομαι γι’ αυτήν. Φυσικά η πράξη της είναι αδιανόητη και δεν θα ’πρεπε να συμβεί ποτέ, ποτέ, όμως μας δείχνει το μέτρο του έρωτά της. Κι όπως γράφει ο Γιώργος Χειμωνάς στον πρόλογο της μετάφρασής του: «η έσχατη ερωτική πράξη της προς τον Ιάσονα είναι να τον αναγκάσει, με τη βία, να συναντηθεί μαζί της μέσα από τον πόνο». Πάντως δεν μπορώ να βρω τις κατάλληλες λέξεις για να μιλήσω γι’ αυτή τη μορφή. Είναι ένα αρχέτυπο, είναι το ίδιο το σκοτεινό πρόσωπο της θεϊκής υπόστασης, απροσπέλαστο από την ανθρώπινη λογική. Ο έρωτάς της είναι τόσο δυνατός που καταλήγει να γίνει μια χαώδης, καταστροφική συμπαντική δύναμη. Το να την ερμηνεύεις απαιτεί από σένα να περιέχεις ταυτόχρονα όλες τις αντιφάσεις της, να είσαι κάτι και την ίδια στιγμή το ακριβώς αντίθετό του, αυτό όμως είναι και η τρομερή αλήθεια της ανθρώπινης φύσης.
Υπάρχουν οι έννοιες, του «ξένου» της ζήλειας, της αγάπης χωρίς ανταπόδοση μέσα στην Μήδεια. Όμως ποια νομίζετε πως είναι αυτή, η πιο σημαντική, η πιο βαθιά για εσάς;
Η ερωτική προδοσία. Όταν ένας έρωτας είναι τόσο βαθύς και σκοτεινός ώστε να οδηγήσει κάποιον να θυσιάσει τα πάντα, θέση, πατρίδα, οικογένεια και να φτάσει ακόμα και στην αδελφοκτονία, ειδικά όταν πρόκειται για μια γυναίκα με φύση ηρωική και αδάμαστη, το τραύμα της προδοσίας είναι τόσο ισχυρό που κλονίζει εκ βαθέων ολόκληρη την κοινωνία και την ίδια την ανθρώπινη υπόσταση. Γιατί οδηγεί στην άρνηση ακόμα και της πιο θεμελιώδους αρχής της, της μητρότητας. Και το άλλο στοιχείο που θεωρώ πολύ σημαντικό είναι η σύγκρουση των δύο κόσμων: του πρωταρχικού, παγανιστικού, μυστηριακού κόσμου της Μήδειας, με τον ορθολογιστικό, κυνικό, υλιστικό κόσμο του Ιάσονα. Δηλαδή το ίδιο το δίπολο που υπάρχει μέσα στην ανθρώπινη φύση.
Πιστεύετε ότι ένας ηθοποιός παίρνει μεγάλο ρίσκο όταν αναμετράται με ένα πρόσωπο της αρχαίας τραγωδίας και πως μπορεί να αντιμετωπίσει όχι μόνο την πρόκληση αλλά και την προσδοκία του κοινού;
Το ρίσκο είναι τεράστιο, γιατί αυτά τα πρόσωπα είναι μεγαλύτερα από τη ζωή. Ό,τι κι αν κάνεις, όσο καλά και να τα παίξεις, κάτι θα σου ξεφύγει. Έχουν γραφτεί γι’ αυτά άπειρες μελέτες και αναλύσεις, θεολογικές, κοινωνιολογικές, πολιτικές, ψυχαναλυτικές, που συχνά συγκρούονται μεταξύ τους. Οι συζητήσεις γύρω από την ερμηνεία του αρχαίου δράματος, ειδικά τα τελευταία χρόνια, είναι έντονες και ακούγονται πολύ διαφορετικές απόψεις. Αυτό που μπορεί να κάνει ένας ηθοποιός είναι πρώτ’ απ’ όλα μια καλή επιλογή συνεργατών, και κυρίως ενός σκηνοθέτη που τον εμπιστεύεται, και να υπηρετήσει με πίστη τη διδασκαλία του. Να διαβάζει όσα περισσότερα μπορεί για το έργο και τον ρόλο, γιατί η έμπνευση ή η απάντηση σε ένα ερώτημα μπορεί να προέλθει από οπουδήποτε. Να διατηρεί την ενέργειά του σε υψηλά επίπεδα, να έχει πολύ καλή φυσική κατάσταση, να ασκεί την τεχνική του συνεχώς και να δίνει όλη του την εσωτερική αλήθεια στην ερμηνεία του ρόλου.
Πιστεύετε ότι ο έρωτας είναι ένα αίσθημα που μπορεί να κάνει έναν άνθρωπο να χάσει τον εαυτό του;
Ναι, κι αυτό είναι η τεράστια γοητεία του, αλλά και η μεγάλη του κατάρα. Το να υπερβαίνεις τα όρια του εαυτού σου, να περιέχεις και να κατέχεσαι από τον άλλον, είναι πηγή των πιο ακραίων συναισθημάτων. Χαράς, ηδονής, επαναστατικής ελευθερίας, αλλά και υπέρτατης δυστυχίας, όταν υπάρχει δυσαρμονία. Το αποδεικνύουν όλα τα εγκλήματα πάθους. Το λέει και ο Ευριπίδης: όταν το πάθος υπερβαίνει το μέτρο, ελευθερώνονται δυνάμεις ανεξέλεγκτες, καταστροφικές για τον εαυτό μας και τους γύρω μας.
Τι είναι αυτό που κατά τη γνώμη σας χαρακτηρίζει σήμερα έναν σύγχρονο καλλιτέχνη;
Είναι ένας άνθρωπος που ζει και δημιουργεί σε πολύ δύσκολες συνθήκες. Έχει να αντιμετωπίσει αντιξοότητες οικονομικές, το θέμα της καθημερινής του επιβίωσης, βιώνει ως πολίτης της χώρας του και του κόσμου απίστευτες πολιτικές και κοινωνικές αναταραχές, οι οποίες τον επηρεάζουν είτε αρνητικά είτε δημιουργικά, έχει μια πληθώρα πληροφοριών, επιρροών, προτάσεων, καινούργιων αισθητικών κινημάτων, που εναλλάσσονται με πολύ γρήγορους ρυθμούς και καλείται μέσα σ’ όλο αυτό το χάος να δώσει το δικό του στίγμα, να αρθρώσει τον προσωπικό του λόγο, να ερμηνεύσει την εποχή του και να εμπνεύσει το κοινό του. Δεν είναι εύκολο να το πετυχαίνεις αυτό συνεχώς. Η ανθρώπινη φύση σου συχνά σού προτάσσει τα όρια των αντοχών της. Σωματικών και ψυχικών.
Τι είναι αυτό που σας εξουθενώνει κοιτάζοντας γύρω σας τους ανθρώπους;
Περίμενα ότι με την κρίση θα δινόταν η αφορμή να επιστρέψουμε σε έναν πιο ουσιαστικό τρόπο ζωής και σκέψης, την επιστροφή σε έναν κόσμο αξιών και ιδεών. Με εξουθενώνει το ότι βλέπω την άνοδο της φασιστικής νοοτροπίας, την έλλειψη παιδείας και αισθητικής, την επικράτηση του ατομικισμού και της αδιαφορίας, την συνεχόμενη καθίζηση της πολιτικής μας σκηνής, την αυξανόμενη υποβάθμιση της ζωής μας.
Είστε ενεργή καλλιτέχνης για περισσότερο από 3 δεκαετίες. Τι μπορεί να είναι αυτό που σας πιέζει περισσότερο από οτιδήποτε σήμερα;
Η συνειδητοποίηση της θνητότητάς μου. Μέσα από μια σειρά απωλειών ήρθα καταπρόσωπο μ’ αυτό που όταν είσαι νέος δεν περνάει απ’ το μυαλό σου. Έχεις μια αίσθηση αθανασίας για τον εαυτό σου και τους αγαπημένους σου κι όταν χάνεις ανθρώπους που είναι άρρηκτα δεμένοι με την ύπαρξή σου, καταλαβαίνεις ότι το τέλος είναι κοντά και για σένα. Αυτό που με πιέζει τώρα πολύ είναι απ’ τη μια η επιθυμία μου να ζήσω, να ταξιδέψω, να χαθώ μέσα στον άγνωστό μου κόσμο κι απ’ την άλλη η ανάγκη μου να βιοποριστώ, οπότε πρέπει να δουλεύω με ρυθμούς εξοντωτικούς, που δεν μου αφήνουν περιθώρια να κάνω αυτό που πραγματικά θα ήθελα σ’ αυτή τη φάση της ζωής μου.
Έχετε τη διαδρομή σας στο θέατρο, που είναι πλούσια, μεστή, γεμάτη, και το κοινό σας θαυμάζει, σας ανταποδίδει αυτό που του δίνετε. Πέστε μου υπάρχει κάτι, ένα συμπέρασμα που έχετε βγάλει από όλη αυτή την πορεία για τη σχέση σας με τον κόσμο και πώς την καλλιεργείτε;
Εκείνο που προσπαθώ πάντα είναι να είμαι συνεπής σ’ αυτή την πορεία και όσο γίνεται πιο αληθινή. Ο στόχος της υποκριτικής τέχνης είναι να γίνεσαι το όχημα μέσα απ’ το οποίο ο θεατής έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τον εαυτό του, μ’ αυτά που αγγίζουν τον πυρήνα του ως ανθρώπου. Αυτά που αγαπάει, αυτά που τον συγκινούν, αυτά που φοβάται. Η τέχνη αυτό το νόημα έχει. Να μας κάνει να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τον εαυτό μας και τους άλλους, τον κόσμο γύρω μας. Ο καλλιτέχνης, λοιπόν, οφείλει σ’ αυτό το ταξίδι να είναι βαθύς, συγκεντρωμένος και αποφασισμένος να αντιπαρατεθεί με τον ίδιο του τον εαυτό. Με την κούρασή του, τις ευκολίες του, τις αδυναμίες του. Δεν κάνω κάτι σκόπιμα για να καλλιεργήσω τη σχέση μου με το κοινό. Προσπαθώ απλώς να είμαι ο εαυτός μου, να επιλέγω τους ρόλους και τις συνεργασίες που με εκφράζουν και να μιλώ μέσα από τη δουλειά μου γι’ αυτά που απασχολούν όλους μας. Προσπαθώ να διευρύνω τα όριά μου, να διερευνώ νέους τρόπους έκφρασης και χαίρομαι αν αυτό που κάνω έχει απήχηση, ή θλίβομαι αν αποτυγχάνω.
Πληροφορίες:
Την Τετάρτη 8 Μαΐου στις 20.30, στην Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης του Μεγάρου Μουσικής, οι Μουσικοί της Καμεράτας - Ορχήστρας των Φίλων της Μουσικής θα παρουσιάσουν δύο εμβληματικά έργα που σημάδεψαν την κλασική μουσική περίοδο. Την αριστουργηματική «Συμφωνία αρ. 41», το τελευταίο συμφωνικό έργο του σπουδαίου Αυστριακού μουσικού Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ, και το μονόπρακτο μελόδραμα «Μήδεια» του Τσέχου συνθέτη Γκέοργκ Μπέντα, ενός από τους πρωτεργάτες της κλασικής μουσικής και σύγχρονου του Μότσαρτ. Το ρόλο της Μήδειας θα ερμηνεύσει στα ελληνικά, σε μετάφραση Γιάννη Καλιφατίδη, η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη. Στο πόντιουμ θα βρίσκεται ο τσεμπαλίστας και διεθνώς αναγνωρισμένος μαέστρος Μάρκελλος Χρυσικόπουλος.
Φωτο: NDP
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr