Δεν ήταν εύκολο για ένα κορίτσι μιας μεγαλοαστικής οικογένειας την εποχή των sixties να διεκδικήσει επαγγελματική ιδιότητα κι ανεξαρτησία από το οικογενειακό του περιβάλλον. Στην περίπτωση της Ιριδος Ξυλά Ξανάλατου η οποία από μικρό κορίτσι ζωγράφιζε «ως εσωτερική ανάγκη» όπως η ίδια λέει, τηρήθηκε κάτι σαν «συνομωσία της σιωπής». Οι γονείς της, η οικογένεια Ξυλά, προερχόμενοι από το χώρο του εφοπλισμού, αποφάσισαν να μη δώσουν ιδιαίτερη σημασία στο τι έκανε με τον ελεύθερο χρόνο της και προσπαθούσαν να μην παρεμβαίνουν για να μην προκαλούν την αντίδρασή της. Και κάπως έτσι, αποφεύγοντας να «ενοχλεί» ο ένας τον άλλο, εκείνη συνέχιζε, μεταξύ άλλων, να ζωγραφίζει και εκείνοι να κοσμούν με τα έργα της το σαλόνι τους, μέχρι που μία πολύ αγαπημένη φίλη, παρατηρώντας τους τοίχους του σαλονιού ανακάλυψε μία έτοιμη έκθεση. «Τότε μου πρότεινε να την τολμήσω και τότε ήταν που άρχισα, χωρίς κανείς μας να το πολυκαταλάβει, να δηλώνω ζωγράφος και να λαμβάνω μέρος και σε ομαδικές, πλέον, εκθέσεις», μας λέει η καλλιτέχνιδα.
Από τότε που ... έσπασε ο πάγος μέχρι σήμερα, η Ιρις Ξυλά Ξανάλατου έχει συμμετάσχει σε αρκετές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό - πάντα, ωστόσο, με πολύ προσεκτικά βήματα αποφεύγοντας αυτό που θα μπορούσαμε να πούμε υπερέκθεση. Η 50χρονη εικαστική της πορεία έχει να αναδείξει δύο κύριες ομάδες έργων. Στην πρώτη εντάσσονται αφηρημένες ζωγραφικές συνθέσεις από τη διαμονή στο Λονδίνο κατά τη δεκαετία του 1960. Στη δεύτερη, μετά το 1970 και την οριστική εγκατάσταση στην Ελλάδα, έργα με παραστατικά θέματα και οι περίφημες χειροποίητες μεταξοτυπίες της. Η ζωγράφος εργάστηκε παράλληλα σε έργα μεγάλων και μικρών διαστάσεων και χρησιμοποίησε μικτές τεχνικές.
΄Επρεπε να περάσει μισός αιώνας καλλιτεχνικής ζωής για να αποφασίσει η ίδια να παρουσιάσει για πρώτη φορά ένα αντιπροσωπευτικό σύνολο της δουλειάς της. Με τίτλο «΄Αλλοτε και τώρα», η Ιρις Ξυλά Ξανάλατου παρουσιάζει την εικαστική της πορεία σε μια έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη (κτήριο οδού Πειραιώς) που εγκαινιάζεται την Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου και θα διαρκέσει ως τις 11 Μαρτίου 2018.
Κι είναι η έκθεση αυτή που έδωσε την αφορμή για μια εκ βαθέων εξομολόγησή της στο TheTOC.
- Τι σηματοδοτεί το συγκεκριμένο timing που αποφασίσατε να κάνετε αναδρομική έκθεση της δουλειάς σας στο Μουσείο Μπενάκη;
«Η αναδρομική έκθεση ήταν πάντα στα σχέδιά μου και την ανέβαλα διαρκώς για πολλούς λόγους. Όταν όμως έχασα τον σύζυγό μου συνειδητοποίησα πόσο γρήγορα περνάει ο χρόνος και αποφάσισα ότι ήρθε η ώρα να την προγραμματίσω, προκειμένου να εξασφαλίσω ότι θα γίνει όπως ακριβώς επιθυμώ και ότι θα είμαι και εγώ παρούσα!»
- Η εν λόγω έκθεση είναι μια αναδρομική που άργησε να έρθει;
«Δεν θα έλεγα ότι άργησε, μιας που συνεχίζω να δημιουργώ σχεδόν καθημερινά και χαίρομαι που η έκθεση θα περιλαμβάνει και πιο πρόσφατα έργα μου. Υπό αυτό το πρίσμα, θα μπορούσε να καθυστερήσει και λίγο ακόμα».
- Είστε μια καλλιτέχνης που έχετε κρατήσει αποστάσεις από την υπερβολική "έκθεση". Αυτό έγινε συνειδητά και για ποιο λόγο;
«Έγινε πολύ συνειδητά, αφενός λόγω του χαρακτήρα μου και αφετέρου λόγω οικογενειακών συνθηκών και επιρροών».
- Τι συμπεριλαμβάνει η συγκεκριμένη έκθεση; Γιατί της δώσατε τον τίτλο «Αλλοτε και τώρα»;
«Η έκθεση περιλαμβάνει έργα από όλη την καλλιτεχνική μου διαδρομή, που καλύπτει κάτι παραπάνω από 50 χρόνια. Μέσα στα χρόνια αυτά η ζωή και οι εμπειρίες μου εξελίσσονταν διαρκώς και μαζί τους εξελισσόταν και η δουλειά μου. Ο τίτλος προκύπτει ακριβώς από το ότι παρουσιάζονται έργα του "άλλοτε", που είναι σίγουρο ότι δεν θα μπορούσα να δημιουργήσω "τώρα" γιατί είμαι πια ένας πολύ διαφορετικός άνθρωπος, αλλά και τα πιο πρόσφατα έργα μου, που προέκυψαν από όλη αυτή την εξέλιξη και δεν θα μπορούσα να τα έχω δημιουργήσει στο παρελθόν».
- Συνεχίζετε να έχετε μια πλούσια εικαστική παραγωγή. Τι είναι αυτό που σας κινητοποιεί να ασχολείστε με την τέχνη σας;
«Η τέχνη μου είναι άρρηκτα συνυφασμένη με τη ζωή μου, αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς μου, ο δικός μου τρόπος ζωής. Ζωγραφίζω με τον ίδιο τρόπο που τρώω, μιλώ και κοιμάμαι. Δεν μπορώ να φανταστώ μία καθημερινότητα που δεν περιλαμβάνει κάτι από αυτά».
- Ποια είναι τα θέματα που αγαπάτε να καταπιάνεστε;
«Οτιδήποτε είναι επίκαιρο είτε στον κόσμο γενικότερα είτε στην προσωπική μου ζωή είναι πηγή έμπνευσης για μένα. Από εκεί και πέρα, αν για κάποιο λόγο είμαι στενοχωρημένη, επιλέγω πιο χαρούμενα θέματα για να ανέβω και εγώ ψυχολογικά. Ενώ όταν αισθάνομαι δυνατή, καταπιάνομαι με λιγότερο αισιόδοξα θέματα που μπορεί να με είχαν απασχολήσει νωρίτερα αλλά περίμενα να βρω την ψυχική δύναμη να τα αντιμετωπίσω και να τα αποτυπώσω στα έργα μου. Ακόμα και σε αυτά τα έργα όμως, υπάρχει πάντα μία νότα αισιοδοξίας, αφενός γιατί είναι η φύση μου τέτοια και αφετέρου γιατί αντιλαμβάνομαι την τέχνη ως "καλλιτεχνία" και πιστεύω ότι ο σκοπός της είναι να αποτυπώνει το "κάλλος" της ζωής και όχι την ασχήμια της».
- Γιατί πιστεύετε ότι οι χειροποίητες μεταξοτυπίες σας έχουν κάνει τόσο μεγάλη αίσθηση;
«Για να είμαι ειλικρινής, προσωπικά δεν έχω πλήρη αίσθηση της απήχησης που έχουν τα έργα μου, είχα όμως συχνά την τιμή και τη χαρά να βλέπω έργα μου να απολαύουν σημαντικών διακρίσεων. Νομίζω ότι αυτό οφείλεται κατά ένα μεγάλο μέρος στο ότι - στην Ελλάδα τουλάχιστον - είμαστε ελάχιστοι οι καλλιτέχνες που χρησιμοποιούμε την παραδοσιακή αυτή τεχνική, στην οποία προσωπικά επιμένω, γιατί μου δίνει τη δυνατότητα να πειραματίζομαι διαρκώς και να ανακαλύπτω μέσα από αυτή νέους τρόπους έκφρασης».
- Από ποιο οικογενειακό περιβάλλον προέρχεστε; Ποια ήταν η αντίδραση της οικογένειάς σας όταν ανακοινώσατε ότι θέλετε να ασχοληθείτε με την εικαστική δημιουργία; Τι ακολούθησε; Πως κερδίσατε τελικά τη θέση σας στο χώρο σας;
«Προέρχομαι από μία αστική οικογένεια και από γονείς που φρόντισαν να μου δώσουν πολλά εφόδια στο κομμάτι της μάθησης, ήταν όμως αντίθετοι στο να εργάζομαι, διότι δεν πίστευαν ότι υπήρχε ανάγκη ή λόγος για αυτό. Και παρότι ζωγράφιζα από πολύ μικρή, γιατί η ζωγραφική ήταν μία απόλυτα εσωτερική μου ανάγκη, αν είχα προσπαθήσει να διεκδικήσω ευθέως την επαγγελματική μου ιδιότητα είτε στη ζωγραφική είτε σε οτιδήποτε άλλο, θα είχα συναντήσει μεγάλη αντίσταση, γι’ αυτό και δεν το έκανα. Η διεκδίκηση έγινε πολύ ήπια και σε αυτό βοήθησε το ότι ήμουν γενικότερα πολύ δραστήρια αλλά και πολύ ανεξάρτητη, έχοντας ζήσει 6 χρόνια ως εσωτερική μαθήτρια στο Λονδίνο, οπότε οι γονείς μου δεν έδιναν ιδιαίτερη σημασία στο τι έκανα με τον ελεύθερο χρόνο μου και προσπαθούσαν να μην παρεμβαίνουν για να μην προκαλούν την αντίδρασή μου. Και κάπως έτσι, αποφεύγοντας να "ενοχλούμε" ο ένας τον άλλο, εγώ συνέχιζα, μεταξύ άλλων, να ζωγραφίζω και εκείνοι κοσμούσαν με τα έργα μου το σαλόνι μας, μέχρι που μία πολύ αγαπημένη φίλη, παρατηρώντας τους τοίχους του σαλονιού ανακάλυψε μία έτοιμη έκθεση, μου πρότεινε να την τολμήσω και τότε ήταν που άρχισα, χωρίς κανείς μας να το πολυκαταλάβει, να δηλώνω ζωγράφος και να λαμβάνω μέρος και σε ομαδικές, πλέον, εκθέσεις».
- Το ότι έχετε μια οικονομική άνεση πιστεύετε ότι σας έχει ανοίξει πόρτες στο χώρο;
«Άλλες φορές ναι και άλλες φορές όχι. Πιο σημαντική όμως από την ίδια την οικονομική άνεση νομίζω ότι ήταν η διεθνής παιδεία που μπόρεσα χάρις σε αυτήν να λάβω, που με βοήθησε να σταθώ και στο εξωτερικό».
- Στην έκθεση θα παρουσιάζεται υλικό από παρουσιάσεις σας σε Ελλάδα και Ευρώπη. Ποιες θα ξεχωρίζατε και γιατί;
«Κάθε έργο μου έχει τη δική του σημασία για μένα και ό,τι έχω παρουσιάσει έχει βγει από μέσα μου και το αγαπώ για αυτή του την αλήθεια, παρότι εγώ αλλάζω και εξελίσσομαι διαρκώς και μπορεί κάποια στιγμή να δω ένα παλαιότερο έργο μου και να μην μου αρέσει το ίδιο. Θα έλεγα, όμως, ότι λίγο περισσότερο ξεχωρίζω όλες τις συμμετοχές μου σε σημαντικές ομαδικές εκθέσεις στο εξωτερικό, καθώς και μόνη η αποδοχή της συμμετοχής μου ήταν για μένα μία αντικειμενική αναγνώριση της δουλειάς μου, πόσο μάλλον τυχόν βράβευσή της».