Η εμβληματική όπερα του Ρίχαρντ Βάγκνερ Λόενγκριν, έρχεται στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών στις 27 Ιανουαρίου 2017 και για πέντε μόνο παραστάσεις, 52 χρόνια μετά την πρώτη, και μοναδική έως σήμερα, παρουσίαση του έργου από την Εθνική Λυρική Σκηνή, τον Ιανουάριο του 1965.
Ο Λόενγκριν, μία από τις σημαντικότερες όπερες του Ρίχαρντ Βάγκνερ, σηματοδοτεί τη μετάβαση από τις όπερες της πρώτης περιόδου στα μουσικά δράματα της ωριμότητας του συνθέτη. Το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε στις 28 Αυγούστου του 1850 στη Βαϊμάρη, υπό την διεύθυνση του Φραντς Λιστ, και βασίζεται σε ποιητικό κείμενο του ίδιου του Βάγκνερ, όπως και όλες του οι όπερες. Η υποδοχή του Λόενγκριν αρχικά δεν υπήρξε ιδιαίτερα θερμή, αλλά σε διάστημα λίγων μηνών η παρουσίαση του προκαλούσε τεράστιο ενθουσιασμό, με αποτέλεσμα το έργο σύντομα να αναδειχτεί στο δημοφιλέστερο του Βάγκνερ. Η επιτυχία υπήρξε τόσο σημαντική, ώστε χάρη σε αυτό το έργο ο Βάγκνερ να αποκτήσει φήμη «εθνικού» συνθέτη. Εξάλλου ο Λιστ έγραψε για την μουσική του Λόενγκριν: «Το βασικό χαρακτηριστικό της μουσικής αυτής της όπερας είναι ότι διαθέτει τέτοια ενότητα σύλληψης και ύφους, ώστε δεν υπάρχει ούτε μία μελωδική φράση, πολύ δε λιγότερο κάποιο σύνολο ή οποιοδήποτε μέρος της όπερας, το οποίο μπορεί να γίνει αντιληπτό ξεχωριστά από το σύνολο ως προς την ιδιομορφία και την πραγματική του σημασία. Τα πάντα έχουν σχέση μεταξύ τους, τα πάντα συνδέονται, τα πάντα εντείνονται. Όλα είναι τόσο ενσωματωμένα στην υπόθεση που δεν μπορούν να διαχωριστούν από αυτήν».
Ο μύθος του Λόενγκριν
O μύθος ανάγεται σε ένα από τα πλέον αιματηρά ποιήματα ηρωικών ανδραγαθημάτων –chanson de geste– των τροβαδούρων του 12ου αιώνα. Σύμφωνα με την υπόθεση, ένας μυστηριώδης ιππότης έρχεται να υπερασπιστεί την Έλζα της Βραβάντης, η οποία κατηγορείται για τη δολοφονία του αδερφού της, που έχει εξαφανιστεί. Για να αγωνιστεί υπέρ της θέτει ως μοναδικό όρο εκείνη να μη ρωτήσει ποτέ σχετικά με το όνομα και την καταγωγή του. Ο Λόενγκριν νικά, η Έλζα αθωώνεται και γίνεται σύζυγός του. Ο κόμης Τέλραμουντ, υποκινούμενος από τη μάγισσα σύζυγό του Όρτρουντ, κατορθώνουν τελικά να σπείρουν στην Έλζα την αμφιβολία και να την κάνουν να θέσει την ερώτηση. Ο ιππότης αποκαλύπτει την ταυτότητά του κι έτσι υποχρεώνεται πλέον να αναχωρήσει. Ως τελευταία προσφορά, λύνει τα μάγια της Όρτρουντ και επιστρέφει στην Έλζα τον αγαπημένο της αδερφό.
Η υπόθεση ενέπνευσε στον Βάγκνερ ορισμένες από τις ωραιότερες μουσικές σελίδες, αλλά και κάποιες από τις πιο γνωστές, όπως το περίφημο «γαμήλιο εμβατήριο» στην αρχή της Γ’ Πράξης. Στον Λόενγκριν η χορωδία έχει ξεχωριστή θέση, αφενός λόγω της εξαιρετικής ποιότητας της μουσικής -μεταξύ άλλων του «γαμήλιου εμβατηρίου»-, την οποία της προσφέρει ο Βάγκνερ, αφετέρου λόγω του ρόλου που της επιφυλάσσει ο συνθέτης στη θεατρική δραματουργία του έργου.
Ο σκηνοθέτης της όπερας για τον Λόενγκριν
Ο διακεκριμένος Βρετανός σκηνοθέτης και σκηνογράφος Άντονυ ΜακΝτόναλντ, ο οποίος υπογράφει τη σκηνοθεσία, τα σκηνικά και τα κοστούμια, σημειώνει: «Καταρχάς, είναι η πιο ρομαντική απ’ όλες τις όπερες του Βάγκνερ. Μετά τον Λόενγκριν ο συνθέτης μετακινήθηκε από το συγκεκριμένο ιδίωμα – τόσο μελωδικό που θυμίζει ακόμα και Μπελλίνι. Κατά μία έννοια είναι η πιο συμβατική απ’ όλες του τις όπερες και
δείγμα του ώριμου γερμανικού ρομαντισμού. Έτσι, στράφηκα προς ζωγράφους εκείνης της εποχής, τον Φρήντριχ και τους άλλους. Ήταν μία μάλλον ενστικτώδης επιλογή. Ήθελα οπτικά να υπάρχει το στοιχείο της βόρειας Ευρώπης. Τα κοστούμια μοιάζουν μάλλον γερμανικά, παρά από την Αμβέρσα. Καθώς η χώρα δεν βρίσκεται σε καλή κατάσταση, επέλεξα ένα βιομηχανικό χώρο σε παρακμή. (…) Είναι ένα πολύ λυπητερό έργο επειδή είναι γεμάτο από έρωτα χωρίς ανταπόκριση. Όπως και ο Τριστάνος. (…) Θεωρώ ότι όλες οι όπερες του Βάγκνερ είναι πολύ αυτοβιογραφικές. Το γεγονός ότι έγραφε ο ίδιος τα ποιητικά κείμενα και προσάρμοζε και διαμόρφωνε με έναν πολύ προσωπικό τρόπο όλες τις ιστορίες, τις οποίες συνέλεγε, συνηγορεί σε αυτό. Επίσης υπάρχει η διαρκής αναζήτηση της ταυτότητας, η οποία διατρέχει όλο το δημιουργικό έργο του συνθέτη. Ο ίδιος δεν ήταν βέβαιος ποιος ήταν ο πατέρας του. Πιστεύω ότι πάντοτε ο Βάγκνερ ταυτίζεται με όλους τους χαρακτήρες των έργων του. Ο Λόενγκριν είναι ένα παραμύθι. Και τα παραμύθια βρίσκονται βαθιά μέσα μας. Αυτή η ιδέα ότι θα έρθει ο πρίγκιπας και θα μας σώσει. Είναι μια ανάγκη που έχουμε. Ότι δυνάμεις εκεί έξω θα έρθουν να μας βοηθήσουν. Είναι η πίστη που νιώθει η Έλζα ότι κάποιος θα έρθει τελικά να τη βοηθήσει. Υπάρχει επίσης η κάθαρση. Είναι τελικά η ανθρωπιά αυτού του έργου, αυτό το οποίο είναι ενδιαφέρον και ελκυστικό. Επίσης θεωρώ ότι η μουσική είναι γοητευτική. Απολύτως γοητευτική. Και πιστεύω ότι συναρπάζει το κοινό. Δεν έχει τίποτε το πομπώδες. Είναι τόσο ευαίσθητη».
Η ζωή ενός μεγάλου συνθέτη
Ο Ρίχαρντ Βάγκνερ γεννήθηκε στη Λειψία το 1813, την ίδια χρονιά με τον Τζουζέππε Βέρντι. Αποτελεί μοναδική περίπτωση ανάμεσα στους συνθέτες του 19ου αιώνα και εμβληματική μορφή του γερμανικού ρομαντισμού, καθώς η δράση και το δημιουργικό του έργο επηρέασαν βαθύτατα τη σκέψη, τα γράμματα και την τέχνη όχι μόνο της δικής του εποχής, αλλά και των μεταγενέστερων. Συνέγραψε θεωρητικά δοκίμια όπως επίσης τα ποιητικά κείμενα για όλα του τα σκηνικά έργα, οραματίστηκε μία τέχνη πέρα από την ψυχαγωγία, με διδακτικό περιεχόμενο, στα πρότυπα του αρχαίου ελληνικού δράματος. Εμπνεύστηκε και υλοποίησε το ιδανικό κτίριο θεάτρου για την παρουσίαση των μουσικών του δραμάτων κοντά στη φύση, μακριά από την πολυτέλεια των κοσμικών μεγαλουπόλεων.
Η πρωτοποριακή δομή των κειμένων του, κυρίως όμως οι μουσικές του καινοτομίες (αρμονία, προσωδία, χρήση εξαγγελτικών θεμάτων κ.λπ.) υποχρέωσαν τους συναδέλφους του να ξαναδούν το σύνολο της μουσικής τέχνης με διαφορετική οπτική. Πέθανε στη Βενετία το 1883. Σημαντικότερα έργα του είναι Ο ιπτάμενος Ολλανδός (1843), Τάνχωυζερ (1845/61), Λόενγκριν (1850), Τριστάνος και Ιζόλδη (1864), Οι αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης (1867), Το δαχτυλίδι του Νίμπελουνγκ (1876), Πάρσιφαλ (1882).
Πληροφορίες:
Λόενγκριν του Ρίχαρντ Βάγκνερ
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών - Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη
27, 29 Ιανουαρίου & 1, 3, 5 Φεβρουαρίου 2017