«Δεν υπάρχει αμφιβολία. Αυτό είναι το τελευταίο μου βιβλίο! Ομολογώ ότι λυπάμαι γι’ αυτό, γιατί μου άρεσε να γράφω διάφορα κείμενα και ποιηματάκια πολύ πριν αρχίσω να γράφω μουσική. Γιατί και την μουσική την έγραφα, μόνο που αντί για λέξεις έγραφα μουσικούς φθόγγους. Μπορεί άραγε αυτός που χτυπά πλήκτρα να νιώθει την ίδια μέθη, τον ίδιο ίλιγγο με μας που κρατούσαμε πένα με μελάνι είτε μολύβι που κάθε τόσο το ξύναμε για να πάρουμε μιαν ανάσα, μια πνοή ικανοποίησης για το έργο μας που εκείνη τη στιγμή το θεωρούσαμε μοναδικό!»
Αυτά γράφει, μεταξύ άλλων, ο Μίκης Θεοδωράκης στον επίλογο του νέου - και τελευταίου όπως αναφέρει - βιβλίου «Μονόλογοι στο λυκαυγές» που αποτελεί την συνέχεια και ολοκλήρωση του προηγούμενου βιβλίου του Μίκη Θεοδωράκη «Διάλογοι στο λυκόφως. 90 συνεντεύξεις».
Τι κλείνουν οι 505 σελίδες
Θέλοντας να εισαγάγει τον αναγνώστη στη βαθύτερη ουσία της σκέψης του, σε εκείνες ακριβώς τις ιδέες που επανέρχονται τακτικά και διατρέχουν το σύνολο του έργου του και της προσωπικής του φιλοσοφίας, προτίμησε να τις προτάξει στο Α΄ Μέρος, ασχέτως χρονολογίας. Το υλικό του Β΄ Μέρους, όπου περιλαμβάνονται ομιλίες, δηλώσεις και άρθρα, ακολουθεί τη χρονολογική σειρά, με στοιχεία ανασκόπησης των σημαντικότερων γεγονότων αλλά και της καλλιτεχνικής του δραστηριότητας ανά έτος.
Σύντομα θα έλθει η ώρα που θα σκοτώνει ο ένας τον άλλον...
«Ο ελληνικός λαός έχει προ πολλού εισέλθει σε ένα στάδιο ασφυξίας που που γιγαντώθηκε μετά τις εκλογές και που κάθε μέρα θα αυξάνει σε σημείο όπου οι αντιδράσεις του θα γίνονται δραματικές και ανεξέλεγκτες. Οι τρεις χιλιάδες αυτοκτονίες - διαμαρτυρίες θα υπερδιπλασιαστούν και σύντομα θα έλθει η ώρα που θα σκοτώνει ο ένας τον άλλον», αναφέρει στο κεφάλαιο του βιβλίου με τίτλο: «Η Ελλάδα έχει οδηγηθεί σε αδιέξοδο». Και συνεχίζει: «Η βασική αιτία για αυτή τη τραγική εξέλιξη οφείλεται στο γεγονός ότι δεν υπάρχει αντιστοιχία ανάμεσα στις επιθυμίες και στη θέληση του ελληνικού λαού αφενός και στους κομματικούς εκπροσώπους αφετέρου».. Και σε σχέση με τη θέση της χώρας στην ΕΕ ο Θεοδωράκης λέει: «Λέμε ναι στην Ευρώπη, αλλά μόνο ως προς το πολιτικό σκέλος των όρων της ένταξής μας στην ΕΕ,. Ως προς το οικονομικό, η Ελλάδα πρέπει να στραφεί σε κράτη και αγορές εκτός της Ευρωζώνης και του ΔΝΤ».
«Οι περισσότεροι, πάντως, φαίνεται ότι εξακολουθούν να ονειρεύονται το φάντασμα της Κυβέρνησης της Αριστεράς, αλλάζοντας ανενδοίαστα τη λογική θέση ότι μια πραγματική Αριστερά δεν είναι δυνατόν να συνυπάρξει με Μνημόνια», αναφέρει στο κεφάλαιο «Ο Αόρατος Πόλεμος».
Η ανατομία του ΟΧΙ, η υποταγή και η αντίσταση
Στο κεφάλαιο «Η ανατομία του ΟΧΙ, η υποταγή και η αντίσταση», ο Μίκης Θεοδωράκης γράφει: «Διερωτώμαι πως είναι δυνατόν αυτά τα εκατομμύρια ΄Ελληνες πολίτες που βροντοφώναξαν ΟΧΙ στη συμφωνία των θεσμών να μη βγουν στους δρόμους και στις πλατείες όταν διαπίστωσαν ότι την επομένη του δημοψηφίσματος ο Αρχάγγελος του ΟΧΙ, Αλέξης Τσίπρας, εξεστόμισε ένα εξίσου βροντώδες ΝΑΙ...»
Ωρα Μηδέν
«Η Ωρα Μηδέν δεν έχει φτάσει μόνο για την Κυβέρνηση αλλά και για το Λαό. Κι αυτό είναι η τραγωδία», αναφέρει σ' ένα από τα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου.
Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου είναι η ομιλία του Μίκη Θεοδωράκη κατά την αναγόρευσή του ως επίτιμου διδάκτορα του Πανεπιστημίου Κρήτης: «Ο άνθρωπος είναι πηλός και ψήνεται μέσα στο φούρνο της καθημερινότητας. Είχα τη θλιβερή τύχη να γνωρίσω θερμοκρασίες σχεδόν απαγορευτικές για την εποχή του "υλικού". Από την εφηβεία πέρασα στην ωριμότητα...», καταλήγει.
Από τον Επίλογο του Μίκη Θεοδωράκη
«Ο συγγραφέας και ο ποιητής, που έχει φτάσει σε βαθμό να τυπώνεται και να διαβάζεται, σίγουρα νιώθει σαν ημίθεος. Τι να πω όμως για τον συνθέτη, που τους ψυχρούς φθόγγους του, τους γραμμένους πάνω σε ένα χαρτί, μπορείς να τους ακούσεις να ζωντανεύουν και να πετούν σαν σμήνη πουλιών που διαπερνούν τα τείχη του πραγματικού κόσμου και γίνονται αυλοί, ήχοι ενός θεϊκού κόσμου που είναι το μουσικό του έργο, καθώς εισβάλλει σε χιλιάδες ψυχές, σκέψεις, αισθήματα, καρδιές του κάθε Ανθρώπου χωρίς διάκριση.
Τι να πω λοιπόν για τον συνθέτη; Ότι είναι ένας μικρός Θεός; Όχι!
Θα πω μονάχα ότι είναι ευλογημένος... Σαν τη θάλασσα, που όσο κι αν τη δέρνουν οι άνεμοι και κυματίζει, αφρίζει με χίλιους τρόπους, όμως όλα αυτά συμβαίνουν στην επιφάνειά της, γιατί λίγο πιο κάτω παραμένει ήρεμη, πανέμορφη, ευλογημένη.
Το ίδιο και η ζωή μου, που τα έζησε όλα. Στον υπερθετικό. Τη χαρά και τον πόνο. Το κόκκινο και το μαύρο. Την αγάπη και το μίσος. Τον θρίαμβο και την απογοήτευση. Το φως και το σκοτάδι. Αυτή υπήρξε η ζωή μου. Η γνωστή. Γιατί την άλλη, που σας αποκαλύπτω σήμερα, την έζησα γαλήνιος, βέβαιος και ευλογημένος.
Έτσι το θέλησε η Μοίρα, αυτός ο αποχαιρετισμός να συμπέσει με την εικόνα της Αγίας Μητέρας μου της προσφυγοπούλας από τον Τσεσμέ της Μικράς Ασίας, την ίδια εικόνα που είδα σε κάποια άλλη προσφυγοπούλα στο Πέραμα, στην αλλοτινή εκλογική μου περιφέρεια, τότε που τα δώσαμε όλα γι αυτή την έρμη Πατρίδα. «Παιδί μου, αυτή που βλέπεις εδώ δεν είναι η Πατρίδα μας». Πέθανε μ' αυτόν τον καημό. Με τον ίδιο σας αποχαιρετώ κι εγώ.
Μίκης Θεοδωράκης,
Ιανουάριος 2017»