
Η Κυβέρνηση που «στοχοποίησε» το ΔΟΛ, το «φιάσκο ολκής» και η «τεράστια ήττα» της Πολιτείας με τις τηλεοπιτκές άδειες που δεν κρύβει, όμως, «τον διακηρυγμένο στόχο της για έλεγχο», η Διαπλοκή στον Τύπο που έγινε ιδεολόγημα για να φορτωθούν από τον πολιτικό κόσμο στα media τα δεινά της χώρας, αλλά και η δολοφονία του εργολάβου Δημητρίου Αθανασόπουλου και ο τεμαχισμός του πτώματός του στο σπίτι του στου Χαροκόπου, τον Ιανουάριο του 1931 που έγινε η πιο ποπ αφήγηση στον Τύπο.
Το βιβλίο «Δημοσιογράφος ή ρεπόρτερ. Η αφήγηση στις ελληνικές εφημερίδες, 19ος - 20ος αιώνας» (εκδόσεις Πόλις) που βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών και πήρε το Κρατικό Βραβείο Μαρτυρίας 2015 έδωσε την ευκαιρία για μια συζήτηση με πολλά σημεία αιχμής με το συγγραφέα του, Νίκο Μπακουνάκη. Από τη σκληρή είδηση στην αφήγηση, κι από την εφημερίδα στο Διαδίκτυο, τα κενά «Ευαγγελίων», όπως η Ιστορία του Ελληνικού Τύπου του Μάγερ, η αδυναμία της ΕΣΗΕΑ να διαχειριστεί την καταιγίδα της κρίσης αλλα και το φιάσκο των ελληνικών εφημερίδων, που τυφλωμένες από το «βρώμικο ‘89», έχασαν ένα από τα μεγαλύτερα γεγονότα της ιστορίας, την κατάρρευση του Τείχους του Βερολίνου είναι μερικά μόνο από τα όσα κλείνει αυτή η κουβέντα. Δεν είναι, όμως, μόνο το παρελθόν, το παρόν αλλά και το μέλλον. Τι κατάσταση θα διαμορφωθεί, άραγε, μετά την κατάρρευση του επαγγέλματος του δημοσιογράφου έτσι όπως το γνωρίζαμε παραδοσιακά;

- Κύριε Μπακουνάκη γιατί αισθανθήκατε την ανάγκη να γράψετε το βιβλίο «Δημοσιογράφος ή ρεπόρτερ» την παρούσα χρονική συγκυρία; Θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα είδος «επικήδειου» για το Παλιό Μέσο, την εφημερίδα;
«Το έγραψα γιατί διαπίστωσα, ως ερευνητής και ακαδημαϊκός δάσκαλος, ότι δεν υπάρχει τίποτα στην ελληνική βιβλιογραφία για τον πολιτισμό των εφημερίδων. Το μόνο που υπάρχει είναι κάτι ανεκδοτολογικές ιστορίες, πολλά λάθη και πολλή προκατάληψη. Φυσικά και δεν είναι επικήδειος για τις εφημερίδες. Πριν απ’ όλα, έντυπες εφημερίδες υπάρχουν και κυκλοφορούν πολλές σε όλον τον κόσμο. Αλλά όπως γράφω και στο βιβλίο μου, όπως μας δείχνει ένας νέος ιστορικός κλάδος που λέγεται "Αρχαιολογία των Μέσων", δεν υπάρχει τέλος αλλά μετεξέλιξη. Το παλιό επιβιώνει μέσα στο καινούργιο. Εκείνο που σίγουρα έχει τελειώσει είναι το επιχειρηματικό μοντέλο του παραδοσιακού τύπου».
- Γιατί επιλέξατε να οριοθετήσετε την αρχή του Αιώνα των Εφημερίδων – όπως τον ονομάζετε – με την ιστορία της «Εγκαταλελειμμένης κόρης»;
«Πριν απ’ όλα ο ελληνικός "αιώνας των εφημερίδων" είναι μια μακρά εποχή που απλώνεται σε περισσότερο από 100 χρόνια. Αρχίζει το 1873, με την έκδοση της πρώτης καθημερινής εφημερίδας - γιατί δεν μπορούμε να μιλάμε για εφημερίδες νέου τύπου χωρίς ημερήσια έκδοση, χωρίς τον 24ωρο κύκλο των ειδήσεων αλλά και του επείγοντος - και τελειώνει το 1989. Το τέλος του αιώνα σηματοδοτείται από την εμφάνιση της ιδιωτικής τηλεόρασης και την καταστροφική ταύτισή της με τις εφημερίδες-σε επίπεδο ιδιοκτησίας, ατζέντας και ανθρώπων. Σηματοδοτείται επίσης από μια μεγάλη δημοσιογραφική ήττα. Οι ελληνικές εφημερίδες, τυφλωμένες από το "βρώμικο ‘89", βυθισμένες σε μια πρωτοφανή εσωστρέφεια, έχασαν ένα από τα μεγαλύτερα γεγονότα της ιστορίας, την κατάρρευση του Τείχους του Βερολίνου. Ψάξτε μια εφημερίδα αυτής της εποχής. Το Τείχος δεν υπάρχει καθόλου ή είναι κάπου μέσα στα ψιλά.
Τώρα όσο για την ιστορία της "Εγκαταλελειμμένης κόρης", δηλαδή την ιστορία ενός ορφανού κοριτσιού στον Πειραιά που επειδή το κακοποιούν μεταμφιέζεται σε αγόρι και βρίσκει δουλειά σε ένα ζαχαροπλαστείο της Αθήνας, είναι η πρώτη ιστορία με ανθρώπινο ενδιαφέρον που δημοσιεύεται στην πρώτη καθημερινή εφημερίδα, που είναι η "Εφημερίς" του Κορομηλά. Με το είδος αυτό, την ιστορία με ανθρώπινο ενδιαφέρον, οι εφημερίδες κατόρθωσαν να διευρύνουν το κοινό τους, πέρα από τις όποιες πολιτικές ή κομματικές κατηγοριοποιήσεις. Είναι ειδήσεις-αφηγήσεις που στοχεύουν κυρίως στη συγκίνηση, στην περιέργεια, στο παράδοξο και προσφέρουν στους αναγνώστες την απόλαυση της ανάγνωσης. Η λέξη "γραφιάς" συνδέεται με αυτή την παράδοση».

- Για ποιο λόγο θεωρείτε το μυστηριώδες έγκλημα του Κηφισού (η δολοφονία Αθανασόπουλου) τη διασημότερη αφήγηση στον ελληνικό Τύπο; Μιλήστε μας λίγο γι’ αυτή την υπόθεση.
«Είναι η δολοφονία του εργολάβου Δημητρίου Αθανασόπουλου και ο τεμαχισμός του πτώματός του από την πεθερά του, τη σύζυγό του, τον ανηψιό του και την υπηρέτριά του στο σπίτι του στου Χαροκόπου, τον Ιανουάριο του 1931. Η κάλυψη αυτού του εγκλήματος έγινε με υποδειγματικό τρόπο από τις εφημερίδες. Μάλιστα "Καθημερινή" προειδοποιούσε τους αναγνώστες να διαβάσουν με επιφύλαξη και προσοχή τηn εξέλιξη της ιστορίας γιατί η μόνη πηγή ήταν η Αστυνομία, που μπορεί να είχε λόγους να δώσει παραπλανητικά στοιχεία. Πόσο απαραίτητο είναι αυτό σήμερα, στην εποχή του post-thuth. Και πόσο μοντέρνο για εκείνη την εποχή. Λέω ότι αυτή η υπόθεση είναι η διασημότερη αφήγηση στον ελληνικό Τύπο γιατί έγινε ποπ. Μεταγράφηκε σε άλλες ιστορίες, σε στίχους, σε τραγούδια, όπως το περίφημο ρεμπέτικο "καϋμένε Αθανασόπουλε τι σούμελλε να πάθεις, από κακούργα πεθερά τα νιάτα σου να χάσεις"».

- Ξεχωρίστε μας μια – δυο ακόμα αφηγήσεις που τις θεωρείτε κορυφαίες στον ελληνικό Αιώνα των Εφημερίδων;
«Είναι παρά πολλές. Ακόμη και η ιστορία του νερού του Καματερού είναι μια συναρπαστική αφήγηση - και ακόμη μια απόδειξη για το πώς ο Τύπος μπορεί να θυσιάσει την αλήθεια για κάτι που πουλάει πρόσκαιρα».
- Δημοσιογραφική αφήγηση ή είδηση; Τι είναι πιο σημαντικό στο «λειτούργημα» του Δημοσιογράφου;
«Και τα δύο. Από την είδηση, κυρίως την λεγόμενη σκληρή είδηση παίρνουμε τις απαραίτητες και αναγκαίες γνώσεις που είναι καθοριστικές για τη ζωή μας, την καθημερινότητά μας, τον προγραμματισμό μας κ.λπ. Οι αφηγήσεις τοποθετούνται κυρίως στην περιοχή μετά-την-σκληρή-είδηση. Είναι ανθρώπινες ιστορίες, πορτρέτα ανθρώπων, περιγραφή κοινωνικών συνθηκών κ.λπ.»
- Τύπος τελικά και Διαπλοκή είναι κακώς συνδεδεμένα, κατά τη γνώμη σας, τόσο έντονα στη χώρα μας, ιδιαίτερα από την παρούσα κυβέρνηση; Στο βιβλίο σας αισθάνεστε την ανάγκη να επιχειρηματολογήσετε για το αντίθετο;
«Για μένα η Διαπλοκή είναι ένα ιδεολόγημα, μια καραμέλα που χρησιμοποιείται από όλον τον πολιτικό κόσμο για να φορτώσουν στον Τύπο τα δεινά της χώρας. Για όλα φταίνε οι εφημερίδες, οι δημοσιογράφοι κ.λπ. που τα παίρνουν από παντού, που εκβιάζουν και άλλα τέτοια. Ολη αυτή η φιλολογία έχει οδηγήσει στην απαξίωση του Τύπου. Το παράδοξο είναι ότι έχει απαξιωθεί ο λεγόμενος επαγγελματικός Τύπος, τα legacy media, ενώ ταυτόχρονα στην ενημέρωση αλωνίζει ένας δημοσιογραφικός υπόκοσμος-με ή χωρίς (συνήθως με )πολιτική στήριξη. Δεν είμαι αφελής να πιστεύω ότι δεν υπάρχει σχέση ανάμεσα στον Τύπο και στο πολιτικό σύστημα-και πού δεν υπάρχει; Αλλά η ελληνικής κοπής διαπλοκή μπορεί να διαβαστεί ως διαστροφή που καλύπτει το έλλειμμα και τις παραλήψεις της πολιτικής. Δεν φταίνε τα Μέσα που επί τόσα χρόνια παρέμενε αρρύθμιστο το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο. Η Διαπλοκή ως εργαλείο ανάλυσης του μεντιακού τοπίου έχει απλωθεί παντού οδηγώντας σε απίθανες παραμορφώσεις για τις οποίες κανείς δεν διαμαρτύρεται. Διαβάζω, ας πούμε, σε ακαδημαϊκές εργασίες ότι τα ελληνικά μέσα ποτέ δεν ήταν βιώσιμα κι είχαν ανάγκη από το δεκανίκι της πολιτικής. Υπάρχει μεγαλύτερο ψέμα απ’ αυτό; Δεν ήταν κερδοφόρο το συγκρότημα Μπότση; Τα συγκροτήματα του Τερζόπουλου και του Θεοφανίδη; Το συγκρότημα Βλάχου, ιδιαίτερα στην εποχή των Εικόνων και της Μεσημβρινής; Το συγκρότημα Λαμπράκη σε αρκετές περιόδους της αιωνόβιας ιστορίας του; Από πού έβγαιναν τα μπόνους και ο 14ος μισθός που έδινε ο Λαμπράκης στην δεκαετία του ’80;»

- Ο ελληνικός Τύπος συνδέθηκε περισσότερο με την προπαγάνδα ή τη λαϊκή λογοτεχνία κατά τη γνώμη σας;
«Δεν υπάρχουν απολυτότητες πάνω σ’ αυτό. Ο Τύπος είναι ένας ζωντανός οργανισμός που κινείται μέσα σ’ ένα γενικότερο πολιτικό, κοινωνικό και ανθρωπολογικό περιβάλλον. Στην διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά όλος ο Τύπος υπηρέτησε δια της βίας την προπαγάνδα του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου. Τα δύο βασικά μαζικά μέσα ενημέρωσης στη χώρα μας αναπτύχθηκαν από τις δικτατορίες. Το ραδιόφωνο από το Μεταξά και η τηλεόραση από την 21η Απριλίου. Δεν μπορούμε αυτά να τα αγνοούμε. Και σήμερα μεγάλο μέρος του Τύπου – και δεν αναφέρομαι στα όργανα -, πολλές ιστοσελίδες εξυπηρετούν την προπαγάνδα της κυβέρνησης, ακόμη και στο επίπεδο της χρήσης της γλώσσας».

- Στο βιβλίο δεν διστάζετε να «τα βάζετε» με μελέτες – θεσμούς όπως την Ιστορία του Ελληνικού Τύπου του Μάγερ. Γιατί κατά τη γνώμη σας υπάρχει κενό στην μελέτη της ιστορίας του ελληνικού Τύπου;
«Η ιστορία του Ελληνικού Τύπου του Μάγερ ανήκει σε μια εποχή. Είναι μια χρήσιμη συγκέντρωση πληροφοριών, πολλές από τις οποίες τελικά είναι ανέλεγκτες. Σήμερα έχουμε ανάγκη από επιστημονικές ιστορίες, που να υπακούουν σε κριτήρια μεθόδου και κυρίως σε κριτήρια διεπιστημονικής προσέγγισης. Δεν μπορούμε να μείνουμε στο Μάγερ. Το κενό στη μελέτη της ιστορίας του ελληνικού Τύπου οφείλεται στο ότι όσοι ασχολήθηκαν μαζί του τον είδαν περισσότερο σαν κομμάτι της πολιτικής ιστορίας. Τι κόμμα υποστήριξε η μία ή η άλλη εφημερίδα. Ετσι χάθηκε η μεγάλη εικόνα του Τύπου, αυτού που έχει σχέση με την παραγωγή περιεχομένου, την αφήγηση, την γνώση, την τεχνολογία».
- Τι είναι αυτό, κατά τη γνώμη σας, που οδηγεί σήμερα στην κατάρρευση ενός κραταιού συγκροτήματος όπως ο ΔΟΛ με τον οποίο ταυτίσατε ένα μεγάλο μέρος της δημοσιογραφικής σας καριέρας; Ο σύνδεσμος με τη Διαπλοκή όπως ισχυρίζονται φωνές από τη μια πλευρά ή ένα σχέδιο εξόντωσης των «αντιφρονούντων» όπως διατείνονται φωνές από την άλλη;
«Δεν είναι ώρα να μιλήσουμε για την κρίση του ΔΟΛ. Σίγουρα θα έρθει η στιγμή που θα αναζητηθούν τα αίτια της κρίσης και θα αποδοθούν οι ευθύνες. Η αλήθεια είναι ότι η παρούσα κυβέρνηση στοχοποίησε τον ΔΟΛ. Αλλά το πρόβλημα του ΔΟΛ είναι πολύ πιο σύνθετο και μπορεί να έχει σχέση με το πώς μια παλιά επιχείρηση μπορεί να προσαρμόζεται γρήγορα και με ευελιξία στα νέα δεδομένα της τεχνολογίας και των Μέσων».

- Ποιες κατά τη γνώμη σας θα είναι οι συνέπειες στο χώρο της δημοσιογραφίας αλλά και γενικότερα από το ενδεχόμενο λουκέτου του ιστορικού συγκροτήματος του ΔΟΛ;
«Θα είναι ένα τεράστιο πλήγμα στην πολυφωνία και στην δημοσιογραφική κουλτούρα. Ο ΔΟΛ είναι φορέας και όχημα μιας δημοσιογραφικής κουλτούρας ενός αιώνα, που έδωσε σχήμα στον ελληνικό 20όν αιώνα. Το βάρος του σε θέματα πολιτισμού, τέχνης, θεσμών είναι τεράστιο».
- Παρατηρείτε έναν «απολυταρχισμό» της κυβέρνησης κι ένα σχέδιο απαξίωσης, εκφοβισμού κι υποταγής της αντίθετης γνώμης –με χαρακτηριστικά παραδείγματα τις συλλήψεις συντελεστών των Παραπολιτικών και της δίκης Πετρουλάκη;
«Ναι, έχετε δίκιο σ’ αυτό. Αλλά, τελικά δεν "της βγαίνει", όπως έδειξε η τεράστια ήττα της στο θέμα των τηλεοπτικών άδειων. Ένα φιάσκο ολκής, που δεν κρύβει όμως τον διακηρυγμένο στόχο για έλεγχο».

- Σε ποια εποχή δημοσιογραφίας οδηγούμαστε κατά τη γνώμη σας; Θα μπορέσει να γίνει το Διαδίκτυο ένας ισότιμος «συνεχιστής» της Εφημερίδας;
«Κοιτάξτε, ζούμε σε υβριδική κουλτούρα. Διαβάζουμε τις σκληρές ειδήσεις στο τάμπλετ ή στο σμαρτφον αλλά διαβάζουμε και στο χαρτί. Υπάρχουν ειδησεογραφικά σάϊτ διεθνώς - που δεν είναι τα σάϊτ των εφημερίδων - τα οποία είναι πληρέστατα, έγκυρα, επαρκέστατα».
- Πως βλέπετε το επάγγελμα του δημοσιογράφου να διαμορφώνεται τα επόμενα χρόνια στη χώρα μας;
«Ενώ διεθνώς μπορούμε να μιλάμε για μια νέα εποχή στο επάγγελμα του δημοσιογράφου, μια εποχή άνθησης, στην Ελλάδα τα πράγματα δεν είναι έτσι. Παρακολουθούμε τώρα την κατάρρευση του επαγγέλματος του δημοσιογράφου έτσι όπως το γνωρίζαμε παραδοσιακά. Απώλεια θέσεων εργασίας, κατάρρευση των ασφαλιστικών οργανισμών, κρίση αξιοπιστίας της ΕΣΗΕΑ και αδυναμίας της να διαχειριστεί την καταιγίδα. Μη ξεχνάμε ότι επί χρόνια η ΕΣΗΕΑ θεωρούσε την κρίση στα Μέσα μνημονειακή, θέλοντας να καλύψει την αδυναμία της να δεί τα πραγματικά αίτια της κρίσης, που είναι κρίση της τεχνολογίας και τέλους των παραδοσιακών επιχειρηματικών μοντέλων».

- Υπάρχουν σήμερα κατά τη γνώμη σας σοβαρές εκδοτικές προσπάθειες στο χώρο του Τύπου;
«Αυτό είναι το μεγάλο μας πρόβλημα. Μέχρι στιγμής δεν έχουμε δεί σοβαρές επιχειρηματικές πρωτοβουλίες , με σοβαρές επενδύσεις στην ανάπτυξη των νέων μέσων, στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας κ.λπ. Νομίζω ότι η απουσία σοβαρών επιχειρηματιών που θα επενδύσουν στα μέσα έχει σχέση και με το γενικότερο κλίμα απαξίωσης των μέσων και της δημοσιογραφίας, το οποίο περιγράψαμε»
- Κύριε Μπακουνάκη, θα εξακολουθήσει να υπάρχει η δημοσιογραφική αφήγηση τον 21ο αιώνα; Η θα χαθεί με το πέρασμα και εν τέλει την κυριαρχία των «σκληρών» ειδήσεων στο Διαδίκτυο;
«Φυσικά θα υπάρχει. Ερευνες έδειξαν ότι και στο διαδίκτυο διαβάζουμε μεγάλες ιστορίες, τις λεγόμενες long form, πάνω από 1000 λέξεις. Δεν ισχύουν πλέον αυτά που λέγαμε πρίν από μερικά χρόνια ότι στο διαδίκτυο διαβάζουμε σύντομα κείμενα, μερικές λέξεις. Ετσι εξηγείται η επιτυχία σάϊτ , όπως το Narratively, που δημοσιεύουν μόνο μεγάλες φόρμες, πολυμεσικές ή μη».
Ο Νίκος Μπακουνάκης είναι Καθηγητής Πρακτικής της Δημοσιογραφίας και Τεχνικών Αφήγησης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Δημοσιογράφος.

Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr