
Ο εκδοτικός οργανισμός Gale Research ζήτησε να γραφτεί η αυτοβιογραφία του Aντώνη Σαμαράκη, για τη σειρά Βιογραφίες σύγχρονων συγγραφέων. Eκδόθηκε στις Hνωμένες Πολιτείες και στην Aγγλία το 1992, σε μετάφραση του καθηγητή της συγκριτικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Nέας Oρλεάνης Άντριου Χόρτον και της Πέννυς Aποστολίδη. Tον Oκτώβριο του 1992 δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα Eλευθεροτυπία. Το Λάθος, το Σήμα Κινδύνου, το Διαβατήριο, είναι από τα εμβληματικά βιβλία ενός συγγραφέα που συντροφεύει τις ζωές των Ελλήνων από τα παιδικά τους χρόνια.

"Λυπάμαι", γράφει αρχίζοντας την αφήγησή του, "που για λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή μου η αυτοβιογραφία μου δεν περιλαμβάνει ένα σημαντικό κρίσιμο θα έλεγα, γεγονός της ζωής μου: τον θάνατό μου". Ο Σαμαράκης ήταν γνωστός για την πραότητα και το χιούμορ του. «Ένας ωραίος απροσκύνητος θάνατος», γράφει, «δίνει επιτέλους μια άλλη διάσταση σε μια ζωή που ναι μεν κύλησε και με μερικές καλές στιγμές που τιμούν την ανθρώπινη περίπτωση, αλλά και με πολλές δυστυχώς στιγμές-ρήγματα στην ακεραιότητά μας, στην αντίστασή μας στις εξουσίες του κόσμου τούτου και στην αδερφοσύνη μας με τον άλλον, αξίες που μόνο αυτές δικαιώνουν το σύντομο πέρασμά μας στη γη».

“H ζωή είναι για να δημιουργούμε εμείς οι ίδιοι τη ροή της, όσο μπορούμε να έχουμε την πρωτοβουλία των κινήσεων και να μην παραδινόμαστε σε ξένες προς εμάς δυνάμεις. Aντί να ιστορούμε τα πεπραγμένα μας, ας γευόμαστε την κάθε στιγμή με την ένταση που είχαμε παιδιά, πρωτοτάξιδα στην εγκόσμια περιπέτεια, έκθαμβα μεν, αθώα δε για το μελαγχολικό συχνά πανόραμα που θα αντικρίζαμε αργότερα. Aν συναρμολογούμε την αυτοβιογραφία μας σε μερικές ψυχρές σελίδες, ηχεί ως προμήνυμα προαναγγελθέντος θανάτου, φυσικού αλλά και πνευματικού και ψυχικού” γράφει ο Σαμαράκης και συνεχίζει: “Γλίστρησα όμως κι εγώ σ' αυτή την παγίδα. H μόνη ελπίδα μου είναι ότι μέσα από τα συμβάντα της πορείας μου ιχνογραφούνται, τολμώ να πω, και τα βάσανα και οι αγώνες του τόπου μας σε μια ταραγμένη εποχή. Tότε που είχαμε όραμα για μια Eλλάδα με κοινωνική δικαιοσύνη, στοργή και τρυφερότητα για όλα τα παιδιά της. Tότε που πυρπολούσε την ψυχή μας ο λόγος του ποιητή: «Να είστε η άμμος και όχι το λάδι στα γρανάζια του κόσμου».
Από την αυτοβιογραφία του αποθησαυρίζουμε τα παρακάτω αποσπάσματα:
1929
Παιδί του μεσοπολέμου, γεννημένος στο ταραγμένο διάλειμμα μεταξύ των δυο παγκοσμίων συρράξεων ξεκίνησα τα πρώτα μου βήματα μ΄ ένα σοφό δάσκαλο στο πλάι μου: το δρόμο. Ναι, ο δρόμος, οι δρόμοι της Αθήνας στη γειτονιά μου και στις άλλες γειτονιές, οι δρόμοι αυτοί μ΄έμαθαν πολύ περισσότερα και κυρίως πολύ βαθύτερα πράγματα για τη ζωή από ό,τι με δίδαξαν τα σχολεία στα οποία πήγα και το Πανεπιστήμιο.
Η Αθήνα τότε που ήμουνα παιδί δεν ήταν η πολύβουη μεγαλούπολη των τεσσάρων εκατομμυρίων σήμερα. Στα μέτρα του ανθρώπου ήταν η Αθήνα, πρωτεύουσα μεν της Ελλάδας αλλά φιλική, εγκάρδια, με λιγοστά αυτοκίνητα. Έτσι, οι κυρίαρχοι στους δρόμους ήμαστε εμείς τα παιδιά.

1936
Όταν τελείωσα το σχολείο, και προσλήφθηκα στο Υπουργείο εργασίας, ένα πρωί πηγαίνοντας, το πρωί της 4ης Αυγούστου 1936, όταν βγήκα από το σπίτι μου, είδα στις γωνίες των δρόμων στρατιώτες με εφ’ όπλου λόγχη και τεθωρακισμένα. Δε ρώτησα τι συμβαίνει, κατάλαβα ότι έχει γίνει στρατιωτικό πραξικόπημα, από μικρός ήμουν συνηθισμένος στο ίδιο θέαμα, κάθε τόσο κάποιος στρατηγός ή συνταγματάρχης έκανε κίνημα για να πάρει την εξουσία, χρησιμοποιούσε τα στρατευμένα παιδιά που είχε πάρει η πατρίδα για δικούς του σκοπούς. Αγόρευε τον εαυτούλη του «Σωτήρα της Ελλάδος». Οπότε, με όλα τούτα τα αλληλοδιάδοχα στρατιωτικά κινήματα, το ερώτημα ήταν «ποιος θα σώσει την Ελλάδα από τους Σωτήρες της;»
1941
Το πρωί της 27ης Απριλίου 1941, στην οδό Πατησίων στο ύψος της πλατείας Κολιάτσου κοντά στο σπίτι μου, είδα με σπαραγμό ψυχής τα πρώτα ναζιστικά τμήματα να μπαίνουν στην Αθήνα μας. Βούλιαξα σε μαύρη απελπισία. Κλείστηκα, κλειδώθηκα στο σπίτι μου και επί δυο δυόμισι μήνες δεν έβγαινα έξω, δεν άντεχα να βλέπω τους ναζί στην Αθήνα.
Πότε εδώ και πότε εκεί, δούλευα όπου έβρισκα. Δουλειές του ποδαριού, ίσα ίσα να βγάζω ένα κομμάτι ψωμί. Τον χειμώνα του 1941, τον εφιαλτικό χειμώνα της μεγάλης πείνας, δούλευα ημερομίσθιος εργάτης στη λαχαναγορά της Αθήνας. Μια μέρα, στο ψευτοσυσσίτιο που παίρναμε, ήτα φασόλια σούπα και λίγες ελιές, μ΄ έναν άλλο εργάτη διαφωνήσαμε για μια και μόνη ελιά – ή εγώ ή αυτός είχαμε πάρει μια ελιά παραπάνω, από λόγο σε λόγο ήρθαμε στα χέρια, αμέσως βρεθήκαμε να παλεύουμε στο χώμα, στις λάσπες, πάει η φασολάδα χύθηκε, πάνε και οι ελιές.

1943
Όταν με τα πολλά έφυγα ζωντανός από την Ειδική Ασφάλεια, ζωντανός μεν αλλά κατατσακισμένος από το άγριο ξύλο, όταν επιτέλους έφυγα σέρνοντας τα πόδια μου, φτάνοντας στη γωνία είδα το όνομα του δρόμου. Οδός Ελπίδος. Ρίγος με συγκλόνισε. Ώστε ο δρόμος αυτός με το κολαστήριο, όπου δεν υπήρχε ελπίδα για όσους περνούσαν το κατώφλι της Ειδικής Ασφάλειας, λεγόταν Οδός Ελπίδος. Δώδεκα χρόνια αργότερα, το 1954, όταν ήταν να κάνω το ξεκίνημά μου στην αφηγηματική πεζογραφία, μια συλλογή δώδεκα διηγημάτων με επίκεντρο την αναζήτηση ελπίδας από τον μεταπολεμικό άνθρωπο, η πρώτη μου σκέψη ήταν να δώσω στη συλλογή γενικό τίτλο: Οδός Ελπίδος. Αλλά έβαλα τον τίτλο του τελευταίου διηγήματος: «Ζητείται Ελπίς».
1954
Ο Ευάγγελος Παπανούτσος, προσωπικότητα πρώτου μεγέθους, διάσημος στην Ελλάδα και το εξωτερικό, καθηγητής και διευθυντής σε παιδαγωγικές ακαδημίες, στοχαστής, φιλόσοφος, ήταν αυτός που αρθρογράφησε για τον Σαμαράκη, τον έκανε γνωστό στο βιβλιοφιλικό κοινό. Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 1954, δημοσιεύεται το άρθρο του Παπανούτσου για το Ζητείται Ελπίς. Γράφει ο Α. Σαμαράκης:
Την ίδια μέρα, το ίδιο απόγευμα, ιδού η συνέχεια: έσπασε κυριολεκτικά το τηλέφωνό μου, από ποιούς; Ε, από τους βιβλιοπώλες, εκείνους που με είχαν πριν από μερικές μέρες διώξει με τον χειρότερο τρόπο, αδιαφορώντας έστω και να ρίξουν μια ματιά στο εξώφυλλο. ....... έστι, η σταδιοδρομία του «Ζητείται Ελπίς» πήρε από τη μια στιγμή στην άλλη στροφή 180 μοιρών, τα αντίτυπα της πρώτης έκδοσης εξαντλήθηκαν πολύ σύντομα. Και το θαύμα τούτο συνέβη γιατί μια προσωπικότητα όπως ο αείμνηστος Ευάγγελος Παπανούτσος έσκυψε με συγκλονιστική αγάπη πάνω στο φτωχοτυπωμένο βιβλιαράκι, μόλις 76 σελίδες, ενός εντελώς άγνωστου πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα.

1962
Να μου επιτραπεί να σημειώσω ότι η συλλογή “Αρνούμαι” πήρε το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος το 1962. Ήταν βέβαια χαρά για μένα. Αλλά το «Αρνούμαι» μου έδωσε και μια άλλη μοναδική χαρά, την Ελενίτσα μου, τη σύντροφο της ζωής μου. Της είμαι βαθύτατα ευγνώμων για όλα όσα μου έχει προσφέρει, στάθηκε παλικάρι σε όλες τις αναποδιές που μας βρήκαν κατά καιρούς, ιδιαίτερα στα πέτρινα χρόνια, τα εφιαλτικά της χούντας 1967-74. Της είμαι βαθύτατα ευγνώμων για όλα όσα έχει αισθανθεί για μένα, έχει σκεφτεί και έχει πράξει, αλλά συγχρόνως της έχω απέραντη ευγνωμοσύνη και για κάτι άλλο εξίσου σημαντικό: όλη της τη στάση και την κίνηση συμπαράστασης και συντροφικότητας δε τις εκφράζει γλυκερά και συμβατικά αλλά εκρηκτικά, έτσι με κρατάει ζωντανό, βιολογικά, πνευματικά, ψυχικά.
1965
Στις δημοκρατίες μας όσο τέλος πάντων είναι δημοκρατίες υπεισέρχεται ο ολοκληρωτισμός. Η προσωπική ζωή, οι πράξεις μας, η καθημερινή συμπεριφορά, τα πάντα ελέγχονται από ορατά και αόρατα κέντρα παρακολούθησης. Το άτομο ολοένα και πιο συχνά, ολοένα και πιο βαθιά, μαγκώνεται στα γρανάζια σκοτεινών μηχανισμών. Έστω και αν δε μπορούμε κάθε στιγμή να εντοπίζουμε τη διείσδυση στη ζωή μας ολοκληρωτικών μικροβίων όμως το αισθανόμαστε αυτό, το διαισθανόμαστε. Έτσι, μια ατμόσφαιρα υποψίας, αμοιβαίας καχυποψίας μας τυλίγει σε δίχτυα στραγγαλιστά, ένα κλίμα ανασφάλειας μας συνθλίβει μέχρι ασφυξίας.
1970
Το 1970, μου αρνήθηκαν τη χορήγηση διαβατηρίου και απαγόρευσαν την έξοδό μου από την Ελλάδα «για σοβαρούς λόγους δημοσίας τάξεως και δημοσίου συμφέροντος». Στη γενική Ασφάλεια όπου με κάλεσαν είδα τον «φάκελό μου», δηλαδή όλα τα στοιχεία και τις πληροφορίες για μένα που συγκέντρωναν επί πολλά χρόνια οι υπηρεσίες ασφαλείας – και μάλιστα, όχι μόνο όταν στην Ελλάδα είχαμε δικτατορία, πράγμα που δυστυχώς μας προέκυψε πολλές φορές αλλά και σε καιρούς δημοκρατικής διακυβέρνησης.

Για την Κύπρο
Στην Κύπρο είναι η ψυχή μου, την οραματίζομαι ελεύθερη και δικαιωμένη στον αγώνα της. Τη σκέφτομαι πάντα με όλη μου την αγάπη, τη συγκίνηση και την τρυφερότητα. Εννέα χιλιάδες χρόνια πολιτισμού αριθμεί η Κύπρος. Ένας ελληνισμός που και μέσα στις σημερινές σκληρές ώρες δημιουργεί εμια εκπληκτική νεότητα και ανθεί.

Για τη Λογοτεχνία
Η λογοτεχνία είναι χαρά. Σκληρή βέβαια και μελαγχολική η θέα της ανθρώπινης παράνοιας και ζούγκλας, αυτήν ακριβώς την πραγματικότητα η λογοτεχνία οφείλει πιστά να εικονίζει. Μέσα όμως από τη σύγχυση και τα αντίμαχα ρεύματα της ενδόμυχης ζωής και της κοινωνικής συνοίκησης, η λογοτεχνία τείνει οπωσδήποτε στη χαρά και έχει τη δύναμη να μπολιάζει τις καρδιές με την αλλιώτικη τούτη χαρά. Και κάτι ακόμα, πολύ σημαντικό: χτίζει γέφυρες βαθύτερης επικοινωνίας με τον άλλον, τον δέκτη. Ανοίγει μαζί του διάλογο.

Ο Αντώνης Σαμαράκης έφυγε από τη ζωή το 2003, σε ηλικία 84 ετών. Σύμφωνα με επιθυμία του, το σώμα του δωρήθηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών για έρευνες των φοιτητώv της Ιατρικής. Δική του ιδέα ήταν η δημιουργία της Βουλής των Εφήβων, που οδήγησε στη διοργάνωση άτυπων συνεδριάσεων της Βουλής, όπου δίνεται ο λόγος σε νέους από όλη τη χώρα.
Πρόκειται για έναν από τους περισσότερο μεταφρασμένους Έλληνες πεζογράφους, καθώς τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 30 γλώσσες. Χαρακτηριζόταν από την αγάπη του για τους νέους και εργάσθηκε ως εμπειρογνώμων της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας των Ηνωμένων Εθνών σε πολλές χώρες για κοινωνικά θέματα και το 1989 ανακηρύχθηκε Πρεσβευτής Καλής Θέλησης της UNICEF για τα παιδιά του κόσμου.
Η αυτοβιογραφία του κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr