
Ηταν η γενιά που ζούσε στη γειτονιά. Δεν υπήρχε διαδίκτυο και κοινωνικά δίκτυα για γνωριμίες ή κατεβάσματα ταινιών και μουσικών. ΄Ηταν η γενιά που περίμενες έξω από το δισκάδικο να πάρεις πρώτος το λευκό άλμπουμ των Beatles ή το Περιβόλι του τρελού του Σαββόπουλου. Κι έπρεπε να πας στα σαββατιάτικα πάρτυ για να ερωτευτείς .
Η νοσταλγία για μια αθώα εποχή, την εποχή της μετά - εφηβείας, γέννησε τις «Ιστορίες από το Μετς». Τις έγραψε (και τις έζησε σχεδόν όλες) ο Γιάννης Ν. Μπασκόζος, δημοσιογράφος και διευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού www.oanagnostis.gr. Οι «Ιστορίες από το Μετς» - που ήρθαν μετά τα «ΜΕΖ» και «Ποιοι ακούν ακόμα τζαζ» - περιλαμβάνουν δεκατέσσερα διηγήματα που «ωρίμασαν για να εκδοθούν» όπως μας λέει ο συγγραφέας τους. Και μας έδωσαν την αφορμή για μια κουβέντα με πολλούς άξονες: Τη «φιλαναγνωσία» ή μη του ΄Ελληνα, την κρίση στο χώρο του βιβλίου, για τον Χέμινγουαιη και τον Παπαδιαμάντη που ήταν και συγγραφείς και δημοσιογράφοι, για το τι κάνει ένα βιβλίο επιτυχημένο και τόσα άλλα.

- Γιατί αποφασίσατε να γράψετε τις «Ιστορίες από το Μετς» (εκδόσεις Κέδρος). Τι ήταν αυτό που σας κινητοποίησε στη συγγραφή αυτού του βιβλίου;
«Θα μπορούσε να πει κανείς πως σε πρώτη ανάγνωση είναι η νοσταλγία για μια αθώα εποχή, αυτής της μετα-εφηβείας. Περισσότερο ήθελα να προβάλλω, για να παραφράσω τον Φίλιπ Ροθ, αναμνήσεις γεγονότων και φανταστικών απεικονίσεων άλλων γεγονότων που θα ήθελα να μπορούν να συμβούν και σήμερα».
- Τι περιλαμβάνουν αυτά τα δεκατέσσερα διηγήματα; Γιατί αναφέρεστε «σε μια ιστορία ενηλικίωσης στο Μετς»;
«Η γενιά μου ζούσε μέσα από τις παρέες. Ο κινηματογράφος, η μουσική, τα κορίτσια βρίσκονταν "εκεί έξω", στη γειτονιά. Δεν υπήρχε διαδίκτυο και κοινωνικά δίκτυα για γνωριμίες ή κατεβάσματα ταινιών και μουσικών. Περίμενες έξω από το δισκάδικο να πάρεις πρώτος το λευκό άλμπουμ των Beatles ή το Περιβόλι του τρελού του Σαββόπουλου. Έπρεπε να πας στα σαββατιάτικα πάρτυ για να ερωτευτείς. Αγαπήσαμε την πολιτική, κυρίως το «αντί- σύστημα», το ροκ, τον Ντοστογιέφσκι και τον Τσίρκα, τους χίπις και τους περίεργους. Όλα ταίριαζαν. Μετά ήρθε η μεταπολίτευση, οι πολιτικές οργανώσεις και τα έβαλαν όλα σε μια σειρά. Κάπου εκεί χάθηκε το παιχνίδι. Θα μου πείτε το ίδιο δεν συμβαίνει σε κάθε γενιά τηρουμένων των αναλογιών; Σίγουρα. Ποτέ όμως δεν χάνεις να υπογραμμίζεις τις διαφορές».
- Μετά το «ΜΕΖ» και το «Ποιοι ακούν ακόμα τζαζ» σε τι διαφοροποιείται αυτή η νέα συλλογή διηγημάτων; Πιστεύετε ότι σας πάει «ένα βήμα μπροστά» και γιατί;
«Δεν ξέρω αν πηγαίνω ένα βήμα μπροστά. Αυτό θα το πουν οι αναγνώστες και οι κριτικοί. Όμως οι ιστορίες του Μετς, άλλες αληθινές και άλλες φανταστικές, τριγύριζαν χρόνια στο μυαλό μου. Θεωρώ ότι ωρίμασαν για να εκδοθούν».
- Μπορεί ένας καλός δημοσιογράφος και κριτικός βιβλίου να είναι κι ένας καλός συγγραφέας πιστεύετε;
«Υπάρχουν τέτοιες περιπτώσεις ιστορικά. Ο Χέμινγουαιη ή ο δικός μας ο Παπαδιαμάντης βιοπορίζονταν από τη δημοσιογραφία και αυτό δεν τους εμπόδισε να είναι μεγάλοι και επιδραστικοί λογοτέχνες. Όσον αφορά εμένα προς το παρόν νομίζω ότι παραμένω πιο πολύ δημοσιογράφος».
- Ποιο είναι κατά τη γνώμη σας το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική αγορά βιβλίου;
«Η αγορά βρίσκεται στη δίνη της κρίσης. Οι έλληνες εκδότες και βιβλιοπώλες πλήττονται από τη μεγάλη φορολογία, την κατάργηση της Ενιαίας Τιμής Βιβλίου, την αδύναμη κατανάλωση που οφείλεται στην παρατεταμένη ύφεση στη χώρα. Και την αδιαφορία των επίσημων θεσμών».
- Τι δείχνουν οι έρευνες σε σχέση με το βαθμό «φιλαναγνωσίας» του Έλληνα; Είμαστε ένας λαός που αγαπά ή όχι το βιβλίο; Κι αν ισχύει το δεύτερο, ποια θα μπορούσε να ήταν η «γιατρειά»;
«Δυστυχώς οι έρευνες φιλαναγνωσίας σταμάτησαν και δεν έχουμε πλήρη στοιχεία για το πόσοι διαβάζουν και κυρίως τι διαβάζουν. Είχαν γίνει δύο έρευνες από το ΕΚΕΒΙ το 2005 και το 2010 αλλά δεν έγινε κατορθωτό να συνεχιστούν. Το ΕΚΕΒΙ έκλεισε και ο Αναγνώστης που ζήτησε βοήθεια από μεγάλο ιδιωτικό Ίδρυμα - που μοιράζει αφειδώς χορηγίες - για να συνεχίσει αυτή την προσπάθεια "βρήκε" τοίχο. Οι δύο αυτές παλιότερες έρευνες έδειχναν ένα χαμηλό ποσοστό σταθερών αναγνωστών, γύρω στο 8%. Φαίνεται ότι τελικά στην Ελλάδα οι τακτικοί αναγνώστες ήταν πάντα λίγοι. Η τάση αυτή θα αναστραφεί μόνον αν η φιλαναγνωσία μπει στα σχολεία και στα media. Έγινε ένα μικρό βήμα κάποτε αλλά σταμάτησε. Απογοήτευση».
- Τι είναι αυτό που κάνει ένα βιβλίο επιτυχημένο; Οι πωλήσεις ή όχι μόνο;
«Ένα βιβλίο μπορεί να θεωρηθεί επιτυχημένο για πολλούς λόγους. Κατά τη γνώμη μου οι πωλήσεις δεν αντιπροσωπεύουν τίποτα ιδιαίτερο για το βιβλίο, είναι ένα πρόσκαιρο επικαιρικό στοιχείο. Θα επικαλεστώ τον Ίταλο Καλβίνο που θεωρούσε πως ένα βιβλίο έχει αξία, γίνεται κλασικό δηλαδή, όταν στο διάβα του χρόνου δεν έχει πάψει ποτέ να λέει αυτά που θέλει να πει».
- Πείτε μας ένα ελληνικό κι ένα ξένο βιβλίο που διαβάσατε τελευταίως και σας άρεσε πολύ - και γιατί.
«Το μυθιστόρημα της Μαίρυλιν Ρόμπερτσον "Ρουθ" (Μεταίχμιο) που αν και παλιότερο κυκλοφόρησε πρόσφατα. Δύο κορίτσια στη βαθιά Αμερική καταφέρνουν να ζουν ευτυχισμένα μόνον με τον εαυτό τους. Γύρω βασιλεύει η σιωπή, τα δυο κορίτσια δεν τολμούν να εκφράσουν τι σκέφτονται, δεν ξέρουν καν αν σκέφτονται, ζουν "σαν αποκλεισμένοι επιζήσαντες μιας χαμένης συντεχνίας στην απόλαυση". Αριστούργημα σε πολύ ωραία μετάφραση της Κατερίνας Σχινά. Και ελληνικό «Στον φεγγίτη του μυαλού του Μιχαήλ Μητσάκη», μυθιστορηματική βιογραφία του μεγάλου και ξεχασμένου αυτού συγγραφέα μας από τον μελετητή του Κώστα Ξ. Γιαννόπουλο (εκδόσεις Λέμβος). Κυρίως γιατί φέρνει πάλι στην επικαιρότητα τη δυναμική των έργων του, την αιώνια λιακάδα αυτού του ξεχωριστού μυαλού».
Ποιος είναι ο Γιάννης Ν. Μπασκόζος
Ο Γιάννης Ν. Μπασκόζος γεννήθηκε το 1952 στην Αθήνα. Σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ασχολήθηκε με τη θεωρία πολιτισμού. Εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή στον Τομέα Ανθρωπιστικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών με καθηγητή τον Μ.Γ. Μερακλή. Για πολλά χρόνια υπήρξε συνεργάτης της οικονομικής εφημερίδας "Εξπρές" και του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη, αρχικά στο περιοδικό "Οικονομικός Ταχυδρόμος" και αργότερα στην έντυπη και ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας "Το Βήμα", έχοντας διατελέσει, μεταξύ άλλων, υπεύθυνος για το ένθετο "Βήμα Ιδεών" και συνεργάτης στο "Βήμα Βιβλία". Παράλληλα, διαδέχθηκε τον Ηρακλή Παπαλέξη στη διεύθυνση του περιοδικού "Διαβάζω", από το 2006 έως τη διακοπή της κυκλοφορίας του, τον Ιούνιο του 2012, ενώ διετέλεσε αρχισυντάκτης του αγγλόφωνου περιοδικού "Hellenic Quarterly". Το 2013 δημιούργησε και έκτοτε διευθύνει το ηλεκτρονικό περιοδικό για το βιβλίο "Ο Αναγνώστης" (www.oanagnostis.gr). Συνεργασίες και άρθρα του έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά:"Διαβάζω", "Ο Αναγνώστης", "Ithaca", "Αντί", "Πολίτης", "Ιχνευτής", "Η Άλως", "Επιστημονική Σκέψη", "Πανδώρα", "Γραφή" (Λάρισα), "Ρόπτρον" (Βόλος) και άλλα. Έχει εκδώσει τις συλλογές διηγημάτων "ΜΕΖ" (Καστανιώτης, 2005) και "Ποιοι ακούνε ακόμα τζαζ;" (Κέδρος, 2011), την πολιτιστική μελέτη "Τα περιττά και τα ουσιώδη, πολιτιστικές τάσεις στη μεταπολίτευση" (Δελφίνι, 1996) και έχει επιμεληθεί τους συλλογικούς τόμους "Η πολιτική οικονομία της παγκοσμιοποίησης", σε συνεργασία με τον καθηγητή Κώστα Λαπαβίτσα, (Παπαζήσης, 2004), και "Περί ζώων: με λογική και συναίσθημα", σε συνεργασία με την καθηγήτρια Άννα Λυδάκη (Ψυχογιός, 2011).
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr