X

Ο Μένης Κουμανταρέας δεν είναι πια εδώ

...Κι η απώλειά του μας κάνει να κλαίμε. Ποιος ήταν ο σπουδαίος συγγραφέας και πεζόγραφος, που βρέθηκε άγρια δολοφονημένος στο σπίτι του τα ξημερώματα

Ο ήρωας του πιο πρόσφατου, ιδιαιτέρως εξομολογητικού και πλέον -αμετάκλητα- τελευταίου έργου του αναφέρει: «Στην παιδική και πρώτη εφηβική ηλικία υπήρχε μια συνέχεια και συνέπεια στα αισθήματα και στη ζωή μου. Κάποιος θεός με προστάτευε και δεν μ' άφηνε να κλυδωνίζομαι. Ομως ό,τι δημιουργικό έκανα, αν έκανα κάτι στη ζωή μου, είναι εξαιτίας αυτής της τραμπάλας. Πότε στα Ουράνια και πότε στα Τάρταρα. Πότε γράφω και παίζω μουσική καλύτερα; Μετά από ασωτίες, ντράβαλα και απιστίες. Λες και αυτά να είναι προϋποθέσεις για ανάταση ψυχής και δημιουργία. Κακούργα τέχνη!».

Η τέχνη σε αυτόν βρήκε έναν δημιουργικό, τολμηρό εραστή, ο οποίος δεν το έβαζε κάτω, συνέχιζε να εκδίδει έργα φλογερά, ολοζώντανα, ατμοσφαιρικά ακόμα και μετά τα 80 του. Η ζωή όμως στάθηκε πραγματικά κακούργα. Την ώρα που το τελευταίο του μυθιστόρημα κοσμεί τις βιτρίνες των περισσότερων βιβλιοπωλείων, ο Μένης Κουμανταρέας δεν είναι πια εδώ...

Πεζογράφος και συγγραφέας έργων όπως «Η Φανέλα με το νούμερο εννιά» (που έγινε και ταινία με τον Στράτο Τζώρτζογλου), «Βιοτεχνία υαλικών», «Κυρία Κούλα», «Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω», και «Δύο φορές Έλληνας» (που του χάρισε το 2002 για 2η φορά το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος) βρέθηκε νεκρός τα ξημερώματα στο σπίτι του στην Κυψέλη. Η ζωή φάνηκε πραγματικά κακούργα, όπως και στην περίπτωση του τέλους άλλου ενός σπουδαίου Ελληνα συγγραφέα του Κώστα Ταχτσή.

Το έργο της ζωής του

Αθηναίος γέννημα θρέμμα, γεννήθηκε το 1931 και το 1949 αποφοίτησε από το Πρότυπο Λύκειο Αθηνών. Εκείνη την εποχή έζησε για έξι μήνες κοντά στον αδερφό του πατέρα του στο Λονδίνο, όπου ήρθε σε επαφή με μια διαφορετική κουλτούρα. Σπούδασε νομικά και φιλολογία κι ύστερα εργάστηκε για 20 χρόνια ως υπάλληλος ναυτιλιακών και ασφαλιστικών εταιρειών.

Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε πρώτη φορά το 1962 με την έκδοση της συλλογής διηγημάτων «Τα μηχανάκια». Ακολούθησαν πολλές δημοσιεύσεις του σε λογοτεχνικά περιοδικά, καθώς και συμμετοχή του σε αντιστασιακή έκδοση 18 κειμένων κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Οδηγήθηκε, μάλιστα, τέσσερις φορές σε δίκη για το έργο του «Το αρμένισμα» (το οποίο τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο διηγήματος το 1967). Ακόμα ένα βραβείο (το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος) ήρθε το 1975 για τη «Βιοτεχνία υαλικών».

Ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, από το 1982 ως το 1986 ήταν και μέλος του Δ.Σ. της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Εργα του έχουν μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες όπως αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά.

Τελευταίο βιβλίο για την απώλεια

Αριστοτέχνης της αφήγησης και της δημιουργίας ατμόσφαιρας και συγγραφέας βιωματικός, τόλμησε να εκθέσει τα εσώψυχά του στο φως, κάτι που γίνεται ιδιαίτερα έντονο στο τελευταίο βιβλίο του («Θησαυρός του χρόνου»), στο οποίο ο ήρωας αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο μια διπλή ζωή (αστική με τη γυναίκα του τη μέρα – ηδονική με ομόφυλους του τις νύχτες).

Κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας (που μιλά για άντρες, γυναίκες, για τον Θεό, τον θάνατο και την απώλεια) είναι και η σύζυγος του αφηγητή, Λιλή -όπως λεγόταν και στην πραγματικότητά η σύζυγός του, η οποία έφυγε από τη ζωή το 2010. Σε αυτήν είναι αφιερωμένο το βιβλίο, που η ίδια δεν πρόλαβε να διαβάσει.

Η εξομολογητική διάθεση είναι έντονη στον ήρωά του, που σε κάποιο σημείο της αφήγησης, αναφέρει: «Υπάρχει μια σκιερή πλευρά στις σχέσεις μας. Ενας ίσκιος που αφήνει ανεξίτηλα το δακτυλικό αποτύπωμα στα έργα της ζωής μας και που το καλύτερο λαγωνικό της αστυνομίας αδυνατεί να εξιχνιάσει. Είναι εγκλήματα που έχω διαπράξει, έργω ή διανοία, όπως λέει και η Εκκλησία, τα οποία οι πιο στενοί μου άνθρωποι αγνοούν...».

Το βαρύτερο έγκλημα τελικά συνετελέσθη στην πραγματική ζωή, επιβεβαιώνοντας τους φόβους που είχε εξομολογηθεί σε προ διετίας συνέντευξη στην Ελλη Στάη. Kι ο ίδιος δεν ήταν ο θύτης αλλά το θύμα του.