Σαν σήμερα, στις 27 Ιανουαρίου 1948, γεννιέται ο μεγαλύτερος εν ζωή χορευτής, ο Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ. Η μυθική ζωή, η λάμψη του σταρ, η μυθιστορηματική απόδρασή του στην Αμερική και η απέχθειά του για το καθεστώς της Ρωσίας τον συνοδεύουν όλα τα χρόνια της πλούσιας καριέρας του. Ο ξανθός και γαλανομάτης «θεός του χορού» γεννήθηκε στη Ρίγα της Λετονίας και ξεκίνησε τις σπουδές μπαλέτου σε ηλικία 9 ετών. Η μητέρα του ήταν αυτή που τον παρότρυνε να ασχοληθεί με το χορό την οποία αποχωρίστηκε νωρίς αφού αυτοκτόνησε όταν ο μικρός Μίσα ήταν δώδεκα ετών.
Στα 15 του ο Μπαρίσνικοφ μεταγράφηκε στην σχολή μπαλέτου Βαγκάνοβα, μετακομίζοντας στο Λένινγκραντ, όπου μαθήτευσε δίπλα στον θρυλικό δάσκαλο Αλεξάντερ Πούσκιν, μέντορα πολλών αστέρων των Μπαλέτων Κίροφ. Ο μεγάλος δάσκαλος και η γυναίκα του πήραν τον Μπαρίσνικοφ υπό την προστασία τους, φιλοξενώντας τον μάλιστα στο σπίτι τους, όπως είχαν κάνει νωρίτερα και για τον νεαρό Νουρέγεφ. Σύντομα η προτίμηση του Πούσκιν αποδείχτηκε εύλογη. Ο Μπαρίσνικοφ διακρίθηκε αμέσως και τα πρώτα κιόλας χρόνια του στη σχολή κέρδισε το πρώτο βραβείο στον διεθνή διαγωνισμό Varna. Τα νέα για το σπάνιο ταλέντο του νεαρού χορευτή, με την άψογη τεχνική και την εξαίσια σκηνική παρουσία ταξίδεψαν γρήγορα. Ένας κριτικός των «New York Times» ταξιδεύει ως το Λένινγκραντ, παρακολουθεί ένα μάθημα του Πούσκιν και ανακηρύσσει τον Μπαρίσνικοφ «τον τελειότερο χορευτή που είδα ποτέ».
Ο Μπαρίσνικοφ γίνεται πολύ γρήγορα γνωστός και αναγνωρίσιμος στη χώρα του αλλά υποφέρει από τους περιορισμούς του καθεστώτος. Αυτομόλησε από τη Σοβιετική Ένωση τον Ιούνιο του 1974, κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας των Μπολσόι, όπου συμμετείχε, στον Καναδά. Το έσκασε από την πίσω πόρτα του O’Keefe Centre στο Τορόντο του Καναδά που τότε φιλοξενούσε το περίφημο ρωσικό μπαλέτο για κάποιες παραστάσεις. Τον Ιούλιο του 1974 έκανε το ντεμπούτο του στο American Ballet Theatre όπου αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1980 έγινε Καλλιτεχνικός Διευθυντής για τα επόμενα εννέα χρόνια.
Ο Μπαρίσνικοφ έκανε μια λαμπρή καριέρα ως χορευτής και ως ηθοποιός. Αρχικά, φοίτησε στο American Ballet Theater και κατόπιν από το 1978 ως το 1979 στο New York City Ballet υπό την καθοδήγηση του Τζορτζ Μπαλανσίν. Τη δεκαετία του '80 επέστρεψε στο American Ballet Theater, όπου έγινε καλλιτεχνικός διευθυντής μέχρι το 1989. O Μπαρίσνικοφ ασχολήθηκε και με την υποκριτική και οι πιο γνωστές δουλειές του είναι η ταινία Η Κρίσιμη Καμπή του 1977 και ο ρόλος στην τηλεοπτική σειρά Sex and the City, όπου υποδύθηκε τον Αλεξάντερ Πετρόφσκι, τον σύντροφο της Κάρι Μπράντσοου (Σάρα Τζέσικα Πάρκερ).
Σχετικά με το παρελθόν του, αποκαλούσε επί σειρά ετών τις παλιές ημέρες «εφιάλτη χωρίς τέλος». Το 2005, ίδρυσε το Baryshnikov Arts Center στη Νέα Υόρκη που προβάλλει όχι μόνο τη δική του δουλειά, αλλά και πολλούς αξιόλογους καλλιτέχνες. Λέγεται ότι έμαθε αγγλικά παρακολουθώντας τηλεόραση, ενώ με την πρώτη του σύντροφο, την ηθοποιό Τζέσικα Λανγκ, με την οποία απέκτησε μια κόρη, μιλούσαν στα γαλλικά. Έχει άλλα τρία παιδιά από τη νυν σύντροφό του και πρώην μπαλαρίνα του ΑΒΤ, Λίσα Ράινχαρτ. Ο χρόνος που περνά τον έχει κάνει ακάματο «Μάλλον έχει να κάνει με ένα είδους πανικού για το πέρασμα του χρόνου. Βάζω περισσότερα πράγματα στο πιάτο μου απ’ ό,τι θα ‘πρεπε, αλλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς κάποιες φορές», λέει.
Από το 1986 ο Μπαρίσνικοφ έχει πάρει την Αμερικανική υπηκοότητα, ενώ πριν λίγους μήνες του δόθηκε και η Λετονική. Γεννήθηκα στη Λετονία, όπου και έμεινα μέχρι τα 16 μου. «Έζησα στη Λετονία πιο πολλά χρόνια από όσα έζησα στη Ρωσία. Η Λετονική κυβέρνηση, λοιπόν, με προσέγγισε για να δεχθώ τη Λετονική υπηκοότητα τιμητικά και φυσικά απάντησα ότι θα ήταν μεγάλη μου χαρά και τιμή. Βέβαια, είμαι Αμερικανός, μένω και θα εξακολουθώ να παραμένω στην Αμερική, αλλά υποστηρίζω τις Βαλτικές χώρες και την κουλτούρα τους, γιατί από εκεί προέρχομαι, εκεί γεννήθηκα, εκεί βρίσκεται η οικογένειά μου –ο αδερφός μου και η αδερφή μου- και οι παλιοί συμμαθητές μου, τους οποίους επισκέπτομαι κάθε φορά που επισκέπτομαι τη χώρα», λέει.
«Πάλι την Αμερική θα επέλεγα»
"Το Σοβιετικό σύστημα μου έδωσε το επάγγελμά μου, την τέχνη μου. Εκεί εκπαιδεύτηκα, εκεί απέκτησα βάσεις και αυτό είναι το μεγαλύτερο δώρο που μπορεί να κάνει μία κυβέρνηση σε έναν νέο άνθρωπο. Έφυγα, γιατί δεν άντεχα τον κυβερνητικό έλεγχο πάνω στους πολίτες, αλλά ταυτόχρονα απέκτησα την απόλυτη ευθύνη του εαυτού μου. Εκείνα τα πρώτα χρόνια στην Αμερική δεν ήταν τόσο δύσκολα για μένα, γιατί ήμουν ήδη γνωστός από την πατρίδα μου και είχα πολλές ευκαιρίες και επιλογές μπροστά μου. Αλλά γενικά οι καλλιτέχνες στις ΗΠΑ δεν είναι τόσο τυχεροί. Πρέπει να μάθουν να επιβιώνουν και να καλλιεργούν το ταλέντο τους χωρίς πολλή βοήθεια από την κυβέρνηση. Ταξιδεύω στην Ευρώπη και βλέπω το κρατικό ενδιαφέρον για τις τέχνες, βλέπω να δίνονται ευκαιρίες σε νέους ανθρώπους, βλέπω νεανικά πρόσωπα ανάμεσα στους θεατές. Στις ΗΠΑ πρέπει να πληρώσει κανείς $150 για να δει όπερα, χορό ή θέατρο υψηλών προδιαγραφών. Αυτό είναι γελοίο! Έχουμε τόσα νέα ταλέντα εκεί έξω, αλλά επειδή τα πάντα στην τέχνη έχουν εμπορευματοποιηθεί, αυτά τα παιδιά χάνονται, εγκαταλείπουν τα καλλιτεχνικά τους όνειρα. Όμως, στο τέλος της ημέρας, αν με ρωτούσε κανείς, παρά τα όσα αρνητικά που μόλις ανέφερα, και πάλι εδώ, σε αυτή τη χώρα (σ.σ. την Αμερική) θα αγκυροβολούσα, αν είχα να επιλέξω".