Στον «Ελληνικό Κόσμο», από τις 17 έως και τις 20 Οκτωβρίου, έρχεται το θρυλικό «Battlefield» του Peter Brook. Θέτοντας το ερώτημα πώς μπορούμε να βρούμε την εσωτερική γαλήνη σε έναν κόσμο που σπαράσσεται από συγκρούσεις, θανάτους και καταστροφές, ο Βρετανός σκηνοθέτης Πίτερ Μπρουκ επαναπροσεγγίζει το μεγάλο αρχαίο ινδικό έπος «Μαχαμπαράτα», 30 χρόνια μετά τη θρυλική παράστασή του, που θριάμβευσε διεθνώς και σφράγισε την ιστορία τού σύγχρονου θεάτρου.
Η νέα αυτή διεθνής συμπαραγωγή - φωτεινή, απλή και, ταυτόχρονα, μαγική - αφηγείται μια δυνατή ιστορία, που μιλά για την αναζήτηση της λογικής σε έναν διαμελισμένο κόσμο. Όπως σημειώνει ο ίδιος ο Peter Brook: «Η καταστροφή δεν πλησιάζει ποτέ με ένα όπλο στο χέρι. Έρχεται ύπουλα, στα νύχια των ποδιών, κάνοντάς μας να βλέπουμε κακό στο καλό και καλό στο κακό».
To «Battlefield» αντλεί την έμπνευσή του από ένα μέρος της «Μαχαμπαράτα», με την οικογένεια Μπαράτα να κατακερματίζεται από τον πόλεμο και να έρχεται αντιμέτωπη με τις φρικαλεότητες που έχει βιώσει.
Τονίζοντας πως «Το Θέατρο αντιγράφει τη ζωή. Συγχρόνως όμως, το Θέατρο εντοπίζει τη ζωή. Την εντοπίζει με πολλούς τρόπους», ο Peter Brook επεξεργάστηκε το κείμενο εκ νέου, με τους σταθερούς συνεργάτες του, Jean - Claude Carrière και Marie - Hélène Estienne.
Ένας μεγάλος του θεάτρου
Ο Πίτερ Μπρουκ έκλεισε φέτος τα 90 του χρόνια. Τα 70 από αυτά συγκροτούν μια εξαιρετική πορεία στο θέατρο και τον κινηματογράφο που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Το αριστούργημά του, η Μαχαμπαράτα, που είχε παρουσιαστεί τον Ιούλιο του 1985, στο φεστιβάλ της Αβινιόν και στην Αθήνα στη συνέχεια είναι η καρδιά και της παράστασης που σκηνοθετεί σήμερα, του Battlefield.
Το Μαχαμπαράτα, το 9ωρο αριστούργημα του Μπρουκ, βασίζεται στο ομώνυμο ινδικό έπος, που σημαίνει «μεγάλη Ινδία» ή «η ιστορία της ανθρωπότητας». Στην Ινδία, όλα μεταβιβάζονται από τη μία γενιά στην άλλη, μέσω της προφορικής παράδοσης, και το Μαχαμπαράτα είναι μια συλλογή ιστοριών που χρονολογούνται 3.000, 3.500 χρόνια πριν, και όλες γυρίζουν γύρω από μια οικογένεια που η εξουσία χωρίζει στα δύο. Μέσα από αυτές τις ιστορίες παρουσιάζονται πανανθρώπινες καταστάσεις που συναντάμε σε όλα τα μεγάλα επικά ποιήματα της αρχαιότητας και αφορούν τη γέννηση ηρώων και θρύλων, το διχασμό που σπαράσσει την οικογένεια και τον πόλεμο που οδηγεί στην εξόντωση.
O Μπρουκ ήδη από τη δεκαετία του ’60 επικεντρώνεται στη ζωντανή σχέση ανάμεσα στον ηθοποιό και τους θεατές με μια σημαντική παράσταση τον Βασιλιά Ληρ, όπου καταστρέφει τη σκηνογραφία και μεταφέρει το ενδιαφέρον από το θέμα και από τη παντοδυναμία του σκηνοθέτη, ειδικά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, στη σχέση ηθοποιού – θεατή.
Όπως γράφει η δραματουργός Μαρτίν Μιγιόν «ο Βασιλιάς Ληρ αποτελεί τομή γιατί ο ρόλος του σκηνοθέτη δεν είναι πλέον να εκφράσει την οπτική του αλλά ν’ αφήσει να αναδυθεί η αόρατη, εσωτερική αλήθεια του κειμένου, της οποίας μόνο ο ηθοποιός είναι σε θέση να αντιληφθεί τα αδιόρατα ρεύματα […] και η φαντασία των θεατών».
Ο Μπρουκ το 1970 στο Παρίσι δημιουργεί μαζί με πολύτιμους συνεργάτες, το Centre International de Recherches Théâtrales που στεγάζεται ακόμα στο Les Bouffes du Nord.
Μιλώντας για τον Σαίξπηρ λέει ότι «το θαύμα των ελισαβετιανών κειμένων βρίσκεται στο ότι παρουσιάζουν όλες τις όψεις του ανθρώπου την ίδια στιγμή. Μια απλή κατάσταση μπορεί να μας δημιουργήσει μεγάλη εσωτερική αναστάτωση, ταυτόχρονα, όμως, είμαστε σε θέση να παρατηρούμε, να σχολιάζουμε, να στοχαζόμαστε».
Ο Πήτερ Μπρουκ, εγκατέλειψε το πανεπιστήμιο, στην Οξφόρδη και ανέλαβε την πρώτη του θεατρική σκηνοθεσία σε ένα μικρό θέατρο και, την πρώτη μέρα, προσπερνώντας την παραδοσιακή ανάγνωση του έργου στο τραπεζάκι, ζήτησε από τον ηθοποιό μαζί με τις ατάκες του να εκτελεί και μια σειρά από κινήσεις, προκαλώντας έτσι την ευγενική παραίνεση της διευθύντριας του θεάτρου: «Δεν δουλεύουμε έτσι με τους ηθοποιούς…».
Πρωτοπόρος ευρηματικός, στοχαστικός, μεγάλος σκηνοθέτης του 20ου αιώνα, ο Μπρουκ αποποιείται το διδακτικό ρόλο του σκηνοθέτη. Στην πορεία του ανέτρεψε καθιερωμένες αντιλήψεις για το θέατρο και τον ηθοποιό. «Ποτέ δεν πίστεψα σε μία μόνο αλήθεια, ούτε δική μου, ούτε άλλων. Είμαι σίγουρος ότι όλες οι σχολές, όλες οι θεωρίες μπορεί να φανούν χρήσιμες, συγκεκριμένες στιγμές και εποχές».