Εχει επιλεγεί ως ένας από του τους 15 πιο υποσχόμενους σκηνοθέτες του 69ου Φεστιβάλ του Λοκάρνο. Η τελευταία ταινία του, Copa Loca, έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ των Καννών. Για τις ανάγκες της ταινίας, ο νεαρός σκηνοθέτης, Χρήστος Μασσαλάς (γιατί περί αυτού ο λόγος) έκανε γυρίσματα σ' ένα εγκαταλελειμμένο water park έξω από την Αθήνα. Το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας είναι η Πωλίνα, ένα νεαρό κορίτσι που χορεύει στα συντρίμια της Copa-Loca, προσπαθώντας να ψυχαγωγήσει τους λιγοστούς κατοίκους που ζουν στο ξεχασμένο «αφήγημα» του καλοκαιριού. Σ’αυτή την παραδοξότητα βρίσκεται η τομή μεταξύ δράματος και κωμωδίας. «Και η ταινία είναι ακριβώς αυτό. Δεν είναι μια ταινία καθαρά δραματική ή καθαρά κωμική. Είναι μια ταινία στο μεταίχμιο. Είναι μια ιστορία για την αμηχανία της μετάβασης, από τη μια εποχή στην επόμενη, από την απολυτότητα της εφηβείας στην κυκλοθυμία της ενήλικης ζωής», μας λέει ο σκηνοθέτης της στη μικρή κουβέντα που είχαμε μαζί του.
- Η Copa Loca είναι μια ταινία για όσους δεν μπορούν να αποδεχτούν πως οι εποχές αλλάζουν; Μιλήστε μας λίγο γι' αυτήν.
«Η “Copa-Loca” είναι ένα εγκαταλελειμμένο καλοκαιρινό θέρετρο. Είναι ένα μέρος που δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, έτσι όπως το βλέπουμε στην ταινία. Είναι μια σύνθεση από διάφορες τοποθεσίες που βρήκα έξω από την Αθήνα. Μέσα από αυτή τη σύνθεση προσπάθησα να επανεφεύρω το σκηνικό των παιδικών μου καλοκαιριών - όχι σαν εξιδανικευμένη ανάμνηση. Ήθελα να δω πως είναι αυτό το σκηνικό σήμερα. Θυμάμαι όταν ήμουν μικρός, η λέξη 'θέρετρο" μου προκαλούσε φοβερή αμηχανία επειδή μου έφερνε στο μυαλό –λόγω παραδρομής- κάτι πένθιμο. Και γι’αυτό είχα την εντύπωση ότι το θέρετρο είναι ένα μέρος όπου κάτι πεθαίνει εν μέσω θέρους και χαράς. Εξερευνώντας αυτές τις καλοκαιρινές τοποθεσίες σήμερα, βρήκα έναν κόσμο σε αποσύνθεση. Σαν να επαληθευόταν τελικά η παιδική μου υποψία. Κάτι είχε πεθάνει στην Copa-Loca. Σήμερα, το θέρετρο είναι άδειο και σκουριασμένο. Οι πισίνες έχουν στερέψει, τα φυτά έχουν ξεραθεί. Οι άνθρωποι έχουν φύγει για θερμότερα κλίματα, Και αυτοί που ξεμείνανε, περιφέρονται άσκοπα, αδυνατώντας να αποδεχτούν ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει».
- Πως κι αποφασίσατε να συνεργαστείτε με τη Τζένη Χειλουδάκη που είναι «ένα από τα πρόσωπα της παιδικής σας μυθολογίας», όπως έχετε πει;
«Την Τζένη Χειλουδάκη την παρακολουθούσα στην τηλεόραση από μικρός και, αργότερα, όταν άρχισα να ασχολούμαι με το σινεμά, πολλές φορές τη σκεφτόμουν στα σενάρια που έγραφα. Αλλά όλο αυτό ήταν κάπως αφηρημένο μέχρι που ήρθε η ιστορία της "Copa-Loca". Στο σενάριο υπάρχει ο ρόλος της μητέρας της Πωλίνας, που είναι και η αφηγήτρια της ιστορίας του θερέτρου. Είναι η φωνή που μας καθοδηγεί και που δίνει, με τη χροιά της, τη θερμοκρασία της ταινίας.
Γράφοντας το σενάριο, σκέφτηκα τη Τζένη και τη φωνή της στο voice-over. Και άρχισα να την ψάχνω. Και εμφανίστηκε ως δια μαγείας. Η Τζένη ζει στην Κρήτη χρόνια τώρα και σπάνια έρχεται στην Αθήνα. Είναι δύσκολο να τη βρεις. Αλλά έτυχε εκείνες τις μέρες να είναι στην Αθήνα για μια εμφάνιση που θα έκανε. Και πήγα και τη βρήκα. Με δέχτηκε και μιλήσαμε - είναι πολύ οξυδερκής άνθρωπος. Και της άρεσε ο ρόλος. Και συνεννοηθήκαμε αμέσως, δεν ήταν δύσκολο από εκεί και πέρα. Το χάρηκα πολύ»
- Ποια η εμπειρία κι οι εικόνες σας απο το φετινό φεστιβάλ των Καννών που παίχτηκε η ταινία;
«Πολύς θόρυβος, πάρα πολύς κόσμος, αστυνόμευση παντού – είχαν προηγηθεί τα τρομοκρατικά επεισόδια στη Νίκαια και στο Παρίσι, όποτε υπήρχε μια παραπάνω ένταση, αυτό το ένιωθες περπατώντας στους δρόμους.
Αλλά γενικώς υπάρχει μια φόρτιση σε αυτό το μέρος κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ, γιατί βρίσκονται οι πάντες εκεί.
Το καλό του να έχεις την ταινία σου σε κάποιο από τα επίσημα προγράμματα είναι ότι, ενδεχομένως, δεν χρειάζεται να κάνεις υπερπροσπάθεια για να ακουστείς μέσα στη βουή. Η ταινία σου θα έχει τη δέουσα προσοχή, εφόσον έχει επιλεγεί. Και η αλήθεια είναι ότι η παρουσία στις Κάννες έφερε πολλά καλά και άνοιξε κάποια παράθυρα για μελλοντικά πρότζεκτ. Θα δουμε».
- Η ταινία έχει πάρει τον δρόμο για τα διεθνή φεστιβάλ; Θα τη δούμε και στη χώρα μας;
«Ναι, η ταινία είχε ήδη ταξιδέψει σε πολλά φεστιβάλ και συνεχίζει. Στην Ελλάδα, παίχτηκε πρώτη φορά στις Νύχτες Πρεμιέρας το Σεπτέμβριο. Σύντομα θα παιχτεί στη Θεσσαλονίκη στο Φεστιβάλ Μικρού Μήκους Θεσσαλονίκης και θα γίνουν και κάποιες ακόμη προβολές στην Αθήνα τους ερχόμενους μήνες».
- Πώς προέκυψε η ενασχόληση με τον κινηματογράφο και μάλιστα, σε νεαρή ηλικία;
«Δεν ξέρω πως ακριβώς προέκυψε, ακριβώς επειδή έγινε τόσο νωρίς. Από πολύ μικρός ήθελα να ασχοληθώ με το σινεμά. Ήταν το μόνο πράγμα που με ενδιέφερε τόσο πολύ. Με το που τελείωσα το Λύκειο έφυγα για το Λονδίνο όπου σπούδασα Ιστορία και Θεωρία Κινηματογράφου και έπειτα Σκηνοθεσία. Το καλό με την ενασχόληση με το σινεμά από το πόστο ενός σκηνοθέτη είναι ότι πρέπει να αναπτύξεις διάφορες δεξιότητες για να το κάνεις. Δεν είναι δηλαδή μια θεωρητική διαδικασία μόνο ή μια στάση ζωής πολυτελείας. Το ανάποδο. Είναι άπειρες εργατοώρες. Πρέπει να είσαι διαρκώς σε εγρήγορση, να είσαι ανοιχτός στα ερεθίσματα που έρχονται απ’έξω, να δουλεύεις με την ενσυναίσθηση σου και να βρίσκεις διαρκώς μια ισορροπία άναμεσα σε αυτό που φαντασιώνεσαι και στην πρακτική του απόδοση. Οπότε γενικώς θα έλεγα ότι η ενασχολήση με το σινεμά με έχει βοηθήσει και στην καθημερινή ζωή, μου έχει δώσει έναν άξονα».
- Πως κι αποφασίσατε να επιστρέψετε στην Ελλάδα της κρίσης μετά από χρόνια παραμονής στο Λονδίνο; Τι αντιμετωπίσατε;
«Στο Λονδίνο έζησα τα πρώτα χρόνια της ενήλικης ζωής μου. Οπότε αυτή η πόλη έγινε το σκηνικό πολλαπλών αποκαλύψεων για μένα. Εκεί άρχισα να καταλαβαίνω τι μου γίνεται. Και το είχα ανάγκη να φύγω από την Ελλάδα και από τους αυτοματισμούς που είχα αναπτύξει εδώ. Το ενδιαφέρον ίσως είναι ότι ξύπνησε η επιθυμία μου να γυρίσω όταν τα πράγματα αρχίσανε να πηγαίνουν στραβά στην Ελλάδα. Ίσως γιατί αισθανόμουν ότι σε αυτό το περιβάλλον που ήταν πια υπό (αυτο)αμφισβήτηση θα μπορούσα να ορίσω καλύτερα τα ζητούμενα μου – τα αυθεντικά μου ζητούμενα και όχι τα ζητούμενα που είχα κληρονομήσει, Όλο αυτό είχε ρίσκο βέβαια και αναμονή. Και το ρίσκο υπάρχει ακόμη στην καθημερινότητα. Αλλά νομίζω ότι αυτή τη στιγμή, ζώντας στην Αθήνα, είμαι πολύ πιο διαυγής.
Από εκεί και πέρα, γλιστράω και εγώ, όπως όλοι, στο παγοδρόμιο της καθημερινότητας».
- Τι ήταν αυτό που συνέβαλε στο να συμπεριληφθείτε στους 15 πιο υποσχόμενους σκηνοθέτες του 69ου Φεστιβάλ του Λοκάρνο; πως θα σχολιάζατε αυτή τη «διάκριση»;
«Δεν έχω ιδέα. Υποθέτω οι ταινίες που είχα κανει ως τότε; Το Λοκάρνο ήρθε σε μια περίοδο όπου ταξίδευα στα φεστιβάλ με την προηγούμενη μικρού μήκους μου, το “Flowers and Bottoms”. Οπότε φαντάζομαι ότι η απήχηση εκείνης της ταινίας είχε παίξει κάποιο ρόλο. Ήταν ήταν πολύ ωραία η εμπειρία του Λοκάρνο. Και ενδέχομενως αυτό που έγινε στο Λοκάρνο βοήθησε στα επόμενα βήματα. Είναι μια αλυσιδωτή αντίδραση».
- Εχετε πει ότι έχετε κάνει σχεδόν μόνος σας όλες τις ταινίες σας σε επίπεδο παραγωγής. Πως τα καταφέρνετε; Μετά τις Κάννες και το Λοκάρνο αυτό μπορεί να αλλάξει; Γενικά, σε τι ελπίζετε μετά τις Κάννες και το Λοκάρνο;
«Ναι, τις περισσότερες φορές έκανα ο ίδιος την παραγωγή. Όταν αναλαμβάνεις την παραγωγή σημαίνει ότι πρέπει να βρεις τους πόρους για να γίνει η ταινία ή, ελλείψει πόρων, να βρεις τους τρόπους. Κάποιες φορές βρίσκεις παροχές ή υλικά, αυτά που χρειάζεσαι δηλαδή για να γυρίσεις μια ταινία - ακόμη και αν δεν έχεις χρήματα. Και προφανώς εξαρτάται τι ταινία θέλεις να κάνεις. Κάποια σενάρια μπορούν να γυριστούν έτσι, κάποια άλλα όχι.Με λίγα λόγια, οι περισσότερες ταινίες μου ως τώρα γίνανε χωρίς χρήματα, χωρίς χειροπιαστά χρήματα δηλαδή. Οπότε ό,τι έχει γίνει, έχει γίνει με ευρηματικότητα και ακροβατικά. Και για να γίνει όλο αυτό σημαίνει ότι κάποιοι άνθρωποι σε έχουν βοηθήσει έμπρακτα. Από τους συνεργάτες που επενδύσανε το χρόνο τους και τη δουλειά της στην ταινία, τους ανθρώπους που παρείχαν τεχνική υποστήριξη – όλους τους ανθρώπους που με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο συμβάλλανε στην πραγμάτωση της ταινίας με μόνη ανταμοιβή το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Στην περίπτωση της “Copa-Loca” και μετά από την επιλογή στις Κάννες, το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου μας βοήθησε με μια αναδρομική οικονομική ενίσχυση, που βοήθησε πολύ. Αλλά δεν νομίζω ότι μπορώ να συνεχίσω να κάνω ταινίες έτσι, κανείς δεν μπορεί να συνεχίσει έτσι για πολύ. Πιθανόν αυτές οι ταινίες που έκανα ως τώρα να μπορούσαν να γίνουν μόνο μ’αυτό τον τρόπο – λόγω της ιδιοσυγκρασίας τους. Οι πρώτες ταινίες είναι πάντα αναγνωριστικές, είναι τα πρώτα δείγματα γραφής σου. Από εκεί και έπειτα, και αφού η ιδιοσυγκρασία έχει κατά κάποιο τρόπο καταγραφεί, μπορείς να προχωρήσεις παραπέρα, σε διαφορετικά μοντέλα παραγωγής. Ή έτσι θα’πρεπε να είναι τουλάχιστον».
- Ποιο είναι το νέο σας project;
«Τώρα γράφω το σενάριο της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας μου με τίτλο “Broadway”. Είναι η ιστορία μιας ομάδας μικροαπατεώνων στη σύγχρονη Αθήνα. Για την τέχνη της κλοπής και τους βιρτουόζους της».