Μετά από μια σειρά επιτυχιών όπως το Δεσποινίς Τζούλια του August Strindberg (4 χρόνια) –Κουαρτέτο του HeinerMüller (2 χρόνια) –Σαλώμη του Oscar Wilde (ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ REX – Μάιος 2018) σε flamenco εκδοχή, ο χορογράφος και σκηνοθέτης Σταύρος Λίτινας καταπιάνεται με το αριστούργημα του F. G. Lorca Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα (1936).
Πρόκειται για το τελευταίο θεατρικό έργο του Ισπανού συγγραφέα που αποτελεί μέρος της τριλογίας της "ισπανικής υπαίθρου" μαζί με το Ματωμένο Γάμο και τη Γέρμα. Είναι ένα έργο πολιτικό που, με αλληγορική ματιά, αντικατοπτρίζει τη σηπτική κοινωνικοπολιτική δομή του φασιστικού καθεστώτος. Καταδύεται με ωμό ρεαλισμό στο δίπολο επιθυμία-στέρηση, θέτοντας πολλαπλά ερωτήματα γύρω από τις σχέσεις εξουσίας, τους μηχανισμούς περιορισμού και καταστολής, και αναδεικνύει την ασυμβατότητα ανάμεσα στο θέλω και το πρέπει.
Μας μίλησε στο The TOC για την παράσταση, τον Λόρκα και την εποχή μας
Πείτε μου πώς ξεκίνησε το ενδιαφέρον σας για το φλαμένκο και γιατί θέλετε να παρουσιάσετε με αυτό τον τρόπο τη δουλειά σας;
Το ενδιαφέρον μου για το χορό ξεκίνησε από τα παιδικά μου χρόνια. Ασχολήθηκα από ηλικία 10 ετών και δεν σταμάτησα ποτέ μέχρι σήμερα. Λειτουργούσε ανέκαθεν, για μένα, ως φυγή. Αγαπώ ιδιαίτερα τους ελληνικούς παραδοσιακούς χορούς και μόνο αυτούς χορεύω όταν βρεθώ έξω με ανάλογη παρέα. Η δύναμη της ομαδικής έκφρασης! Το φλαμένκο ήρθε λίγο αργότερα στη ζωή μου. Ποτέ δεν με συνεπήρε η παραδοσιακή-φολκλόρ του μορφή, όσο η δυνατότητά του να χρησιμοποιηθεί ως εκφραστικό εργαλείο. Το γεγονός ότι είναι ατομικός χορός δίνει απεριόριστες χορογραφικές δυνατότητες. Η ιδιότητά του να διεγείρει την ακοή, ο έντονος ρυθμός του, οι απότομες ρωγμές σιωπής και ακινησίας, οι παλμικοί κραδασμοί και γενικά το σύνολο της υλικής αναταραχής συστήνουν μια γλώσσα αμιγώς θεατρική. Το συγκεκριμένο έργο του F.G.Lorca είναι γραμμένο πάνω σε ένα τέτοιο “flamenco” καμβά. Ο χορός δίνει τη δυνατότητα μιας άλλης ανάγνωσης των έργων καθώς είναι μια γλώσσα που μας βοηθά να προσλαμβάνουμε ερεθίσματα με την πίσω πλευρά του μυαλού, με τη ράχη του σώματος, μέσω ενός νευρικού μαγνητισμού που ξυπνά τη φαντασία και τις αισθήσεις, ενεργοποιώντας το σύνολο της αντίληψής μας.
Γιατί θεωρείτε ότι αυτό το έργο του Λόρκα είναι επίκαιρο σήμερα;
Το σπίτι της Bernarda Alba (1936) είναι το τελευταίο θεατρικό έργο του Ισπανού συγγραφέα. Είναι ένα έργο πολιτικό που, με αλληγορική ματιά, αντικατοπτρίζει τη σηπτική κοινωνικοπολιτική δομή της προεμφυλιακής Ισπανίας και προοικονομεί το επερχόμενο φασιστικό καθεστώς. Θεωρώ ότι το έργο είναι εξαιρετικά επίκαιρο επειδή, όπως αποδεικνύεται στις μέρες μας, η μάχη κατά του φασισμού δεν έχει ακόμη κερδηθεί. Βρισκόμαστε σε μια διαρκή πάλη με πολλά πισωγυρίσματα. Προφανώς υπάρχουν διαφορές, στο βαθμό έντασης και επιβολής, ανάμεσα σε ένα φασιστικό καθεστώς και σε μια αστική δημοκρατία. Πρέπει όμως να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την έννοια της ελευθερίας, κυρίως όταν αυτή είναι βασισμένη στην εξουσία της άσκησης αποκλεισμών.
Πώς το συνδέετε με τη φροϋδική θεωρία;
Η πολιτική και η φροϋδική θεωρία είναι φαινομενικά ασύνδετες. Θεωρώ όμως ότι υπάρχει κοινός τόπος στο έργο του F.G.Lorca, στο οποίο δραματοποιείται η πάλη ανάμεσα στο ένστικτο και την κοινωνική καταπίεση, ανάμεσα στην ελευθερία και την καταστολή. Το έργο καταδύεται με ωμό ρεαλισμό στο δίπολο επιθυμία-στέρηση, θέτοντας πολλαπλά ερωτήματα γύρω από τις σχέσεις εξουσίας, τους μηχανισμούς περιορισμού και καταστολής, και αναδεικνύει την ασυμβατότητα ανάμεσα στο θέλω και το πρέπει. Ο S.Freud στο βιβλίο του, ο Πολιτισμός Πηγή Δυστυχίας, υποστηρίζει ότι το τρίπτυχο παράδοση-έθιμα-κοινωνικές αξίες είναι στοιχείο πολιτισμού, που απαιτεί την αποκήρυξη του ενστίκτου, τη θυσία μέρους της ατομικής ελευθερίας, με αντάλλαγμα την ασφάλεια της κοινωνίας και των νόμων. Ο F.G.Lorca θεωρεί τον φροϋδικό Eros, ένστικτο διατήρησης της ζωής και αναζήτησης της ευχαρίστησης, ως ανώτατη δύναμη που ελέγχει και επηρεάζει τις έγκλειστες θυγατέρες της τυραννικής Bernarda. Καθώς ο κλοιός σφίγγει, ένα ψέμα αρκεί για να πυροδοτήσει το αντίπαλο δέος του Eros, τον Thanatos. Τη στιγμή που η επιθυμία για αλλαγή ματαιώνεται, η επιθυμία για απαλλαγή γεννιέται. Το ένστικτο του θανάτου υπόσχεται απελευθέρωση από τον πόνο που καταλαγιάζει κάθε εξεγερμένο ένστικτο.
Πιστεύετε ότι όλοι οι άνθρωποι είναι πάντα ανάμεσα σε έννοιες όπως ο καθωσπρεπισμός και η ελευθερία και τι διαλέγουν συνήθως;
Γεννιόμαστε και ζούμε σε σύνολα με προκαθορισμένους νόμους και κανόνες. Υπάρχουν έτοιμα τα καλούπια εκπλήρωσης αλλότριων ονείρων και φιλοδοξιών που αναμένουν την ένταξή μας. Ήδη από το πρώτο σύνολο στο οποίο ανήκουμε, την οικογένεια, βιώνουμε προεκτάσεις «εγώ» που απαιτούν ακατάπαυστα, μέσα σε ένα αέναο κύκλο συναισθήματος, τη δική μας ανάκαμψη τροχιάς, με αντάλλαγμα την ασφάλεια. Έτσι βρισκόμαστε αναπόφευκτα σε ένα πεδίο αντίρροπων δυνάμεων, καθώς υπάρχει ασυμβατότητα ανάμεσα στο θέλω και στο πρέπει. Αυτό που τελικά βιώνουμε είναι ένας συνδυασμός απόλυτα υποκειμενικός, μια συνισταμένη, που διαμορφώνεται από την αντίληψή μας για την ατομική ελευθερία και συχνά επαναπροσδιορίζεται από τα βιώματά μας.
Μπορεί ένας άνθρωπος στις παρούσες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες να νιώσει ή να είναι ελεύθερος;
Δεν θέλω να είμαι αφοριστικός. Ζούμε στιγμές που νιώθουμε αληθινά ελεύθεροι, ακόμη και με την επίγνωση της ψευδαίσθησης. Προσωπικά έχω πάψει να πιστεύω στο «δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβάμαι τίποτα…» και αντιλαμβάνομαι την ελευθερία ως δυνατότητα κίνησης, ως ικανότητα μετακίνησης. Με την ιστορική απογοήτευση που κουβαλάμε γύρω από τις κοινωνικές επαναστάσεις, η ατομική επανάσταση προβάλει αναγκαία, ακόμη και αν συμβαίνει στη σιωπή.
Ποια πιστεύετε ότι είναι σήμερα η μεγαλύτερη φυλακή μας;
Ο εαυτός μας! Ο φόβος που διαμορφώνουμε, καθώς τα πάντα γύρω μας ολισθαίνουν και το υποκειμενικό μας αύριο επαναπροσδιορίζεται διαρκώς, οδηγεί σε ακινησία. Αυτόν το φόβο καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε για να απαλλαγούμε από τη στασιμότητα και να διεκδικήσουμε την ελευθερία μας.
Πόσο αντισυμβατική μπορεί να είναι η τέχνη σήμερα και πώς βλέπετε την κατάσταση γύρω σας; Η τέχνη είναι ένα παράθυρο ελευθερίας ;
Η τέχνη έχει υποκύψει στους κανόνες του εμπορίου και της κατανάλωσης. Φράσεις όπως: “αυτό πουλάει” ή “μου αρέσει”-“δεν μου αρέσει” έχουν κατακλείσει ολοσχερώς το τοπίο δημιουργώντας έναν, όλο και απαιτητικότερο, πλην όμως ασφυκτικότερο, κλοιό παραγωγής της τέχνης. Ο χρόνος ωρίμανσης, που προσωπικά θεωρώ απαραίτητο στοιχείο της ουσιαστικής τέχνης, τείνει να εκμηδενιστεί, στο βωμό του γρήγορου κέρδους, οδηγώντας την κατάσταση σε πεδία παρακμής. Η τέχνη μπορεί, παρ' όλ' αυτά, να είναι αντισυμβατική αρκεί να φέρει μια ιδέα, ικανά τεκμηριωμένη, ή μια βιωμένη αλήθεια. Η τέχνη πάντα θα είναι ένα παράθυρο ελευθερίας, όσο αυτή πηγάζει απ’ την ανθρώπινη ψυχή και στοχεύει σε αυτήν. Όσο αυτή μπορεί να ενεργοποιεί και να απελευθερώνει το πνεύμα. Το ερώτημα είναι κατά πόσο εμείς είμαστε σε θέση να αποδράσουμε…