H Πάτι Σμιθ όταν έμαθε το θάνατο του Ρόμπερτ Μέιπλθορπ έβαλε αυτή την άρια: Έζησα για την τέχνη, έζησα για την αγάπη.
«Όταν πέθανε κοιμόμουν. Είχα τηλεφωνήσει στο νοσοκομείο για να του πω μια ακόμη καληνύχτα, αλλά ήταν βυθισμένος στον ωκεανό της μορφίνης. Κράτησα το ακουστικό στο αυτί μου και αφουγκράστηκα τη βαριά ανάσα του ξέροντας ότι δεν θα τον ξανάκουγα ποτέ».
Έτσι αρχίζει το βιβλίο της η Πάτι Σμιθ. Έτσι αποχαιρετά για άλλη μια φορά τον παλαιό φίλο και σύντροφό της Ρόμπερτ Μέιπλθορπ. Το αυτοβιογραφικό βιβλίο περιγράφει τη ζωή με τον Μέιπλθορπ, τον «ευγενή και ρομαντικό» ιππότη της νεότητάς της, όταν ακόμα δεν είχε γίνει η πανκ ποιήτρια ούτε ο Μάπλθορπ, ο φωτογράφος προβοκάτορας. Αποχαιρετά -όπως όλη η γενιά της- μια ανέμελη εποχή, μια εποχή αθωότητας. Όσο και αν οι επόμενοι ντυθούν με τα ίδια αέρινα χίπικα ρούχα, όσο και αν αλητέψουν, τίποτα δε θα είναι το ίδιο. Αποχαιρετά την πιο σαγηνευτική και γοητευτική πόλη του κόσμου την Νέα Υόρκη του 60, του 70 και της καλλιτεχνικής άνθησης.
Όταν κυκλοφόρησε το «Πάτι και Ρόμπερτ» η Πάτι Σμιθ δήλωσε για άλλη μια φορά ότι ήθελε να θυμίσει στον κόσμο «ότι κάποτε ήμασταν νέοι και αγωνιστές. Γράφω για την εποχή που και οι δυο ήμασταν μπερδεμένοι, άχαροι και αδέξιοι προσπαθώντας να ανακαλύψουμε τον εαυτό μας».
Η Πάτι Σμιθ στα 20 φτάνει στη Νέα Υόρκη το 1967, με ένα λεωφορείο από τη Φιλαδέλφεια. Έχει ένα σακίδιο γεμάτο σχέδια και ποιήματα στο χέρι, και τυλιγμένη με μια πελώρια γκρίζα καμπαρντίνα. Περιγράφει την πόλη, τους δρόμους με ακρίβεια σχεδόν τρομακτική. Θυμάται κάθε λεπτό, κάθε κίνηση, κάθε πράξη, κάθε σχέδιο, κάθε αποτυχία. Περιγράφει παράλληλα τη ζωή τους μέχρι την συνάντησή τους το 1968.
"Γεννήθηκα μια Δευτέρα στη βόρεια πλευρά του Σικάγο, στη διάρκεια της μεγάλης χιονοθύελλας του 1946. Ήρθα στον κόσμο μια μέρα νωρίτερα απ’ ό,τι έπρεπε, γιατί τα μωρά που γεννιούνταν ανήμερα την πρωτοχρονιά έφευγαν από το μαιευτήριο με ένα καινούργιο ψυγείο για δώρο. Όσο κι αν προσπάθησε η μητέρα μου να με κρατήσει μέσα της, οι πόνοι την έπιασαν για τα καλά μέσα σε ένα ταξί."
"Ο Ρόμπερτ Μάικλ Μέιπλθορπ γεννήθηκε τη Δευτέρα, 4 Νοεμβρίου 1946 και μεγάλωσε στο Φόραλ Παρκ του Λονγκ Άιλαντ. Ήταν το τρίτο από τα έξι παιδιά της οικογένειας, ένα σκανταλιάρικο αγοράκι που η ξέγνοιαστη παιδική ηλικία του είχε χρωματιστεί με μια ιδιαίτερη λεπτή χροιά χάρη στον τρόπο με τον οποίο τον σαγήνευε η ομορφιά".
Η Πάττι Σμιθ άρχισε να γράφει το βιβλίο μετά τον θάνατο του Μάπλθορπ, διάσημου φωτογράφου, το 1989, από επιπλοκές του AIDS. Όμως, καθώς η Πάτι Σμιθ κρατούσε σημειώσεις από το παρελθόν, πέθαναν πρώτα ο άνδρας της, ο Φρεντ-Σόνικ-Σμιθ και μετά ο αδερφός της, ο Τοντ. «Οπότε μου ήταν αδύνατον πια να αγγίξω σελίδες, που θα μιλούσαν για την απώλεια», λέει. «Ο θάνατος του Ρόμπερτ ήταν ο πρώτος μιας σειράς από θανάτους που με συντάραξαν. Αλλά με δίδαξαν και τον τρόπο που θα έπρεπε να πενθήσω όσους έφυγαν ».
Όμως το βιβλίο της δεν έχει καμία σκιά πένθους. Αναβλύζει τη χαρά της ζωής και της ανακάλυψης τόσο του εαυτού της όσο και του κόσμου. Η περιγραφή των περιπλανήσεων του μποέμ ζευγαριού στη νέα Υόρκη, μια περιπλάνηση που συνοδεύεται από πείνα, στέρηση και ναρκωτικά είναι απλώς η περιγραφή μιας ζωής που δεν αναχαιτίζεται από καμιά δυσκολία. Η Πάτι και ο Ρόμπερτ έτρωγαν τέχνη. Κυριολεκτικά. Ο καβγάς τους ήταν για το αν θα αγόραζαν μολύβια ζωγραφικής ή ένα σάντουιτς. Πάντα αποφάσιζαν για το πρώτο.
Οι γονείς της Πάτι έβαλαν τα τέσσερα παιδιά τους σε ένα λεωφορείο να τα πάνε στη Νέα Υόρκη από τη Φιλαδέλφεια για να δουν τα μουσεία.
«Πραγματοποιήσαμε μια τέτοια έξοδο ως οικογένεια και όρισε την πρώτη μου στενή επαφή με την τέχνη. Ταυτίστηκα με τις επιμηκυσμένες, νωχελικές μορφές του Μοντιλιάνι· με συγκίνησαν τα κομψά, ακίνητα μοντέλα του Σάρτζεντ και του Τόμας Ίκινς, έμεινα έκθαμβη από το φως που εξέπεμπαν τα έργα των ιμπρεσιονιστών. Αυτά όμως που μίλησαν κατευθείαν στην ψυχή μου ήταν τα έργα μιας αίθουσας αφιερωμένης στον Πικάσο, από τους Αρλεκίνους του μέχρι τον κυβισμό. Η απόλυτη, σχεδόν ζωώδης αυτοπεποίθησή του με άφησε άφωνη».
Η Πάτι Σμιθ όταν περιγράφει το καλοκαίρι που έφτασε στη Νέα Υόρκη, το καλοκαίρι που πέθανε ο Κολτρέιν, σαν ένα όνειρο, σαν το καλοκαίρι της αγάπης που μέσα σε αυτό ο Τζίμι Χέντριξ έβαζε φωτιά στην κιθάρα του στο Μοντερέι, και ξεσπούσαν ταραχές στο Νιούαρκ, στο Μιλγουόκι και στο Ντιτρόιτ. Εκείνο το καλοκαίρι γνώρισε τον Ρόμπερτ.
«Στα είκοσί μου, ανέβηκα στο λεωφορείο της φυγής. φορούσα χοντρό βαμβακερό παντελόνι εργασίας, μαύρο ζιβάγκο και το παλιό γκρίζο αδιάβροχο που είχα αγοράσει στο Κάμντεν. Η μικρή βαλίτσα μου με τα κόκκινα και κίτρινα καρό περιείχε μολύβια και ξυλομπογιές, ένα σημειωματάριο, τις Εκλάμψεις, λίγα ρούχα και φωτογραφίες των αδελφών μου. Ήμουν προληπτική. Ήταν Δευτέρα· Δευτέρα ήταν η μέρα που είχα γεννηθεί. Μια καλή μέρα για να φτάσω στη Νέα Υόρκη. Κανείς δεν με περίμενε. Όλα όμως περίμεναν να τα ανακαλύψω».
Όταν τελικά συναντήθηκαν, αποκάλυψαν ο ένας στον άλλο ότι δεν είχαν κάπου να πάνε. Έβαλαν τα γέλια και βρήκαν να μείνουν σε ένα σπίτι φίλου που έλειπε σε ταξίδι και ήξεραν που κρύβει το κλειδί. Αποφάσισαν σχεδόν αμέσως να μείνουν μαζί.
«Μείναμε μαζί, σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου, και δεν φεύγαμε ο ένας από το πλευρό του άλλου παρά μόνο για να πάμε στη δουλειά. Τίποτε δεν ειπώθηκε· όλα έγιναν αμοιβαία κατανοητά. Τις επόμενες βδομάδες βασιστήκαμε στη γενναιοδωρία των φίλων του Ρόμπερτ για κατάλυμα· ιδιαίτερα στον Πάτρικ και στη Μάργκαρετ Κένεντι, στο διαμέρισμα των οποίων στη λεωφόρο Γουέιβερλι είχαμε περάσει την πρώτη νύχτα. Είχαμε δική μας τη σοφίτα, που περιείχε ένα στρώμα, τα σχέδια του Ρόμπερτ κολλημένα στον τοίχο, τους πίνακές του τυλιγμένους σε ένα ρολό στη γωνία, και τη μοναδική βαλίτσα μου».
Η Πάτι Σμιθ μιλά στο βιβλίο για την ρομαντική αντίληψη που είχαν για τη ζωή και τις θυσίες που πρέπει να κάνει ένας καλλιτέχνης. Ζωγράφιζαν παρέα και ήταν ευτυχισμένοι μαζί, χάνονταν στον κόσμο τους. Ο Ρόμπερτ ήταν το παράδειγμά της, η ικανότητά του να συγκεντρώνεται για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Οι δρόμοι τους κάποια στιγμή χώρισαν και ο Μέιπλθορπ ταξίδεψε για το Σαν Φραντσίσκο. Από εκεί της γράφει ότι είχε ανακαλύψει νέα πράγματα για τον εαυτό του. Την διαβεβαίωνε ότι την αγαπούσε παρόλο που της μιλούσε για τις εμπειρίες του με άλλους άντρες. Η Πάτι πιστεύει ότι ένας άντρας γινόταν ομοφυλόφιλος όταν δεν υπήρχε η σωστή γυναίκα για να τον σώσει, μια παρανόηση που είχα αποκομίσει από την τραγική ένωση του Ρεμπό με τον ποιητή Πολ Βερλέν.
«Δεν είχαμε πολλά λεφτά, αλλά ήμαστε ευτυχισμένοι. Είχαμε τη δουλειά μας και είχαμε ο ένας τον άλλο. Μας έλειπαν τα χρήματα για να πάμε σε συναυλίες ή στο σινεμά, ή για να αγοράσουμε καινούργιους δίσκους, αλλά παίζαμε στο πικάπ αυτούς που είχαμε. Ακούγαμε τη δική μου Μαντάμ Μπατερφλάι όπως την τραγουδούσε η Έλινορ Στέμπερ».
Eleanor Steber - Entrance of Butterfly ("Ancora un passo or via")
Όταν πέρασαν την πόρτα του ξενοδοχείου Τσέλσι η Πάτι και ο Ρόμπερτ είναι 22 χρονών. Έζησαν τη μαγεία σε ένα μέρος , που έχει γράψει το δικό του κεφάλαιο στη ιστορία του ροκ εν ρολ. Πλήρωναν αρκετά χρήματα στο ξενοδοχείο, γιαυτό και έτρωγαν ελάχιστα. Ζούσαν ψήνοντας τοστ στο δωμάτιό τους, αλλά ζούσαν συγχρόνως σε ένα μέρος γεμάτο ιστορία. Σε ένα μέρος που μέσα στην παρακμή διατηρούσε τη φθαρμένη του κομψότητα.
Το βιβλίο της Πάτι Σμιθ έκανε σχεδόν μια δεκαετία να ολοκληρωθεί. Το δικό της μνημόσυνο δεν είναι μόνο για τον Ρόμπερτ αλλά για μια ολόκληρη γενιά, για ολόκληρες δεκαετίες και μια πόλη. Και επειδή η Πάτι είναι η οικοδέσποινα σε αυτό το μνημόσυνο, φρόντισε να το κάνει με τον δικό της τρόπο. Με πολύ αγάπη, πολύ δημιουργικότητα, πολύ μουσική και πολύ στιλ. Το βιβλίο της είναι η αληθινή γιορτή ενός ανθρώπου που πιστεύει ότι το μέλλον ανήκει πάντα στους νέους και θεωρεί τον εαυτό του τυχερό που αντιπροσωπεύει το παρόν.
Το βιβλίο κυκλοφορεί σε μετάφραση Αλέξη Καλοφωλιά από τις εκδόσεις Κέδρος
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr