Τον Ιούλιο του 2008, ο κόσμος που γέμισε το θέατρο της Επιδαύρου είχε την ευκαιρία και την ευτυχία να δει την τελευταία παράσταση της Πίνα Μπάους, το έργο Ορφέας και Ευρυδίκη που ανέβηκε από το μπαλέτο της Εθνικής Όπερας του Παρισιού. Πέρα από τη συγκίνηση που υπήρχε την ώρα της υπόκλισης της Πίνα Μπάους στο κοινό, τα συναισθήματα που γεννούσαν οι παραστάσεις της ήταν πάντα ανάμεικτα.
Θαυμασμός και προβληματισμός και δυσφορία. Η Πίνα Μπάους είχε το μεγαλείο και το ταλέντο να μην αφήνει κανέναν αδιάφορο μπροστά στην Τέχνη της, μια τέχνη που με την παρουσία της επί 50 χρόνια μεταμόρφωσε δραματικά και οριστικά. Ο κόσμος του χορού μετά την Πίνα Μπάους δεν είναι ποτέ ο ίδιος. Λίγες μέρες πριν πεθάνει υποκλίθηκε για τελευταία φορά μπροστά στο κοινό, στο χοροθέατρο που ίδρυσε στο Βούπερταλ.
Η πιο ενδιαφέρουσα και αμφιλεγόμενη χορογράφος, αυτή που θεμελίωσε το σύγχρονο χοροθέατρο, γεννήθηκε στο βιομηχανικό Ζόλινγκεν της Γερμανίας το 1940. Ο πατέρας της είχε ταβέρνα και η Πίνα, ένα μικρό ντροπαλό κορίτσι που κρυβόταν κάτω από τραπέζια παρακολουθούσε τα πόδια των πελατών. Οι εικόνες από τα τραπέζια και τις καρέκλες, η ατμόσφαιρα ανάμεσα στους ανθρώπους απεικονίζεται αργότερα σε ένα εμβληματικό έργο της, το Café Müller.
Η Πίνα Μπάους άρχισε να σπουδάζει χορό στα 14 της χρόνια στη Σχολή Φόλκβανγκ του Έσεν, υπό την καθοδήγηση του σπουδαίου εξπρεσιονιστή, ειρηνιστή, και φιλελεύθερου Κουρτ Γιος. Η σκέψη του άσκησε τεράστια επιρροή στην Μπάους.
Στα δεκαεννιά της μετακομίζει στη Νέα Υόρκη, όπου φοιτά με υποτροφία στη Σχολή Τζούλιαρντ. Δάσκαλοί της οι Πολ Τέιλορ, Λούις Χορστ, Ζοζέ Λιμόν και Άντονι Τιούντορ που θα τη διαμορφώσουν ως χορεύτρια.
Η πόλη της Νέας Υόρκης της θυμίζει πάντα ζούγκλα, μια ζούγκλα μέσα στην οποιίθα αισθάνεται ελεύθερη. Όταν θα επιστρέψει στη Γερμανία το 1962 δουλεέυι ξανά με τον Γιος και το 1968 παρουσιάζει την πρώτη χορογραφία της, τα Θραύσματα. Την ίδια χρονιά αναλαμβάνει και την καλλιτεχνική διεύθυνση του Μπαλέτου. Το 1973 εγκαθίσταται στο Βούπερταλ και ιδρύει το Tanztheater.
Τι συνέβη όταν οι κάτοικοι του συντηρητικού Βούπερταλ πρωτόδαν τα έργα της; Δυσφόρησαν, την επέκριναν, καμία σχέση δεν είχε ένα χοροθέατρο με τους χορευτές να τραυλίζουν, ή να φωνάζουν ακατάληπτα με ό,τι εννοούσαν μέχρι τότε χορό. Οι αντιδράσεις τους είναι εχθρικές, της στέλνουν απειλητικά γράμματα, την προπηλακίζουν. Η ίδια η Μπάους περιγράφει πολλά χρόνια αργότερα όταν το χοροθέατρο έχει κάνει διάσημη την πόλη, μια σκηνή όπου μια γυναίκα της τραβάει τα μαλλιά.
Η «μάγισσα» του χορού είχε εγκατασταθεί στην πόλη για τα καλά και το μαγικό ραβδί της μεταμόρφωσε το τοπίο και τον σύγχρονο χορό για πάντα. Υποφέρει αλλά επιμένει. Με τα θεάματα που παρουσιάζει ξυπνάει όλες τις αισθήσεις των θεατών που μπορούν να μυρίζουν τα βρύα στο σκηνικό της ή τα λουλούδια. Η Μπάους σχολιάζει την ανθρώπινη αποξένωση, τα ζητήματα της αγάπης, τις δυσκολίες των σχέσεων. Η πόλη κάνει δεκαετίες να της παραδοθεί, πρώτα της παραδόθηκε η παγκόσμια κοινότητα και αναγνώρισε τη σημασία της τέχνης της. Το 2003, το Βούπερταλ της δίνει το χρυσό κλειδί της πόλης.
Η μεγάλη κυρία του χορού έχει στα έργα της χιούμορ και μελαγχολία. Στην πιο παραγωγική της δεκαετία του 70 ανεβάζει τα περισσότερα έργα της, ανάμεσα στα οποία τα Aktionen für Tänzer, Tannhäuser-Bacchanals, Fritz, Ιφιγένεια εν Ταύροις, I’ll Do You In, Adagio – Fünf Lieder Von Gustan Mahler, Ορφέας και Ευρυδίκη, Wind From The West, Η ιεροτελεστία της άνοιξης, Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα, Come, Dance With Me, To κάστρο του Κυανοπώγωνα, Renate Emigrates, Café Müller.
Επηρεάζει δεκάδες καλλιτέχνες όπως ο Πέτερ Στάιν, ο Γουίλιαμ Φόρσαϊθ και ο Ρόμπερτ Γουίλσον. Κάποιοι τη θεωρούν μία από τις πιο επιδραστικές καλλιτέχνιδες του μεταπολεμικού θεάτρου, κάποιοι άλλοι δε θα πάψουν να ενοχλούνται, να θεωρούν τα έργα της σχεδόν πορνογραφικά, βίαια, εξευτελιστικά. «Δεν έχει καμία σημασία», έλεγε, «αν το έργο μου βρίσκει ένα κοινό με κατανόηση. Δεν βρίσκομαι εδώ για να ευχαριστήσω το κοινό, δεν μπορώ να μην προκαλέσω τον θεατή».
Όταν στη Μαδρίτη γιούχαραν το έργο της, σηκώθηκε ο Αλμοδοβάρ και την υπερασπίστηκε. «Είδα το Masurca Fogo στη Βαρκελώνη. Έμεινα κατάπληκτος από τη ζωντάνια του, την αισιοδοξία του, τον βουκολικό του αέρα και εκείνες τις απρόβλεπτες εικόνες οδυνηρής ομορφιάς που με έκαναν να κλάψω» έλεγε. «Στο Όλα για τη μητέρα μου υπήρχε ένα πόστερ της Πίνα από το Café Müller στον τοίχο του γιου της Σεσίλια Ροθ. Όταν τελείωσα να γράφω το σενάριο για το Μίλα της το βλέμμα μου έπεσε πάλι σε αυτή την αφίσα. Τότε πρόσεξα το πρόσωπό της. Τα κλειστά της μάτια. Το πώς ήταν ντυμένη μόνο με ένα διαφανές σλιπ, με τα χέρια της τεντωμένα, ανάμεσα σε καρέκλες και τραπέζια».
Συντετριμμένος από τον θάνατό της δήλωσε: «Με ένα αιώνιο τσιγάρο στο χέρι και το απερίγραπτο χαμόγελό της, η Πίνα Μπάους εισήγαγε μια στροφή στον μοντέρνο χορό την τελευταία 25ετία. Με άφησε να βιώσω τη μαγεία της τέχνης στο Μίλα της. Η φιλία μας ήταν έντονη και αιώνια. Η Πίνα πάντοτε ήταν μόνιμη πηγή χαράς».
Η Πίνα λατρεύτηκε απ’ όλους. Πριν από αυτήν βλέπαμε χορεύτριες με τουτού, με την Πίνα που φορούσε κομπινεζόν και έκανε αυτά τα μικρά βήματα στο καφέ Μύλλερ , είδαμε ένα κομμάτι της ζωής μας στη σκηνή. Μέσα σε κινήσεις ανεπαίσθητες, απολύτως ανθρώπινες, αισθησιακές και συγκινητικές, καθημερινές και απροσδόκητες.
Μέχρι τον θάνατό της πριν μερικές ημέρες δεν σταμάτησε λεπτό να χορεύει, να σκηνοθετεί και να σχολιάζει τις κοινωνικές σχέσεις μέσα από το χοροθέατρο. Δε σταμάτησε να ενώνει θεατρικότητα και την απλότητα. Οι μεγαλύτεροι Ευρωπαίοι χορογράφοι της χρωστούν την καλλιτεχνική τους καταγωγή.
Ήταν από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Παραγωγική και αξιοθαύμαστη, επινοητική και συγκινητική συνεχώς. Μια εύθραυστη πεταλούδα γεμάτη δύναμη, ένα «θλιμμένο σώμα». Ήταν απλή και ανθρώπινη, έξυπνη και μορφωμένη. Η Πίνα άλλαξε τον τρόπο που βλέπουμε όχι μόνο το χορό αλλά την τέχνη. Οριστικά και αμετάκλητα.