
«Ο συγγραφέας ίσως και να ‘ναι ο παραγιός του Θεού», έλεγε πριν από λίγα χρόνια σε μια συνέντευξη ο Αντώνης Σουρούνης.
Ο συγγραφέας που έφυγε στα 74 του χρόνια γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1942. Όταν τελείωσε το γυμνάσιο, έφυγε για τη Γερμανία, όπου είχαν ήδη μεταναστεύσει όλοι του οι συγγενείς. Mετά από μερικά εξάμηνα σε γερμανικά και αυστριακά πανεπιστήμια, ο συγγραφέας διακόπτει τη φοίτησή του και ταξιδεύει δουλεύοντας. Eργάστηκε από τραπεζικός υπάλληλος μέχρι ναυτικός και από hotel boy μέχρι επαγγελματίας παίκτης ρουλέτας.

Στα πρώτα χρόνια του βίου μας, τέτοιες μέρες φεύγαμε από την Αθήνα και πηγαίναμε στη Θεσσαλονίκη. Είχα μπλέξει σ' ένα καρέ από εργολάβους, μηχανικούς, ανθρώπους της οικοδομής τέλος πάντων, και παίζαμε συνέχεια μέχρι τη γιορτή του Αϊ-Γιάννη. Η γυναίκα μου τις πρώτες μέρες ερχόταν μαζί μου και, καθισμένη σε μια πολυθρόνα μ' ένα βιβλίο στα χέρια, περίμενε υπομονετικά ένα και δυο μερόνυχτα διαβάζοντας. Οταν τελείωναν τα βιβλία ή όταν βαριόταν, παρέμενε στο ξενοδοχείο και κοιμόταν. Σχεδόν πάντα επέστρεφα κερδισμένος. Στόλιζα το κρεβάτι με λογής λογής χαρτονομίσματα κι έπειτα την ξυπνούσα φιλώντας την. Κοιτούσε γύρω της σαν να την είχαν διακοσμήσει με παλιόχαρτα, και είμαι βέβαιος πως θα προτιμούσε, αντί γι' αυτά, να βρίσκονταν εκεί πάνω λουλούδια. Ομως εγώ με χιλιάρικα έπαιζα, δεν έπαιζα με άνθη. Γι' αυτά ιδροκοπούσα όλη νύχτα και αγωνιούσα, ώσπου να τα αποθέσω το ξημέρωμα στα πόδια της και να τα κάνει ό,τι εκείνη ήθελε. Δε φταίω εγώ αν δεν τα 'κανε τίποτα· όπως δε φταίω και τώρα που δεν έχω λεφτά να της αγοράσω μια τσάντα. Ας την αγόραζε τότε. Στο καζίνο όλοι ξέρανε πια πως δε διαθέτω χρήμα, παρόλο που εξακολουθούσα να πίνω τα ουίσκι που έπινα πάντα και να αποφεύγω να βάζω τα χέρια στις τσέπες. Οι καθημερινοί παίκτες με έβλεπαν σαν το πρώτο κρούσμα κάποιας μεταδοτικής ασθένειας που την είχαν ακουστά και τώρα είχε πλησιάσει απειλώντας τους, γράφει στο βιβλίο του «Ο χορός των ρόδων», ένα ξόρκι για το τέλος του... gambler.

Ο δρόμος όπου έμεναν οι γονείς μου ήταν ένας εργατικός δρόμος, όπου σπάνια συναντούσες άνθρωπο. Ολημερίς βρίσκονταν κλεισμένοι στα εργοστάσια, ολοβραδίς μπρος στην τηλεόραση κι ολονυχτίς κοιμούνταν. Όποιος έκανε κάτι έξω απ' αυτά ήταν ύποπτος. Οι συμπατριώτες μας που έρχονταν από μακριά να γιορτάσουμε τις άγιες μέρες τούς τρόμαζαν και τους πανικόβαλλαν. Παρακολουθούσαν πίσω από τις κουρτίνες τα αυτοκίνητα που κατέφθαναν γεμάτα οικογένειες, ταψιά και τεντζερέδες και δεν μπορούσαν να καταλάβουν τί συμβαίνει. Για κείνους ήταν άγριες μέρες και δεν ησύχαζαν ώσπου ν' ακούσουν τ' αυτοκίνητα να φεύγουν. Ρωτούσαν το σπιτονοικοκύρη μήπως υπήρχε καμιά κρυφή ταβέρνα μες στο σπίτι του και ποιος πληρώνει όλα τούτα τα φαγιά. Εκείνος φοβόταν πιο πολύ απ' όλους, γιατί είχε καταντήσει να 'ναι ξένος μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Μόνο η δική του οικογένεια ήταν γερμανική κι ούτε ήξερε μέχρι πότε θα εξακολουθούσε να 'ναι. Μέσα στο αχούρι του ζούσαν άλλες δύο οικογένειες αλλοδαποί, μια ιταλική και μια ακόμα ελληνική. Οι μόνοι γκάσταρμπάιτερ σ' ολόκληρη την περιοχή. Όλοι αυτοί ανεβοκατέβαιναν τις σάπιες σκάλες που χρησιμοποιούσαν η γυναίκα του και τα παιδιά του, μπαινόβγαιναν στο ίδιο αποχωρητήριο της αυλής με ξεκούμπωτα πουκάμισα και λυμένα ζωνάρια και ανοιγόκλειναν την ίδια πόρτα, που πίσω της ποτέ δεν ήξερες τί σε περιμένει. Τα 'λεγε όλα αυτά στους γείτονες, όταν τον κατηγορούσαν πως έφερε μες στα πόδια τους αγριωπούς και πεινασμένους αγνώστους για μια χούφτα μάρκα. Προσπαθούσε να τους πείσει ότι τα κεφαλάκια και τα έντερα που έβλεπαν να κουβαλάνε οι νοικάρηδές του προέρχονταν από αρνάκια που αγόραζαν κανονικά από τα σφαγεία κι όχι από σφαγμένους Γερμανούς. Τί να πει κι ο ίδιος, που τα παιδιά του του μιλούσαν ήδη λέξεις ακαταλαβίστικες και τρώγανε όλ' αυτά τα σκατά. Το σπίτι του βρομοκοπούσε σκόρδο χωρίς να το βάζει στο στόμα του. Όπως κι εκείνοι μισούσε το σκόρδο κι όμως ήταν αναγκασμένος ν' ανέχεται την μπόχα του, για να μπορεί ν' αγοράζει τα λουκάνικα που τόσο αγαπούσε. Γράφει στις Κυριακάτικες ιστορίες.
Οι ήρωες του Σουρούνη είναι οι καθημερινοί άνθρωποι, οι αναγνώστες του, στην ουσία. Η συγγραφική του ιδιαιτερότητα, η ατμόσφαιρα των μύθων και η σφραγίδα του στα γράμματα είναι δεδομένη, και είναι η ζωντανή απόδειξη για το πόσα μπορεί να πετύχει ένας συγγραφέας όταν, εκτός από ταλέντο, έχει και κάτι να αφηγηθεί.

«Έχω κάνει πάρα πολλά πράγματα στη ζωή μου», έλεγε. «Έχω εργαστεί σε τράπεζα, στη λαχαναγορά, σε βαπόρια, σε ρουλέτες. Έχω κάνει χίλια δυο. Ήξερα όμως πάντα ποιος είναι ο προορισμός μου. Ευτυχώς που δεν είχε φράγκα ο πατέρας μου να μου τα δώσει και να αράξω κάπου, να μην εργάζομαι. Όσα διαβάζεις στα βιβλία μου είναι αυτά που έχω ζήσει. Το συγγραφιλίκι δεν είναι να κλειδωθείς σε ένα δωμάτιο από πιτσιρικάς και να διαβάζεις όλα τα βιβλία άλλων συγγραφέων για να γράψεις εσύ κάποτε. Άμα θες να γράψεις τη ζωή όπως είναι, πρέπει να τη ζήσεις. Και να ζεις με διαφορετικούς ανθρώπους, έξω, στο δρόμο. Να μην μιλάς μόνο με τους καθηγητές και τους δασκάλους σου»

Για τον Αντώνη Σουρούνη, το όνειρο ήταν να γράφει και τα κατάφερε να είναι αυτή η μεγαλύτερη χαρά της ζωής του. Πίστευε ότι κανένας δε μπορεί να ζήσει αν δεν έχει σαν πυξίδα την παιδική του ηλικία. «Πυξίδα σου είναι η παιδική σου ηλικία, πως έζησες, τι έκανες, τι σου κάνανε, τι ήθελες να γίνεις, τι δεν έγινες. Όλα ξεκινάνε από την παιδική ηλικία. Είναι όπως έχουνε οι παραδόπιστοι τα σεντούκια με τις λίρες και δεν τις πειράζουνε. Άμα δεν βάλεις χέρι στην παιδική σου ηλικία μπορεί να μείνεις και για πάντα παιδί. Ένα ανόητο παιδί όμως. Πρέπει να την ανακατώσεις την παιδική ηλικία, να δεις τι έκανες, πως έγινε αυτό, πως το άλλο. Για να ξεκινήσεις πάλι από εκεί».
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr