X

T. Επτακοίλη: «Το μεγαλύτερο μάθημα της ζωής είναι ότι πάντα θα εκπλήσσει»

Η Τασούλα Επτακοίλη που μίλησε με σπαρακτικό λόγο στους ενήλικες για την απώλεια και ξετρέλανε τους πιτσιρικάδες με το παραμύθι που ακολούθησε, επιστρέφει με ποίηση.

Συνεσταλμένο αλλά απολύτως συγκροτημένο, εκείνο το άριστο παιδί διάβαζε απο μικρό μανιωδώς. Κάπου εκεί μεταξύ Γυμνασίου και Λυκείου έπεσε στα χέρια της η Οριάνα Φαλάτσι. Κι από τότε αποφάσισε τι επάγγελμα θα ακολουθήσει στη ζωή της. Δεν υπήρχε περίπτωση να παρεκκλίνει στο στόχο της. «΄Ολοι τρώμε μια πετριά κάποια στιγμή...», λέει γελώντας.

Δεν ασχολήθηκε, λοιπόν, με τη διδασκαλία αξιοποιώντας το πτυχίο κλασσικής φιλολογίας που απέκτησε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η Τασούλα Επτακοίλη εξακολουθεί να μαθαίνει τη ζωή με ακόρεστη δίψα ως δημοσιογράφος. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, δοκιμάζεται στη συγγραφή και μάλιστα σε ιδιαίτερα «τραχύ» πεδίο. Μετά «Το άλλο μου ολόκληρο» (Πατάκης 2016), την ελεγεία για την απώλεια και τις αιώνιες αγάπες, και τον τρυφερό της «Γουργούρη» (Πατάκης 2017), η ίδια καταπιάνεται με την ποίηση καταθέτοντας το μικρό, κομψό «Η Γυναίκα στο Ασανσέρ» (Καστανιώτης). Το βιβλιαράκι όπου η προσωπική γραφή συναντά τον ποιητικό λόγο σε 36 κομψοτεχνήματα κεντημένα στίχο -στίχο ως καταθέσεις μιας ευαίσθητης ψυχής.

Μα καλά, τι κοινό μπορεί να έχει ένα πεζογράφημα, ένα παιδικό βιβλίο και μια συλλογή ποιημάτων, που κυκλοφόρησαν μάλιστα σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα τη ρώτησα στην πρόσφατη συνάντησή μας. «Στη ζωή του ουσιαστικά ο άνθρωπος γράφει ένα βιβλίο», μου απάντησε ανακαλώντας τα λόγια προσώπου που εκτιμά. «Και τα τρία έχουν το ίδιο στον πυρήνα τους. Την απώλεια, την αγάπη κι εντέλει την αγάπη για ζωή. Αυτό είναι ο κοινός παρονομαστής τους», συμπλήρωσε εκείνο το ζεστό μεσημέρι που μου διηγήθηκε σε ραδιοφωνικό τόνο τη ζωή της:

Τασούλα Επτακοίλη

«Γεννήθηκα στο Σάμο από Σαμιώτες γονείς αλλά τα πρώτα παιδικά μου χρόνια τα έζησα στην Τήνο. Οι γονείς μου ήταν εκπαιδευτικοί, διορισμένοι εκεί σε δυο μικρά χωριά. Η Τήνος τη δεκαετία του '70 ήταν πολύ διαφορετική από τη σημερινή. Η πρώτη μου ανάμνηση είναι γύρω στα δυόμιση να πέφτω από την πέτρινη σκάλα του αγροτόσπιτου που μέναμε».

«Ευγνωμονώ τη ζωή που με έφερε στην επαρχία διότι χόρτασα αλάνα, παιχνίδια, έζησα πως είναι να είσαι σ' ένα σπίτι με το κλειδί έξω από την πόρτα και τους δεσμούς μέσα στην κοινότητα - κάτι που παραμένει ακόμα και σήμερα σ' ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής επαρχίας».

«Μετά ήρθαμε Πειραιά. Πήραν μετάθεση οι γονείς, ήρθα κι εγώ. Ο Πειραιάς είναι η πόλη της εφηβείας και των νεανικών χρόνων: Χατζηκυριάκειο, Καλλίπολη, Φρεατίδα, το ένδοξο παραλιακό μέτωπο».

«΄Ημουν πολύ συνεσταλμένο, ντροπαλό θα έλεγα, παιδί. Πολύ εσωστρεφής, πάντα ήθελα το "μπράβο" των άλλων, ήθελα να είμαι η καλύτερη μαθήτρια, το πιο καλό παιδί, να μη δημιουργώ προβλήματα στους άλλους - ίσως το ιδανικό παιδί. Καλή μαθήτρια, σημαιοφόρος, απουσιολόγος: Να υπηρετώ αυτό το μοντέλο κι όλοι να έχουν αδυναμία στην αδερφή μου, Γιούλη, που ήταν το θρασίμι!»

«Πως να μην οδηγήσουν όλα αυτά στη Φιλοσοφική; Ημουν πολύ καλή και στα άλλα μαθήματα. Με πιέζαν να γίνω γιατρός, αλλά εγώ ήθελα αυτό που ... δεν ακολούθησα κιόλας. Και το κατάφερα. (΄Οχι, αν και πτυχιούχος, δεν δίδαξα ποτέ)».

«Και μετά από πολύ νωρίς στη δημοσιογραφία. Ισως επειδή διάβαζα πολύ όταν ήμουν μικρή στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο Οριάνα Φαλάτσι φαντασιωνόμουν ότι θα γίνω κι εγώ μια τέτοια ρεπόρτερ. Ολοι τρώμε μια πετριά κάποια στιγμή... Πέρασα κι από το Εργαστήρι Δημοσιογραφίας κι από τότε άρχισα σχεδόν αδειάλλειπτα να δουλεύω ως δημοσιογράφος μ' ένα πολύ μικρό διάλειμμα κατά τη διάρκεια του οποίου εργάστηκα σε γραφείο τύπου δισκογραφικών εταιρειών (την Polygram μετέπειτα Universal και τη Sony music) που ήταν επίσης μεγάλο σχολείο για εμένα. Είδα τη νύχτα, γνώρισα και τον κόσμο της σόου - μπιζ (αν υπάρχει τέτοιο πράγμα στην Ελλάδα). Και τα τελευταία χρόνια εργάζομαι στην "Καθημερινή" (εργάζομαι ως αρχισυντάκτρια και στο Blue της Aegean), αλλά στη ζωή μου έχω κάνει και πολύ ραδιόφωνο με τελευταία στάση τον Μελωδία όπου έχω παραμείνει σχεδόν 16 χρόνια. Η μεγαλύτερη συγκίνηση απ' όλα όσα έχω κάνει, πάντως, έχει προέλθει από το ραδιόφωνο. Μου λείπει κάθε μέρα - έτσι όπως όπως ήταν, βέβαια».

«Δεν μπορώ να εξηγήσω ακριβώς πως ξεκίνησα να γράφω διότι ούτε ακριβώς κι η ίδια δεν το κατάλαβα. Πάντα έγραφα. Οι πρώτες απόπειρες να γράψω κάποια στιχάκια ήταν στα χρόνια τα εφηβικά. Και μάλιστα ήμουν ο άνθρωπος που πάντα κρατούσα ημερολόγιο για πολλά χρόνια. (Οχι, δεν κρατάω πιά). Μάλιστα βρήκα σε μια μεγάλη κούτα στο πατάρι κάποια ποιήματα. Δυο τα έβαλα στη συλλογή. Τα άλλα τα βρήκα πολύ εφηβικά, απλοϊκά... Αυτά τα δυο τα άφησα μέσα να "κολυμπήσουν" επί ίσοις όροις με τα άλλα - τη χρονική απόσταση με τα υπόλοιπα 34 δεν κατάλαβε ούτε ο επιμελητής των εκδόσεων Καστανιώτη».

« Υπάρχει κάτι που κάποια στιγμή ενεργοποιεί αυτό που έχεις μέσα σου κι είναι εν υπνώσει... Αυτό έγινε με τη συγγραφή του πρώτου μου βιβλίου "Το άλλο μου ολόκληρο" μετά το θάνατο του Κώστα. Ουσιαστικά είναι ένα ημερολόγιο απώλειας του συντρόφου μου που έγραφα κάθε μέρα επί ένα χρόνο. Μετά μου έλειπε το γράψιμο. Οταν κυκλοφόρησε "Το άλλο μου ολόκληρο" είχα ήδη ξεκινήσει να γράφω τον "Γουργούρη"... Τώρα θα μου πεις, πως από τη μαρτυρία μιας απώλειας πήγα στο παιδικό και μετά στην ποιήση... Ο συγγραφέας σε όλη του τη ζωή γράφει ένα βιβλίο. Και τα 3 έχουν το ίδιο πράγμα στον πυρήνα τους. Είναι η απώλεια, η αγάπη κι η αγάπη για ζωή. Οπότε αυτό είναι κοινός παρονομαστής τους όποια μορφή κι αν έχουν...»

«Οι γραμμές που διαβάζετε στο βιβλίο γράφτηκαν σε στιγμές που κι εγώ δεν το περίμενα. Σταματημένη σ' ένα φανάρι, να με τυφλώνει ο ήλιος και την ώρα που κατεβάζω το σκίαστρο να μου' ρχεται στο μυαλό: "Κοιμάμαι δίπλα σου σα να βαδίζω κόντρα στον ήλιο. Με τυφλώνει το φως από τα όνειρά σου" (¨"Η Γυναίκα στο ασανσέρ"). Μέχρι να ανάψει το πράσινο, το είχα σημειώσει».

«Οταν μαζεύτηκε ένα corpus ποιημάτων του τελευταίου βιβλίου, το διάβασαν οι δικοί μου άνθρωποι: Η Γιούλη, η κολλητή μου και μετά ο συγγραφέας, Γιώργος Μανιώτης, ο μέντοράς μου που πάντα μου έλεγε: Γράψε, γράψε... Ακόμα με κυνηγάει... Κι η υποδοχή από τον Καστανιώτη ήταν συγκινητική. Αμέσως αγκάλιασαν την προσπάθεια και βγήκε το βιβλιαράκι. Είμαι συγγραφέας της μικρής φόρμας, ξέρετε».

«Δεν συστήνομαι ως ποιήτρια ή συγγραφέας, αλλά ως ... επαγγελματίας γραφιάς. Δεν ήταν εύκολο να αποφασίσω να εκτεθώ. Διότι εδώ βγάζεις τα σώψυχά σου. Δεν είναι εύκολο να φαντάζεσαι κάποιον στην παραλία να διαβάζει τις δικές σου διαδρομές ζωής. Αν δεν το κάνεις, όμως, αυτό δεν αφορά κανένα. Κι απ' τη στιγμή που αποφασίζεις να το κάνεις, πρέπει να αφορά κι άλλους - αλλιώς μην το κάνεις καθόλου. Ηταν πολύ δύσκολο. Και στο πρώτο βιβλίο μίλησα για τη ζωή μας με τον Κώστα, για τα προβλήματά μας, μίλησα για το πρόβλημα υγείας που πέρασα στα 30 μου χρόνια. Και αναρωτιόμουν: Πως θα γίνει αυτό το πράγμα; Επειδή, όμως, δεν είμαι ο ίδιος άνθρωπος που ήμουν πριν από 5 χρόνια, έχω αποφασίσει ότι για να αντέξω όλη αυτή την τοξικότητα που μας περιβάλλει, αλλά και τα σκαμπανεβάσματα, τα σκαμπίλια που έφαγα στη ζωή μου, θα πρέπει να δυναμώσω μέσα μου. Και μέσα σου δυναμώνεις όταν κάνεις αυτό που σου λέει η καρδιά σου. Είπα, λοιπόν, θα ακολουθήσω την καρδιά μου, κι αν έστω κι ένας άνθρωπος δει μέσα σ' αυτά κάτι από τον εαυτό του, τότε καλώς γινομένο...»

«Γράφω τώρα μια ιστορία παιδική. Ευελεπιστώ να την τελειώσω άμεσα. Νομίζω δεν πρέπει να βάλω τον τρόπο που εκφράζομαι σε καλούπι. Δεν μ΄εδιαφέρει να χαρακτηριστώ ποιήτρια - μυθιστριογράφος ή κάτι άλλο αλλά θέλω να βγάζω το μέσα μου προς τα έξω».

«Θα είναι ψέματα να πει κανείς ότι κάνει κάτι και δεν θέλει να αρέσει αυτό που κάνει στον κόσμο. Αλλά δεν είναι το κίνητρο αυτό. Δεν είναι η υστεροφημία μου αυτό που με κινεί αλλά ότι έχω μέσα μου πολύ ενέργεια, πολλά πράγματα που θέλω να εκφράσω, κι αν δεν βγει ο ατμός θα σκάσει το καζάνι. Ξέρεις όμως... Στη συνείδηση του κόσμου οι ποιητές είναι αλαφροϊσκιωτοι. Κι ο κόσμος δεν διαβάζει βιβλία. Και τα πιτσιρίκια είναι με μια ταμπλέτα στο χέρι και δεν έχουν και πολύ επαφή με το χαρτί...»

«Σε 10 χρόνια βλέπω τον εαυτό μου με ακόμα περισσότερες ρυτίδες που ελπίζω να έχω αποδεχτεί (δεν είναι εύκολο να βλέπεις τον εαυτό σου να αλλάζει, κι αυτό από ένα σημείο και μετά γίνεται ολοένα και εντονότερα), εύχομαι να συνεχίζω να απολαμβάνω το αγαθό της υγείας, να έχω τριγύρω τους ανθρώπους που με αγαπούν τους οποίους αν δεν τους είχα θα ήμουν τόσο δυστυχισμένη που δεν θα μπορούσα ούτε να γράψω... Να έχω τελειώσει την παιδική ιστορία που γράφω αυτό τον καιρό και να έχω γράψει κι άλλα ποιήματα - αν μπορέσω να ονομάσω έτσι αυτή τη διαδικασία. Αλλά εδώ που τα λέμε αυτό δεν γράφει το εξώφυλλο του βιβλίου;»

«Το μεγαλύτερο μάθημα που μου έχει δώσει η ζωή είναι ότι πάντα θα μας εκπλήσσει. Μετά το θάνατο του Κώστα με τον οποίο ήμασταν μαζί 24 χρόνια θεώρησα ότι η ζωή μου έχει τελειώσει. Ετσι ένιωθα και πίστευα βαθιά. Η ζωή, όμως, αποδείχτηκε πιο δυνατή απ' ότι νόμιζα. Οπότε αυτό είναι το μάθημα: Η ζωή πάντα βρίσκει τρόπο να μας εκπλήσσει, κι όχι μόνο δυσάρεστα».

Το εξώφυλλο της συλλογής ποιημάτων της Τασούλας Επτακοίλη