Στη θλίψη έχει βυθιστεί το πανελλήνιο, μετά την είδηση του θανάτου του κορυφαίου Διονύση Σαββόπουλου. Ο αγαπημένος "Νιόνιος" της Ελλάδας, "έφυγε" σε ηλικία 81 ετών, μετά από νοσηλεία σε ιδιωτικό νοσοκομείο.
Πολυδιάστατος δημιουργός, συνθέτης και στιχουργός, ο Διονύσης Σαββόπουλος υπήρξε ένας από τους βασικούς διαμορφωτές της σύγχρονης ελληνικής μουσικής και καλλιτεχνικής ταυτότητας. Με τον ανατρεπτικό λόγο του, τη γλωσσική του τόλμη και τους τολμηρούς μουσικούς του συγκερασμούς, έδωσε νέα πνοή στο ελληνικό τραγούδι, δημιουργώντας ένα έργο που ξεπέρασε τα όρια των εποχών.
Ο "Νιόνιος" δεν υπήρξε απλώς ένας τραγουδοποιός· υπήρξε ένα πολιτισμικό φαινόμενο, ένας καθρέφτης της νεότερης Ελλάδας που συνέδεσε την παράδοση με τον μοντερνισμό, αφήνοντας πίσω του μια κληρονομιά ανεξίτηλη.
Αυτοδίδακτος και προικισμένος δημιουργός, εκπληκτικός περφόρμερ και αφηγητής, ο Σαββόπουλος εξέδωσε 14 κύκλους τραγουδιών σε δίσκους βινυλίου και ακτίνας, καθώς και ζωντανές ηχογραφήσεις εμφανίσεών του. Όλοι οι δίσκοι του κυκλοφορούν και στο εξωτερικό, παντού όπου υπάρχει ελληνισμός. Ταξίδεψε πολύ και έγραψε μουσική για τα θέατρα της Αθήνας, για την Επίδαυρο αλλά και για τον κινηματογράφο όπου κέρδισε βραβείο μουσικής για το Happy Day το 1976 αλλά αρνήθηκε να το παραλάβει.
Παρουσίασε στη δισκογραφία, ως μουσικός παραγωγός, νεότερους και πρωτοεμφανιζόμενους συναδέλφους του. Εξέδωσε 5 βιβλία με στίχους, παρτιτούρες και κείμενά του. Τον Δεκέμβριο του 2003 κυκλοφόρησε την επιτομή του συνόλου των στίχων του, καθώς και δύο βιβλία αφιερωμένα στη ζωή και το έργο του από τον Κώστα Μπλιάτκα και τον Δημήτρη Καράμπελα. Είχε κατά καιρούς δικές του σειρές εκπομπών, τόσο στην τηλεόραση όσο και στο ραδιόφωνο. Μία από αυτές ήταν και το "Ζήτω το ελληνικό τραγούδι".
Διονύσης Σαββόπουλος: Η συνταρακτική εξομολόγηση για τη μάχη με τον καρκίνο
Ο Διονύσης Σαββόπουλος είχε μιλήσει πριν από λίγους μήνες τη μάχη που έδωσε με τον καρκίνο και τις δυσκολίες αυτής της περιόδου στην αυτοβιογραφία του με τίτλο "Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα".
Τον Μάρτιο του 2020 (την εποχή της πρώτης καραντίνας) ήταν που έλαβε τη διάγνωση:
"Μια και είχα χρόνο στη διάθεσή μου, πήγα να δω τους γιατρούς, γιατί είχα κάτι ενοχλήσεις. Στις εξετάσεις διαπιστώθηκε καρκίνος στον πνεύμονα. Έτσι ξαφνικά; Όχι και τόσο ξαφνικά. Όλο γκούχου-γκούχου ήμουν το τελευταίο διάστημα, πάνω από πενήντα χρόνια καπνίζω, και σάς το λέω αυτό για προσέχετε, να ‘χετε το νου σας, κι αν -ο μη γένοιτο- σάς συμβεί, μη φοβηθείτε, αντιμετωπίστε το, κι έχει ο Θεός. Μού αφαίρεσαν μισό πνευμόνι, κι ύστερα μπήκα σε κάποιες θεραπείες, που όσο να ΄ναι έχουν τις παρενέργειές τους. Κόπωση βασικά. Μια αίσθηση μεγάλη αδυναμία" εξομολογείται ο ίδιος στο βιβλίο.
"Παραμέρισα τη σκιά της αρρώστιας" περιγράφει, καθώς συνέχισε κανονικά στους καλλιτεχνικούς ρυθμούς που είχε συνηθίσει.
"Εκεί κατά την άνοιξη (2022), φαίνεται πως την πάτησα. Ενώ έκανα τις ανοσοθεραπείες μου κανονικά στο νοσοκομείο, μού ζήτησαν απ’ την Κύπρο να δώσω μερικές συναυλίες για τα εκατό χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Δεν μού ήταν δυνατό ν΄ αρνηθώ. Πήραμε όλες τις προφυλάξεις και κατεβήκαμε με τον Γιώτη Κιουρτσόγλου στο νησί. Εγώ πάντα μάσκα φορούσα… Και μόλις γύρισα, έπεσα στο κρεβάτι με υψηλό πυρετό. Φωνάξαμε γιατρό. ”Γρήγορα στο νοσοκομείο με ασθενοφόρο!” διέταξε. Είχα φορτωθεί με κορωνοϊό. Ήμουν που ήμουν αδύναμος απ’ τις θεραπείες, άρπαξα και τον ιό στο αεροπλάνο, διότι τα αεροπλάνα είναι θάλαμοι αερίων, και να το αποτέλεσμα."
Σε άλλο σημείο του βιβλίου ο σπουδαίος καλλιτέχνης διηγήθηκε: "Κάναν σύσκεψη από πάνω μου οι γιατροί, μήπως πρέπει να μπω στην εντατική λόγω δύσπνοιας, Μεγάλη Εβδομάδα ήταν. Αποφάσισαν να περιμένουν λίγο. Μού βάλαν ορό στη φλέβα, μάσκα οξυγόνου, και με πλάκωσαν στα φάρμακα, με μεγάλες δόσεις Lasix.Ξυπνώ ένα βράδυ μούσκεμα. Είχα βρέξει εσώρουχα πιτζάμες, σεντόνια, χάλια τα ‘χα κάνει. Τώρα; Πρέπει να φωνάξω τις νοσοκόμες; Πρέπει να με δουν έτσι; Είμαι ο… ο Σαββόπουλος. Δεν γίνεται.
Γίνεται! Τι άλλο να έκανα, χτύπησα το κουδούνι. Κατέφθασε πρώτα η μία, είδε τί έγινε και φώναξε και τις άλλες. Ανέκφραστες και άψογες όλες τους:
-Σηκωθείτε, κύριε Σαββόπουλε.
-Να γδυθώ; Έβγαλα αμήχανος τις πυτζάμες. Με ελέγξανε:
-Βγάλτε και τα εσώρουχά σας.
Τα ‘βγαλα και στάθηκα στη γωνιά ντροπιασμένος, κρύβοντας με τις παλάμες μου ό,τι μπορούσα. Ένας γυμνοσάλιαγκας ήμουν, ένα τίποτα.
Κι όπως ήμουν έτσι ν΄ ανοίξει η γη να με καταπιεί, ένιωσα ξάφνου σαν να μην έχει σημασία πια, σα ‘να φυγε ένα βάρος από πάνω μου, ανάσανα, κι αφέθηκα στα χέρια των γυναικών. Με πλύνανε, μού βγάλαν να φορέσω καινούργιες πιτζάμες, με ξάπλωσαν στα καθαρά σεντόνια και με σκέπασαν. Χρόνια πολλά, μού είπαν φεύγοντας οι αδελφές. Είχε έρθει το Πάσχα".
Η εξομολόγηση του Διονύση Σαββόπουλου για τη σύζυγό του: Όταν τη γνώρισα... τρέκλιζα
Ο Διονύσης Σαββόπουλος και η σύζυγός του, Άσπα, ήταν αχώριστοι για έξι σχεδόν δεκαετίες. Μαζί απέκτησαν τρία παιδιά και δύο εγγόνια.
Πρόσφατα, στο βιβλίο του με τίτλο "Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα", περιέγραψε τη γνωριμία του με τη σύζυγό του με ποιητική διάθεση.
"Ήταν μια περίοδος ταλαιπωρίας, αλλά κάθε εμπόδιο σε καλό. Γιατί έτσι γνώρισα την γυναίκα που θα γινόταν η γυναίκα της ζωής μου. Ήταν μαθήτρια της τρίτης λυκείου τότε. Αμίλητη και κλειστή σαν όστρακο. Και τόσο όμορφη, που το βράδυ φωσφόριζε. Αλλά εγώ τότε τρέκλιζα ακόμη, και μια με τους μπάφους, μια με τις απογοητεύσεις, δεν καταλάβαινα τον ρόλο που θα έπαιζε στη ζωή μου αυτό το πλάσμα", γράφει.
"Ήταν το 1967 όταν ήμουν σε μια φάση ανασφάλειας και εσωτερικών αναζητήσεων. Αποφάσισα ότι ο κάλος στη φωνή δεν θα φύγει ποτέ. "Θα φύγω από τα τραγούδια", σκεφτόμουν, δεν με ενδιαφέρουν πια. Θα βγάλω ναυτικό να μπαρκάρω, να θαλασσοπνιγώ". Ήταν η χρονιά που τελικά την παντρεύτηκε.
Σε συνέντευξή του στην ΕΡΤ πρόσφατα, είχε επίσης δηλώσει: "Είναι η γυναίκα της ζωής μου, με ανέχεται 57 χρόνια. Είναι εξαιρετική. Είμαι ερωτευμένος μαζί της και αυτή με ζηλεύει. Έμεινε αφοσιωμένη σε αυτό τον γάμο. Και τα παιδιά μου. Η οικογένεια στάθηκε δίπλα μου. Δεν ήξερα τότε ότι ήταν η μία. Ήμουν αλλού γι’ αλλού. Τότε πήρα δύο σημαντικές αποφάσεις, όσο ήμουν στην απομόνωση. Να ασχοληθώ με την μουσική, και να παντρευτώ την Άσπα που την αγαπώ. Ήμασταν πολύ νέοι. Παντρευτήκαμε Οκτώβρη του 1967. Ήταν η δικτατορία, τότε παντρευόσουν όποιον έβλεπες μπροστά σου και μετά έπεφταν τα διαζύγια. Είναι ωραίο να μεγαλώνεις με τον ίδιο άνθρωπο, της έχω πει πολλές φορές "σ’ αγαπώ”".