Ο αινιγματικός Μορίς Μπλανσό για τη λογοτεχνία, η πολυγραφότατη Ισμήνη Καπάνταη για την Αθήνα της δεκαετίας του 90 και η Μαντάμ ντε Σταλ για έναν έρωτα στην Ιταλία.
Μορίς Μπλανσό, ο χώρος της λογοτεχνίας
Εκδόσεις Πλέθρον
Δημοσιευμένο στα 1955 το βιβλίο αυτό είναι πλέον ένα απαραίτητο αγκωνάρι της διανοητικής νεωτερικότητάς μας. Προϊόν λελογισμένης και παθιασμένης υπαρξιακής περιέργειας, θα ανεβάσει ψηλά τον πήχυ των κριτικών απαιτήσεων. Φουκώ,Ντεριντά,Τζέφρι Χάρτμαν και τόσοι άλλοι θα αναμετρηθούν μαζί του. Κανένα σύστημα, καμιά σχολή, καμιά ιδεολογία δεν υπάρχει εδώ, ο αινιγματικός συγγραφέας του H τρέλα της ημέρας μιλά για τη λογοτεχνία εν ονόματι μόνο της λογοτεχνίας ως υπαρξιακής εμπειρίας. Αντιμέτωπος επομένως με τον θάνατο και τη σιωπή. Η λογοτεχνία δεν είναι ένας θεσμός, μια διανοητική πρακτική, ένα πολιτιστικό προϊόν, είναι ο χώρος ενός αινίγματος. Τι νόημα έχουν οι έννοιες έργο, συγγραφέας, έμπνευση, αν δεν φωτίζουν αυτό που διακυβεύεται με το γεγονός ότι η λογοτεχνία υπάρχει; Tι έπαιξαν, τι κέρδισαν, τι έχασαν μέσα από την εμπειρία της λογοτεχνίας συγγραφείς όπως ο Ρίλκε, ο Μαλλαρμέ, ο Κάφκα, ο Χαίλντερλιν;
Tι ωθεί έναν συγγραφέα να γράψει, από πού κατάγεται η προσπάθειά του, ποια η φύση της δημιουργικότητάς του, τι σημαίνει «διαβάζω» και ποια η σχέση του με το «γράφω»; Το ζήτημα είναι να απαντηθούν όλα αυτά πάντα μέσα στην άγνοια και την αβεβαιότητα. Καμιά ειδική γνώση, κανένα χάρισμα, καμιά εξουσία –μόνο η ταπεινή ανάγνωση.
«Ο συγγραφέας, όσο παραμένει πρόσωπο πραγματικό και πιστεύει ότι είναι αυτό το πραγματικό πρόσωπο το οποίο γράφει, πρόθυμα πιστεύει και ότι στεγάζει μέσα του τον αναγνώστη του έργου το οποίο γράφει. Ο συγγραφέας αισθάνεται μέσα του, ζωντανή και απαιτητική, τη μεριά του αναγνώστη ο οποίος πρόκειται να γεννηθεί και, πολύ συχνά, μ’ έναν σφετερισμό απ’ τον οποίο είναι αδύνατον να ξεφύγει, ο πρώιμα και ψευδώς γεννημένος αναγνώστης είναι αυτός που αρχίζει μέσα στον συγγραφέα να γράφει».
Ισμήνη Καπάνταη, Αστική Οικία στο Χαλάνδρι
Εκδόσεις Ίκαρος
Η πολυγραφότατη και πολυβραβευμένη συγγραφέας, Ισμήνη Καπάνταη, εγκαινιάζει τη συνεργασία της με τον Ίκαρο με μια ανατροπή: ένα αστυνομικό μυθιστόρημα τοποθετημένο στην Αθήνα της δεκαετίας του ’90.
«Σάββατο πρωί και μόλις κυκλοφόρησε η είδηση, τα τηλέφωνα στην Αθήνα είχανε πάρει φωτιά. Στα περίπτερα οι εφημερίδες κρέμονταν ανοιχτές, κρατημένες με δυο μανταλάκια από τις άκρες τους, για να φαίνεται ολοκάθαρα το πρωτοσέλιδό τους με τη φωτογραφία, και από κάτω, με τεράστια γράμματα, λεζάντες του είδους που συνηθίζεται σε ανάλογες περιπτώσεις όπως, «Είπαν πως η Αστυνομία θα προχωρήσει σε συλλήψεις» και, «Λύθηκε το μυστήριο του φόνου της Αρναούτη στο Χαλάνδρι;» και ακόμα, σε κάποιες φυλλάδες, προκλητικά, η ερώτηση, «Ξέρουνε τώρα τι κάνουν ή θα μας πούνε πάλι πως έκαναν λάθος;».
Αθήνα, στα μέσα της δεκαετίας του ‘90. Το χρήμα ρέει, χρήμα άφθονο που, σε αντίθεση με το παρελθόν, είναι κατά το πλείστον ουρανοκατέβατο. Μια κοινωνία που όζει στερημένη παντελώς μνήμης, μια κοινωνία που θεωρεί ότι η ιστορία εκκινεί και σχεδόν εξαντλείται στον Εμφύλιο. Μια κοινωνία που δεν προοιωνίζεται το μέλλον και παρακολουθεί τις εξελίξεις παθητικά· άνθρωποι εγκλωβισμένοι στους τέσσερις τοίχους των σπιτιών τους —μικρών ή μεγάλων, αδιάφορο, στον κόσμο τους όμως—, μέχρι την ώρα που η μοίρα αποφασίζει την «εικονική τους πραγματικότητα» να τη μετατρέψει, απαλείφοντας απλώς το «εικονική».
Madame de Staël, «Κορίννα ή η Ιταλία»
Εκδόσεις Πόλις
Mε το έργο της Κορίννα ή η Ιταλία, η Μαντάμ ντε Σταλ (1766-1817) έγραψε ένα από τα πιο παράξενα και πλούσια μυθιστορήματα της εποχής της, το οποίο γνώρισε διαχρονικά τεράστια επιτυχία. Η συγγραφέας επινόησε μια νεαρή γυναίκα, έξοχη ποιήτρια και μουσικό, στοχαστική και γενναιόδωρη, με οξεία πολιτική και κοινωνική σκέψη, την Κορίννα, στην οποία και έδωσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η Ιταλία είναι το ιδανικό πλαίσιο για μια ιστορία έρωτα με κακό τέλος ανάμεσα σ’ αυτή την εκπληκτική ύπαρξη και έναν Σκωτσέζο, απόλυτα προσαρμοσμένο, παρά τη νιότη του, στο κοινωνικό καλούπι της κάστας του. Ο Όσβαλντ δεν δέχεται το ωραίο χωρίς χρησιμότητα• η Κορίννα διατρανώνει, σε μια πρώιμη μορφή του, το δόγμα η τέχνη για την τέχνη. Στη διάρκεια των περιπάτων και των ταξιδιών τους, οι δύο νέοι ανταλλάσσουν απόψεις μεταξύ τους αλλά και με τους φίλους τους, Ιταλούς, Άγγλους και Γάλλους, αφήνοντας να διαφανούν τα εθνικά τους χαρακτηριστικά και κατ’ επέκταση οι έντονες, ενδιαφέρουσες και κάποτε μοιραίες διαφορές στη νοοτροπία τους. Μέσα από τις συζητήσεις και τους πολιτικοκοινωνικούς τους διαξιφισμούς αναδύεται ένα ευρωπαϊκό πολιτισμικό και πολιτικό δίκτυο το οποίο καταλήγει στο σαλόνι της Κορίννας. To βιβλίο ερεθίζει πνευματικά τον αναγνώστη, πολλαπλασιάζοντας την απόλαυσή του: η ομορφιά των τεχνών, η φιλοσοφική και θρησκευτική σκέψη, ο στοχασμός για τη λογοτεχνία, την ποίηση, το θέατρο και την αισθητική, του προσφέρονται αφειδώς, με πλαίσιο μερικές από τις πιο όμορφες ιταλικές πόλεις, κυρίως τη Ρώμη, αλλά και τη Νάπολη, την Καμπανία, τη Βενετία, τη Φλωρεντία.
"Η Κορίννα, μυθιστόρημα που γεννήθηκε από ένα ταξίδι στην Ιταλία, και την ερωτική φιλία μεταξύ της Μαντάμ ντε Σταλ και του νεαρού διπλωμάτη Pedro de Sousa Holstein, αποτέλεσε, για μια ολόκληρη ρομαντική και παθιασμένη γενιά, το βιβλίο των υψηλών ιδανικών και του έρωτα. Το έργο αποτελείται από δύο απολύτως διακριτά μέρη. Στο πρώτο, αφθονούν οι αισθητικές αναλύσεις και οι περιγραφές, και η αξία του έγκειται στο ότι αποκαλύπτει στους Γάλλους την Ιταλία, σε μια στιγμή πουοι κατακτήσεις του Ναπολέοντα ευνοούν την άφιξή τους στην Ιταλική Χερσόνησο. Ακόμη και αν η κρίση της Κορίννας ήταν συχνά επιφανειακή και εσφαλμένη, φτάνοντας μάλιστα να προκαλέσει τον θυμό του Φόσκολο, έδωσε ωστόσο μια εικόνα της Ιταλίας που αναδεικνύει όχι μόνο τη μελαγχολία των ερειπίων και τη μεγαλοπρέπεια του παρελθόντος, αλλά και την ποίηση ενός λαού, οποίου τις υπνώττουσες δυνάμεις έχει κατανοήσει η ίδια, με θαυμαστή οξυδέρκεια. Το δεύτερο μέρος ξαναπιάνει, σε μια ατμόσφαιρα σχεδόν θρησκευτικής έξαρσης, την ιδέα που έχει ήδη αναπτύξει η Ντε Σταλ στο έργο της Delphine: τη θυσία της ερωτευμένης γυναίκας, που πέφτει θύμα των κανόνων της κοινωνίας, μολονότι είναι πολύ ανώτερη από τον μέσο όρο, τόσο ηθικά όσο και πνευματικά. Με δυο λόγια, την αέναη σύγκρουση μεταξύ πάθους και καθήκοντος. (Laffont-Bompiani, Le Nouveau dictionnaire des œuvres).
Μπορείτε να τα βρείτε στο http://www.public.gr/