Σίγουρα πολλοί από εσάς έχετε ακούσει το τραγούδι του Θανάση Παπακωνσταντίνου "Διάφανος", όμως λίγοι γνωρίζουν πού αναφέρεται.
Ο στίχος "τρώει την πέτρα σαν ψωμί ο Καίσαρας Βαγέχο" αποκαλύπτει ουσιαστικά την πηγή έμπνευσης του στιχουργού.
Ο Σέζαρ Βαγέχο ήταν ένας ποιητής από το Περού, από τους μεγαλύτερους καινοτόμους και πρωτοπόρους της ποίησης. Γεννήθηκε κατά πάσα πιθανότητα στις 16 Μαρτίου του 1892 στο Σαντιάγο ντε Τσιούκο, ένα απομακρυσμένο χωριό στις περουβιανές Άνδεις, από πολύ φτωχή οικογένεια.
Αυτή η ανέχεια τον ανάγκασε να διακόψει τις σπουδές του στη λογοτεχνία για να δουλέψει ως ταμίας σε μια φυτεία ζάχαρης, τη Χασιέντα Ρόμα, όπου είδε και στιγματίστηκε από την εκμετάλλευση των αγροτών, κάτι που θα ξυπνούσε για πάντα την ταξική συνείδησή του, η οποία θα τον συντρόφευε στο έργο του.
Η εργασία του σε εργοστάσια και ανθρακωρυχεία θα τον μπόλιαζε με τον θυμό και την οργή που γεννά η εκμετάλλευση στον εργασιακό χώρο και θα τον ενέπνεε στην ποίησή του.
Τελείωσε τις σπουδές του στην ισπανική λογοτεχνία το 1915 και έναν χρόνο αργότερα μετακόμισε στη Λίμα όπου εργάστηκε ως δάσκαλος σε κολέγιο. Ωστόσο, απολύθηκε επειδή αρνήθηκε να παντρευτεί την ερωμένη του που έμεινε έγκυος, η οποία μάλιστα πέθανε κατά τη διάρκεια της έκτρωσης, κάτι που καταρράκωσε τον Βαγέχο αφού ο ίδιος την πίεσε να διακόψει την εγκυμοσύνη.
Περίπου την ίδια περίοδο εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή "Οι Μαύροι Μαντατοφόροι" (Los Heraldos Negros). Σε αυτήν ο ποιητής αναφέρεται στο προ-κολομβιανό Περού, στις ερωτικές του σχέσεις και στη νοσταλγία των παιδικών χρόνων. Λίγα χρόνια αργότερα, και συγκεκριμένα το 1922, δημοσίευσε τη δεύτερη ποιητική συλλογή "Τρίλθε" (Trilce). Στο Τρίλθε, που άρχισε να το γράφει στη φυλακή, εγκαταλείπει τους γνωστούς κανόνες της ποιητικής έκφρασης και καταργεί τη γραμματική διάρθρωση της ισπανικής γλώσσας.
Σέζαρ Βαγέχο: Η φυλακή και η "απόδραση" στο Παρίσι
Στη φυλακή ο Βαγέχο κατέληξε όταν κατηγορήθηκε για εμπρησμό και υποκίνηση μιας εξέγερσης στο Σαντιάγο ντε Τσιούκο, την περίοδο που επέστρεψε στα πάτρια εδάφη του.
Μετά από έναν καβγά σε μια εμποροπανήγυρη στο χωριό του, ακολούθησε η πυρπόληση και η λεηλασία του σπιτιού ενός τοπικού γαιοκτήμονα και ο Βαγέχο κατηγορήθηκε ότι ξεσήκωσε τον όχλο. Φυλακίστηκε για περίπου 120 μέρες μέχρι να γίνει μια δίκη εις βάρος του χωρίς αποδείξεις, ενώ στο μεταξύ έχασε και τη μητέρα του, γεγονότα που τον επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό ψυχολογικά, κάτι που καταδεικνύεται και στα ποιήματά του, αφού στο Τρίλθε πολλά φαίνεται να είναι γραμμένα σε κατάσταση παραληρήματος.
Για να γλιτώσει από τις διώξεις και τις κατηγορίες, ταξιδεύει στην Ευρώπη και βρίσκει καταφύγιο στο Παρίσι μαζί με έναν φίλο του. Εκεί έζησε κάτω από συνθήκες απίστευτης φτώχειας, κάτι για το οποίο ήταν προετοιμασμένος, συμβουλεύοντας τον φίλο του:
"Συνήθισε να τρως λίγο. Στο Παρίσι θα ζούμε με πέτρες". Από αυτά τα λόγια προέκυψε ο στίχος του Θανάση Παπακωνσταντίνου "τρώει την πέτρα σαν ψωμί ο Καίσαρας Βαγέχο"…
Περιπλανώμενος σε φτηνά ξενοδοχεία στις όχθες του Σικουάνα, για να επιβιώσει έγραφε άρθρα σε διάφορα παρισινά έντυπα. Η επιρροή των κομμουνιστικών ιδεών στο έργο του είναι πια ξεκάθαρες, κάτι που φαίνεται και στους τίτλους όπως "Για την προλεταριακή λογοτεχνία" (1928), "Τα μαθήματα του μαρξισμού" (1929) και "Στα ρωσικά σύνορα" (1929).
Νωρίτερα είχε ταξιδέψει στη Ρωσία άλλωστε, ενώ το 1930 ακολούθησε και δεύτερο ταξίδι. Τις εμπειρίες του από την ΕΣΣΔ τις κατέγραψε στο βιβλίο "Ρωσία 1931. Σκέψεις στους πρόποδες του Κρεμλίνου στη Μαδρίτη της νεαρής δημοκρατίας".
Η απέλασή του από τη γαλλική κυβέρνηση του πρωθυπουργού Ταρντιέ τον οδήγησε στην Ισπανία και τη Μαδρίτη όπου γνώρισε τον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, μαζί με τον οποίο συμμετείχαν στον εμφύλιο του 1936 στο πλευρό της ισπανικής δημοκρατίας. Τα αντιφασιστικά φρονήματά του του έκλεισαν όλες τις εργασιακές πόρτες και ζούσε τρώγοντας ρύζι και πίνοντας καφέ για μήνες. Την περίοδο αυτή έγραψε και την ποιητική του συλλογή "Ισπανία, παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο" (España, aparta de mí este cáliz, 1937).
Ο θάνατος και το στίγμα του στην ποίηση
Ο Σέζαρ Βαγέχο πέθανε στις 15 Απριλίου 1938, από μια άγνωστη ασθένεια που τώρα εικάζεται πως ήταν μια μορφή ελονοσίας. Τάφηκε στο Μοντρούζ, ένα νεκροταφείο για τους φτωχούς.
Υπήρξε πρωτοπόρος γιατί έγραψε σουρεαλιστική ποίηση πριν από τους σουρεαλιστές, ασχολήθηκε με την αυτόματη γραφή πριν από τον Μπρετόν, έγραψε μοντέρνα ταυτόχρονα με τους μοντερνιστές και έγραψε ποίηση που θεωρείται αποδομητική προτού ανακαλυφθεί ο όρος. Η προσφορά του στην ποίηση και τη λογοτεχνία χαρακτηρίζεται ανεκτίμητη, ενώ ο ίδιος θεωρήθηκε ένας κινηματίας της ποίησης πολύ προτού γεννηθούν τα ποιητικά ευρωπαϊκά κινήματα.
Το ποίημά του "Poema para ser leído y cantado" (Ποίημα για να διαβαστεί και να τραγουδηθεί) αποτέλεσε την έμπνευση για το τραγούδι "Διάφανος" του Θανάση Παπακωνσταντίνου από τον ομώνυμο δίσκο.
Ξέρω πως είναι κάποιος
που με ψάχνει μέσα στο χέρι του νύχτα-μέρα,
και με βρίσκει, κάθε λεπτό, μες στα παπούτσια του.
Δεν ξέρει πως η νύχτα είναι θαμμένη
με σπιρούνια πίσω από την κουζίνα;
Ξέρω πως είναι κάποιος καμωμένος από τα μέλη μου,
που τον ολοκληρώνω όταν το ανάστημά μου
καλπάζει στο ακριβές του πετραδάκι.
Αγνοεί πως στο χρηματοκιβώτιό του
δε θα επιστρέψει νόμισμα που βγήκε απ’ το πορτρέτο του;
Ξέρω τη μέρα,
αλλά μου έχει ξεφύγει ο ήλιος
ξέρω την παγκόσμια πράξη που έκανε το κρεβάτι του
με ξένο κουράγιο κι εκείνο το χλιαρό νερό,
που η φαινομενική συχνότητά του είναι ένα ορυχείο.
Είναι, ίσως, τόσο μικρός εκείνος ο άνθρωπος
που τον πατούν τα ίδια του τα πόδια;
Μια γάτα είναι το σύνορο ανάμεσα σ’ εκείνον και σ’ εμένα,
ακριβώς πλάι στο κύπελλό της με το νερό.
Τον βλέπω στις γωνίες, ανοίγει, κλείνει
το κουστούμι του, μάλλον μια ερωτηματική φοινικιά…
Τι άλλο μπορεί να κάμει παρά ν’ αλλάξει κλάμα;
Αλλά με ψάχνει και με ψάχνει. Τι ιστορία!
"Οι Μαύροι Μαντατοφόροι"
Έχει χτυπήματα η ζωή τόσο σκληρά… Δεν ξέρω!
Χτυπήματα σαν απ’ οργή Θεού, λες και μπροστά τους
η ταραχή όλων των πόνων
ήταν μια λίμνη στην ψυχή… Δεν ξέρω!
Λίγα είναι, μα υπάρχουν… Ανοίγουν τάφρους σκοτεινές
στο πρόσωπο το πιο σκληρό στην πιο γερή την πλάτη.
Ίσως και να ‘ναι άτια από βάρβαρους Αττίλες
ή μαντατοφόροι μαύροι που μας στέλνει ο Θάνατος.
Είναι οι βαθιές πτώσεις των Χριστών της ψυχής,
από μια πίστη που βλαστημάει το Πεπρώμένο.
Αυτά τα αιματηρά χτυπήματα είναι οι τριγμοί
κάποιου ψωμιού που στου φούρνου την πόρτα μας καίγεται.
Κι ο άνθρωπος… Φτωχός… φτωχός! Στρέφει τα μάτια, όπως
όταν πάνω στον ώμο μια παλάμη μας καλεί,
στρέφει τα τρελά του μάτια, κι όλα όσα έζησε
λιμνάζουν, σαν λακκούβα ενοχής, μέσα στο βλέμμα του.
Έχει χτυπήματα η ζωή τόσο σκληρά… Δεν ξέρω!