
Οι αναγνώστες του Τζόναθαν Κόου που γέμισαν το Τριανόν το βράδυ της Τετάρτης, με τα βιβλία του ανά χείρας έμειναν ενθουσιασμένοι. Ο Βρετανός συγγραφέας, απλός ανεπιτήδευτος, απάντησε στις ενδιαφέρουσες ερωτήσεις του κοινού αφού πρώτα συνομίλησε για το βιβλίο του Αριθμός 11, το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση Άλκηστης Τριμπέρη, με την Μαριλένα Αστραπέλλου με μεταφραστή του για τη βραδιά τον συνάδελφο δημοσιογράφο Γιώργο Νάστο.

Συγγραφέας με μεγάλο κοινό στην Ελλάδα, ο Τζόναθαν Κόου, μου είπε λίγο μετά την παρουσίαση, πόσο τον ενθουσιάζει το ότι στην Ελλάδα οι αναγνώστες θέλουν να γνωρίζουν τους συγγραφείς. Και ότι στο Λονδίνο δεν έχει κάνει ποτέ τόσο θερμή και ενδιαφέρουσα παρουσίαση των βιβλίων του.
Ο αριθμός 11 είναι ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα που καλύπτει πολλές πτυχές της κοινωνικής πραγματικότητας και των κοινωνικών ανισοτήτων στη Βρετανία του Τζορτζ Οσμπορν και του Ντέιβιντ Κάμερον. Από τις τράπεζες τροφίμων, τις εκπομπές ριάλιτι, την ανέγερση κτιρίων-μεγαθηρίων με ακόμη και έντεκα ορόφους υπογείως της γης μέχρι το διαδικτυακό bulling και τους λίβελους στις εφημερίδες. Είναι μια πολιτική σάτιρα που υπό μια έννοια συνεχίζει την παράδοση του «Τι ωραίο Πλιάτσικο» το οποίο πρωτοκυκλοφόρησε το 1994 και έχει αγαπηθεί ιδιαίτερα από το κοινό του Κόου, καθώς οι απόγονοι δυο μελών από την οικογένεια του Γουίνσο που πρωταγωνιστούσαν σε εκείνο το βιβλίο εμφανίζονται παροδικά και στον Αριθμό 11.

«Για μένα είναι τιμή να υπάρχουν όλα τα βιβλία μου στην Ελλάδα», ξεκίνησε ο Κόου ευχαριστώντας τον Έλληνα εκδότη του Νίκο Γκιώνη, για την πολύχρονη και αρμονική συνεργασία τους, ενώ δεν παρέλειψε να ευχαριστήσει και την μεταφράστριά του στα ελληνικά για την εξαιρετική δουλειά της.
«Έχω προωθήσει πολύ το βιβλίο αυτό τους τελευταίους μήνες και θα ήθελα να σας ζητήσω αυτή η βραδιά να μην επικεντρωθεί σε αυτό βιβλίο, αλλά να με ρωτήσετε και άλλα πράγματα για να κάνουμε μια συζήτηση πολυθεματική. Θα ήθελα να θέσω έναν κανόνα, για τρεις λέξεις που δε θα ήθελα να ακούσω απόψε, η πρώτη είναι Μπρέξιτ, η δεύτερη είναι Ντόναλντ και τη Τρίτη είναι Τραμπ», είπε χαμογελώντας. «Το βιβλίο αυτό αναφέρεται στην πολιτική κατάσταση της Βρετανίας και αυτό είναι το κομμάτι που κοιτάζει προς τα έξω, έχει όμως και μια ερώτηση στο κέντρο του το τι σημασία έχει η πολιτική σάτιρα σήμερα».

Το βιβλίο ξεκινά με το περιστατικό της αυτοκτονίας κάτω από περίεργες συνθήκες του του Ντέιβιντ Κέλι, κορυφαίου συμβούλου της βρετανικής κυβέρνησης στο θέμα των φακέλλων για το οπλοστάσιο του Ιράκ. Η αστυνομία είχε αποκαλύψει ότι ο καθηγητής Κέλι πέθανε από αιμορραγία του τραύματος που έφερε στον καρπό, ενώ κοντά στο σημείο που βρέθηκε το πτώμα του βρέθηκε και ένα μαχαίρι.
Ο καθηγητής Κέλι αρνήθηκε στην επιτροπή ότι ήταν αυτός η πηγή ρεπορτάζ του BBC, που υποστήριζε ότι η κυβέρνηση άλλαξε το ντοσιέ με τα αποδεικτικά στοιχεία κατά του Ιράκ, μεγαλοποιώντας την απειλή του ιρακινού οπλοστασίου. Ο θάνατος του καθηγητή Κέλι γέννησε πολλά ερωτηματικά για το τις πταίει: η κυβέρνηση που τον κατονόμασε ως πιθανή πηγή του ρεπορτάζ του BBC, οι βουλευτές που τον ανέκριναν και τον έφεραν σε πολύ δύσκολη θέση, ή το BBC που δεν αποκάλυψε την πηγή του. Ο ίδιος είχε παραδεχθεί ότι είχε μιλήσει σε δημοσιογράφο του BBC για τις μυστικές πληροφορίες που περιείχε το ντοσιέ.

«Ήθελα να ξεκινήσω το βιβλίο με την μεγάλη σκιά που έχει πέσει πάνω στην βρετανική πολιτική σκηνή και όχι μόνο αλλά και την παγκόσμια, μετά την έναρξη του πολέμου στο Ιράκ το 2003. Αυτός ο πόλεμος βασίστηκε σε ένα ψέμα ότι ο Σαντάμ Χουσείν είχε όπλα μαζικής καταστροφής, κάτι που αποδείχτηκε μη αληθές και νομίζω με αυτό το ψέμα χάλασε αυτός ο δεσμός εμπιστοσύνης που υπήρχε ανάμεσα στους πολίτες και τις κυβερνήσεις. Δε μου αρέσουν καθόλου οι θεωρίες συνωμοσίας αλλά σε αυτή την υπόθεση κάτι βρωμάει άσχημα. Σήμερα βλέπουμε τις επιπτώσεις αυτής της έλλειψης εμπιστοσύνης».
Στον αριθμό 11 ο Κόου επιχειρεί μια ανατομία της κοινωνίας στη Βρετανία σήμερα, συνδέοντας τους ήρωές του και την σημερινή κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα. Ξεκινάει με ένα τρόπο ρεαλιστικό για να καταλήξει σε ένα μυθιστόρημα φαντασίας.
«Ήθελα ο αναγνώστης να βρίσκεται σε μια κατάσταση ανησυχίας. Η αντίδρασή μας σήμερα όσον αφορά την πολιτική σάτιρα είναι να γελάμε με ένα τρόπο αντανακλαστικό, μη δημιουργικό, και είναι μια αυτόματη τεμπέλικη αντίδρασή μας , αντί να σκεφτούμε και να αλλάξουμε λίγο τα πράγματα. Τα τελευταία χρόνια η πολιτική συζήτηση έχει επικεντρωθεί σε δυο κυρίαρχα στοιχεία τα οποία είναι ο φόβος και η νοσταλγία. μας δημιουργείται φόβος του άλλου, για παράδειγμα με τους πρόσφυγες και τους μετανάστες και υπάρχει παράλληλα επίκληση της νοσταλγίας, στην Αμερική από τον Τραμπ με το «ας κάνουμε τις ΗΠΑ ξανά μεγάλες» έγινε και στη Βρετανία αυτή η καμπάνια για «να γίνει ξανά ένα περήφανο έθνος», θεωρώ ότι αυτή είναι λάθος και επικίνδυνη τακτική, και γιαυτό τρεις ιστορίες μου μιλούν γι αυτά και πόσο επικίνδυνα μπορεί να είναι».
Παρόλη την άρνησή του να μιλήσει για τον Τραμπ, δεν μπόρεσε να αντισταθεί στο να χαρακτηρίσει τον Τραμπ όπως και τον Νάιτζελ Φάρατζ «σαν δυο γκροτέσκες φιγούρες, δυο καρικατούρες που θα μπορούσαν να έχουν βγεί από τις σελίδες του «Τι ωραίο Πλιάτσικο» για τους υποστηρικτές τους όμως είναι κανονικοί άνθρωποι, μια αλλαγή με το πως είχαν συνηθίσει να είναι μέχρι τώρα οι πολιτικοί».
Στο βιβλίο 11 ο Κόου ζωγραφίζει με πολύ πιο μελανά χρώματα τη Βρετανία και σπρώχνει την ήδη σουρεαλιστική πραγματικότητα σε ακόμα πιο έντονη μορφή γοτθικού τρόμου και τρομακτικών ιστοριών. Η διαφορά των βιβλίων του δεν είναι στην πραγματικότητα που περιγράφουν αλλά στον τρόπο που προσεγγίζεται αυτή η πραγματικότητα. Σε ένα κεφάλαιο του βιβλίου του Κόου, περιγράφεται το μεγαλεπήβολο έργο της βιβλιοθήκης του Μπέρμιγχαμ. Ένα μεγάλο πολιτιστικό έργο της πόλης, αρχιτεκτονικό «θαύμα» το οποίο εγκαινιάστηκε με υψηλές προσδοκίες, τελικά υπερχρέωσε το δήμο, ο οποίος σήμερα δε μπορεί αν το συντηρήσει, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί οικονομικό πρόβλημα σε όλη την περιοχή.

Στην ερώτηση του TOC για το πως σχολιάζει τα μεγάλα έργα του πολιτισμού σήμερα μας είπε ότι στο βιβλίο εκτός από το φόβο και τη νοσταλγία, τα δυο βασικά θέματα, υπάρχει και ένα τρίτο και αυτό είναι η λιτότητα.
«Είναι κάτι που γνωρίζετε πολύ καλά και εδώ στην Ελλάδα. Έχουν γίνει άγριες περικοπές και στη Βρετανία τα τελευταία χρόνια και ειδικά οι βιβλιοθήκες έχουν υποφέρει πολύ από αυτές. Η βιβλιοθήκη του Μπέρμιγχαμ είναι πραγματικά ένα πανέμορφο κτίριο και μπορεί να το δει κανείς ως μια δήλωση πίστης προς τη διοίκηση και ελπίδας και ένα κέντρο γνώσης που απευθύνεται σε όλους τους πολίτες. Αλλά μου φάνηκε κάπως ειρωνικό το γεγονός ότι την ίδια ώρα που εγκαινιαζόταν ένα μεγάλο έργο μικρότερες βιβλιοθήκες στα περίχωρα του Μπέρμιγχαμ και πολύ πιο προσβάσιμες στους περισσότερους ανθρώπους, ειδικά τους πιο ηλικιωμένους έκλειναν εκείνη την περίοδο. Και η ειρωνεία έγινε ακόμα μεγαλύτερη όταν ανακοινώθηκε ότι η πόλη του Μπέρμιγχαμ δε μπορούσε να συντηρήσει αυτό το μεγάλο έργο, απέλυσε σύντομα πολλούς υπαλλήλους, μειώθηκαν οι ώρες λειτουργίας και έκανε έκκληση στους πολίτες να δωρίσουν βιβλία, γιατί δεν υπήρχαν χρήματα να τα αγοράσει η βιβλιοθήκη. Και αυτή η κατάσταση είναι αρκετά συνηθισμένη στη Βρετανία τα τελευταία χρόνια, η πραγματικότητα φαίνεται να είναι πιο γκροτέσκα από αυτή που περιγράφω στο βιβλίο. Η πραγματικότητα με ξεπερνά».
Το βιβλίο του Τζόναθαν Κόου «Ο αριθμός 11» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr