Τρία χρόνια μετά το ιστορικό του ντεμπούτο με το "Φορτηγό” (1966), ο Διονύσης Σαββόπουλος επανήλθε το 1969 με το δεύτερο άλμπουμ του, το θρυλικό "Περιβόλι του Τρελού”. Έναν δίσκο που έμελλε να σημαδέψει όχι μόνο τη δισκογραφία του, αλλά και ολόκληρη τη μεταπολεμική ελληνική μουσική. Εκεί βρίσκονταν μερικά από τα πιο αγαπημένα του τραγούδια που είναι διαχρονικές επιτυχίες και όλοι τα τραγουδάμε μέχρι σήμερα.
Το Περιβόλι, η Θαλασσογραφία, η Συννεφούλα, Είδα την Άννα κάποτε, η Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη, είναι μερικά από αυτά.
Κρυμμένο όμως στη δεύτερη πλευρά του δίσκου υπήρχε ένα τραγούδι που επρόκειτο να ανοίξει έναν απρόσμενο κύκλο περιπετειών για τον νεαρό τότε Νιόνιο. Αυτό δεν ήταν άλλο από το πασίγνωστο "Ντιρλαντά”. Στον δίσκο αναγραφόταν ως "διασκευή Σαββόπουλου", και την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε και ως flip side στο 45άρι της "Συννεφούλας”.
Το φαινομενικά... αθώο παραδοσιακό τραγούδι των σφουγγαράδων της Καλύμνου, βρέθηκε ξαφνικά στο επίκεντρο μιας νομικής διαμάχης. Ένας Καλυμνιώτης καπετάνιος, που διεκδικούσε την πατρότητα του αυθεντικού άσματος, κατηγόρησε τον Σαββόπουλο για παράνομη χρήση και απαίτησε να αποσυρθεί το "Περιβόλι του Τρελλού” από την αγορά — ακόμη και να του απαγορευτεί να ερμηνεύει το κομμάτι.
Πώς γράφτηκε το "Ντιρλαντά"
Το τραγούδι έγραψε τη δεκαετία του '60, ο Καλύμνιος καπετάνιος ενός τσούρμου σφουγγαράδων, ο Παντελής Γκινής, που έγινε γνωστός ως Ντιρλαντάς. Ο ρυθμός του λέγεται ότι προέρχεται από τους λαούς της Βόρειας Αφρικής, αφού πηγαινοερχόταν για σφουγγάρια στις ακτές της.
O καπετάν Γκινής έγραψε το τραγούδι αυτό ενώ κρατούσε το τιμόνι και οδηγούσε το καΐκι με το ένα χέρι και με το άλλο έγραφε τους στίχους, που ήταν σατιρικοί, πειραχτικοί, για το πλήρωμά του, τους δύτες.
Ο Γκινής πήγαινε με το σφουγγαροκάικό του "στη Μπαρμπαριά", στη Βόρειο Αφρική δηλαδή, στη Μπιγκάζα, και αλίευε σφουγγάρια. Μαζί με τα σφουγγάρια αλίευσε και τον ρυθμό αυτό, τις συλλαβές "ντα-ντιρλάντα-ντα"! Μέχρι να φτάσει στην Κάλυμνο το έκανε τραγούδι. Το τσούρμο του συμμετείχε χτυπώντας ρυθμικά τα χέρια και επαναλαμβάνοντας τις συλλαβές. Εκείνος έβαζε τους στίχους.
Τα ονόματα που ανέφερε "βρε και του Γιώργη δεν του δίνω…" ήταν υπαρκτά πρόσωπα, όπως και η "Μαρία του Μηνά" και η " Κατερίνα του τσαγκάρη"… Αυτές οι κοπέλες ήταν πιο ανοιχτές στον έρωτα τη δεκαετία του ’60, ερωτεύονταν χωρίς να φοβούνται.
Πώς το "Ντιρλαντά" οδήγησε τον Σαββόπουλο στα δικαστήρια
Όταν το τραγούδι άρχισε να γίνεται γνωστό, ο Παντελής Γκινής ανέβηκε στην Αθήνα και το ηχογράφησε σε 45άρι δίσκο, με την επιμέλεια της Δόμνας Σαμίου.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος το άκουσε τότε από εκεί και το συμπεριέλαβε στον δίσκο του "Το Περιβόλι του Τρελού" το 1969, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για διασκευή παραδοσιακού τραγουδιού.
Η επιτυχία του τραγουδιού έφτασε ως τις δικαστικές αίθουσες για τα πνευματικά δικαιώματα. Ο Γκινής επέμενε ότι το τραγούδι ήταν δικό του, ενώ ο Σαββόπουλος βασιζόταν στην ιδιότητα του τραγουδιού ως δημοτικό.
Ο ίδιος ο Διονύσης Σαββόπουλος είχε πει για αυτή τη δικαστική διαμάχη σε συνέντευξή του: "Εγώ πήγα στο λαογραφικό αρχείο της Ακαδημίας Αθηνών και μου δώσανε επίσημη γνωμάτευση ότι το τραγούδι είναι, όχι "αδέσποτο", αλλά τραγούδι της παράδοσης, ένα τραγούδι του Αιγαίου. Δεν μπορεί να ανήκει σε κανέναν. Και με αυτό ο εισαγγελέας αποφάνθηκε ότι δεν είναι κανενός. Α, εντάξει λέω δικαιώθηκα. Αλλά μετά έφτασε σε δίκη και κουβάλησε το μισό νησί που είπε ότι ήταν εκεί όταν το έγραφε, και εγώ ήμουν μόνο με τη βεβαίωση της Ακαδημίας και δεν πέρασε".
Οι στίχοι του "Ντιρλαντά":
Βρέ ντιρλαντά, ντιρλανταντά, βρε ντιρλαντά και τέζα όλοι
και πώς θα πάρουμε την Πόλη, ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά
Από την πόλη την καλή ήρθε μια σκούνα με πανί.
Ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά, ω ντιρλαντά και δεν τελειώνει
βρε ντιρλαντά με ζαχαρώνει,
Ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά, να το χαρώ που με κοιτά
Ω ντιρλαντά βρε λεβεντόνια, βρε και της Μπαρμπαριάς γλαρόνια.
Ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά, ω ντιρλαντά βρε και βραδιάζει
βρε κι η κουβέρτα αναστενάζει
Βρε και ο μάγερας φωνάζει, ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά
Βρε ντιρλαντά και τέζα όλοι και πώς θα πάρουμε την Πόλη.
Από την πόλη την καλή, ήρθε μια σκούνα με πανί
Ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά, αχ η Μαρία του Μηνά
Επάνω στ’ άσπρο της ποδάρι θα πάω να δέσω παλαμάρι.
Ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά, ω ντιρλαντά θα δέσω κόμπο
βρε στον λαιμό τους των αρχόντων
Να πέφτει ο κόμπος στο κοπάλι, στην Κατερίνα του τσαγκάρη
Βρε θα τη βάλω μες στην πλώρη και θα της κάμω γιο και κόρη.
Ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά, ω ντιρλαντά και σεις λεβέντες
βρε θα σας δώσω εγώ βιολέτες
Θα δώσω σ’ όλους από δύο βρε και του Γιώργη δε του δίνω
Ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά, ω ντα ντα ντα, ντιρλανταντά
Ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά...