Με τον θάνατο του Ρόμπερτ Ρέντφορντ (1936-2025) στο σπίτι του στη Γιούτα, σε ηλικία 89 ετών ολοκληρώθηκε μια σπουδαία πορεία στον κινηματογράφο αλλά και τον δημόσιο χώρο.
Θρύλος του κινηματογράφου, σκηνοθέτης, επιχειρηματίας, ιδρυτής ενός από τα σημαντικότερα φεστιβάλ ανεξάρτητου κινηματογράφου, του Sundance Festival το οποίο ίδρυσε το 1980, ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ ήταν ένας ακτιβιστής σε διαρκή εγρήγορση ειδικά γύρω από τα περιβαλλοντικά ζητήματα και πολιτικά στρατευμένος στην Aριστερά.
Η Ακαδημία των Όσκαρ δεν τον τίμησε ποτέ με ένα βραβείο για κάποια από τις εμβληματικές ερμηνείες του, έλαβε ωστόσο δύο άλλα Όσκαρ.
Το 1981 όμως, τιμήθηκε με Όσκαρ σκηνοθεσίας για την ταινία του "Συνηθισμένοι Άνθρωποι" ("Ordinary People").
Tο 2002 του απονεμήθηκε Όσκαρ για τη συνολική προσφορά του στον κινηματογράφο.
Γιος ενός βιοπαλαιστή από τη Σάντα Μόνικα, ονειρευόταν το σινεμά και ήθελε να γίνει ζωγράφος
Γεννημένος στις 18 Αυγούστου 1936 στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνια, ο Τσαρλς Ρόμπερτ Ρέντφορντ Τζούνιορ ήταν ο γιος ενός βιοπαλαιστή, που είχε δουλέψει από γαλατάς ως λογιστής, και μιας νοικοκυράς. Οι ευρωπαϊκές ρίζες των γονιών του εντοπίζονται στην Αγγλία, τη Σκωτία και την Ιρλανδία. Σε αυτές τις ρίζες αποδίδεται και η πλούσια, πυρόξανθη κόμη του, ίσως το χαρακτηριστικότερο γνώρισμά του.
Μαθητής ακόμα, λέγεται ότι στον δρόμο της επιστροφής στο σπίτι έκανε μια στάση έξω από τα κινηματογραφικά στούντιο της Fox για να χαζέψει τους διάσημους ηθοποιούς της εποχής και να ονειρευτεί.
Ως έφηβος ήταν ένα "άγριο νιάτο" που απασχολούσε την αστυνομία με πράξεις χαμηλής παραβατικότητας (μικροκλοπές) που μάλλον περισσότερο μαρτυρούσαν ένα εκρηκτικό ταμπεραμέντο που αναζητούσε διέξοδο, παρά έναν άνθρωπο χωρίς ηθική πυξίδα. Ωστόσο, μετά την αποφοίτηση από το σχολείο, οι αθλητικές του επιδόσεις στο μπέιζμπολ του άνοιξαν τον δρόμο για το Πανεπιστήμιο του Κολοράντο που τον έκανε δεκτό προσφέροντάς του μια αθλητική υποτροφία. Η ανάγκη να βιοποριστεί τον έκανε να αναζητά διάφορες μικροδουλειές (είχε δουλέψει σερβιτόρος αλλά και εργάτης σε πετρελαιοπηγές).
Όπως πολλοί νεαροί Αμερικανοί, κάποια στιγμή κατάφερε να συγκεντρώσει τα απαιτούμενα χρήματα για να κάνει ένα μεγάλο ταξίδι στην Ευρώπη: Επί ενάμιση χρόνο περιπλανήθηκε στο Παρίσι και τη Φλωρεντία όπου μάλιστα, γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών. Οι καθηγητές του δεν ήταν ενθαρρυντικοί ως προς τα επιτεύγματά του στη ζωγραφική κι έτσι, ο νεαρός Ρέντφορντ επέστρεψε στις ΗΠΑ, εγκαταστάθηκε στο Μπρούκλιν και γράφτηκε για μαθήματα ζωγραφικής στο Ινστιτούτο Πρατ. Αν και αναζητούσε τον δρόμο του στη ζωγραφική, η παρότρυνση ενός φίλου του να δοκιμάσει τις δυνάμεις του στην υποκριτική, του άλλαξε τη ζωή. Στην οντισιόν για την εισαγωγή του στην Αμερικανική Ακαδημία Δραματικών Τεχνών της Νέας Υόρκης, τα μέλη της επιτροπής σημείωσαν ότι ο νεαρός υποψήφιος "διαθέτει μια φυσική άνεση στην έκφραση, ζωηρή φαντασία, ένα χάρισμα".
Οι ταινίες του
Η πρώτη φορά που συμμετείχε σε κινηματογραφική ταινία ήταν το 1962, στο ανεξάρτητο War Hunt ("Ο πόλεμος μας έκανε σκληρούς"), το οποίο γυρίστηκε μέσα σε δύο εβδομάδες.
Το 1965, έπαιξε στο Situation Hopeless... But Not Serious, το οποίο ήταν η πρώτη του επίσημη ταινία.
Την ίδια χρονιά, συμπρωταγωνίστησε με τους Νάταλι Γουντ και Κρίστοφερ Πλάμερ, στο Inside Daisy Clover, του Ρόμπερτ Μάλιγκαν, το οποίο προτάθηκε, για δύο βραβεία Όσκαρ, ενώ ο ίδιος ο Ρέντφορντ κέρδισε την πρώτη του Χρυσή Σφαίρα, αφού ανακηρύχθηκε ο πιο πολλά υποσχόμενος ηθοποιός.
Το 1966, του δόθηκε ο ρόλος του σερίφη στο The Chase, του Άρθουρ Πεν, όμως, ο ίδιος επέλεξε αυτόν του κατάδικου. Ο σερίφης ενσαρκώθηκε από τον γίγαντα του παγκόσμιου κινηματογράφου Μάρλον Μπράντο.
Την ίδια χρονιά, έπαιξε και πάλι με τη Νάταλι Γουντ, αυτή τη φορά, στο This Property Is Condemned, του Σίντεϊ Πόλακ, το οποίο είχε βασιστεί στο ομότιτλο έργο του Τένεσι Ουίλιαμς.
Το 1967, πρωταγωνίστησε μαζί με την Τζέιν Φόντα στην κινηματογραφική εκδοχή του Barefoot in the Park.
Το 1969, πρωταγωνίστησε στο γουέστερν Οι δύο ληστές του Τζορτζ Ρόι Χιλ, μαζί με τον Πωλ Νιούμαν, πέρνοντας τον β' ρόλο στην ταινία από τους υπόλοιπους υποψήφιους (Στιβ Μακ Κουήν, Μάρλον Μπράντο, Γουόρεν Μπίτι). Η ταινία είχε μεγάλη επιτυχία, καθώς βραβεύθηκε με τέσσερα Όσκαρ.
Συνεργάσθηκε ξανά με το Σίντεϊ Πόλακ το 1972 για το γουέστερν Jeremiah Johnson και το 1973 για τη δραματική ιστορία αγάπης The Way We Were ("Τα καλύτερά μας χρόνια"), μαζί με τη Μπάρμπρα Στράιζαντ.
Στην ταινία αυτή, η οποία συγκαταλέγεται στις κορυφαίες του είδους της, έπαιξε έναν από τους πιο χαρακτηριστικούς ρόλους του, αυτόν του Χάμπελ. Ακόμη, το τραγούδι της Στράιζαντ The Way We Were κέρδισε βραβείο Όσκαρ.
Μεταξύ των δύο ταινιών του Πόλακ, μεσολάβησε το The Candidate του Μάικλ Ρίτσι (1972).
Στην επόμενη συνεργασία του με τους Τζορτζ Ρόι Χιλ και Πωλ Νιούμαν το 1973, ο Ρέντφορντ κατάφερε να γίνει υποψήφιος για το βραβείο α' ανδρικού ρόλου για την ταινία Το Κεντρί.
Το 1974, ακολούθησε μια νέα επιτυχία, Ο υπέροχος Γκάτσμπι, η οποία βασίστηκε στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ.
Η ταινία αυτή, πέρασε από πολλές περιπέτειες, έως ότου ξεκίνησαν τα γυρίσματά της, καθώς ο πρωταγωνιστικός ρόλος, προοριζόταν για τον Τζακ Νίκολσον, όμως ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ τον κέρδισε την τελευταία στιγμή, ενώ ο σκηνοθέτης Τζακ Κλέιτον τον πίεζε να βάψει μαύρα τα χαρακτηριστικά ξανθά μαλλιά του κάτι που εκείνος αρνήθηκε πεισματικά.
Το 1975, συνεργάσθηκε και πάλι με τον Πόλακ για το πολιτικό θρίλερ Οι τρεις μέρες του κόνδορα.
Το 1976, στην ταινία Όλοι οι άνθρωποι του προέδρου ("All the President's Men"), η οποία και βραβεύθηκε με τέσσερα Όσκαρ, πήρε το ρόλο του δημοσιογράφου Μπομπ Γούντγουορντ, ο οποίος πάσχιζε να διαλευκάνει το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ.
Ακολούθησαν δύο ακόμη ταινίες, με τον Πόλακ παραγωγό και τη Φόντα συμπρωταγωνίστρια, οι οποίες ήταν: το A Bridge Too Far, του 1977 και το The Electric Horsemen, του 1979.
Το 1980, ο Ρέντφορντ σκηνοθέτησε την πρώτη του ταινία (Ordinary People), στην οποία πρωταγωνιστούσε ο Ντόναλντ Σάδερλαντ. Η ταινία αυτή κέρδισε τέσσερα Όσκαρ και ο Ρέντφορντ αυτό του καλύτερου σκηνοθέτη. Οι κριτικοί ανέφεραν πως, ο Ρέντφορντ κατάφερε να βγάλει μια πολύ δυνατή δραματική ερμηνεία τόσο από τη Μάιρη Τάιλερ Μουρ, όσο και από το Σάδερλαντ και τον Τίμοθυ Χάτον, ο οποίος κέρδισε βραβείο β' ανδρικού ρόλου. Η δεκαετία του 1970 έκλεισε με το Brubaker, του 1980.
Η δεκαετία του 1980 ήταν μια πολύ λιγότερο δραστήρια περίοδος για το Ρέντφορντ, αφού συμμετείχε σε ελάχιστες ταινίες. Αυτές ήταν: το The Natural, του 1984, στην οποία υποδύθηκε τον πρωταθλητή του μπέιζμπολ, το Out of Africa του 1985, το οποίο βραβεύθηκε με επτά Όσκαρ και ήταν καρπός μιας νέας συνεργασίας του και του Σίντεϊ Πόλακ, ωστόσο, ο ίδιος ο Ρέντφορντ παραδέχθηκε πως πρόκειται για τη χειρότερη ταινία που έχει γυρίσει σε ολόκληρη την καριέρα του.
Συνέχισε με την κωμωδία Legal Eagles, του 1986, όπου οποίο συμπρωταγωνίστησε με τις Ντέμπρα Ουίνγκερ και Ντάριλ Χάνα και το Αβάνα ("Havana"), του 1990, ενώ το 1988, σκηνοθέτησε την ταινία The Milagro Beanfield War.
Το 1992, συμπρωταγωνίστησε με τον Σίντεϊ Πουατιέ στην κωμωδία Sneakers και σκηνοθέτησε τη δραματική ταινία A River Runs Through It, με πρωταγωνιστή τον Μπραντ Πιτ. Ο Ρέντφορντ διεκδίκησε το βραβείο της Χρυσής Σφαίρας για τη δουλειά του στην ταινία αυτή.
To 1993, συμπρωταγωνίστησε με τους Γούντι Χάρελσον και Ντέμι Μουρ, στην ταινία Ανήθικη πρόταση, του Έιντριαν Λάιν. Ωστόσο, ο ρόλος του χαμηλής ηθικής εκατομμυριούχου τον έφερε αντιμέτωπο για πρώτη και μοναδική -μέχρι σήμερα- φορά, με την υποψηφιότητα για το βραβείο του Χρυσού Βατόμουρου.
Το 1994, σκηνοθέτησε το Quiz Show και έθεσε, έτσι, υποψηφιότητα για δύο βραβεία Όσκαρ: αυτού του καλύτερου σκηνοθέτη και αυτού της καλύτερης τανίας.
Το 1996, έπαιξε, μαζί με τη Μισέλ Φάιφερ, στο Up Close & Personal.
Το 1998, πρωταγωνίστησε και σκηνοθέτησε το The Horse Whisperer, όπου συμμετείχε και η πολύ νεαρής ηλικίας -τότε- Σκάρλετ Γιοχάνσσον. Η ταινία αυτή πήγε σχετικά καλά εμπορικά, ενώ οι κριτικές που απέσπασε ήταν -ως επί το πλείστον- θετικές. Ο Ρέντφορντ προτάθηκε για τη Χρυσή Σφαίρα καλύτερου σκηνοθέτη.
Το 2000, σκηνοθέτησε το The Legend of Bagger Vance, με πρωταγωνιστές τους Γουίλ Σμιθ, Ματ Ντέιμον και Σαρλίζ Θερόν.
Το 2001, συμπρωταγωνίστησε με τον Μπραντ Πιτ στο Spy Game, του Τόνυ Σκοτ.
Ακολούθησε το θρίλερ μυστηρίου The Clearing, του 2004 με συμπρωταγωνιστές τους Γουίλεμ Νταφόε και Έλεν Μίρεν.
Το 2005, έπαιξε με τους Τζένιφερ Λόπεζ και Μόργκαν Φρίμαν στην ταινία An Unfinished Life.
Το 2007, σκηνοθέτησε το Lions for Lambs, συμπρωταγωνιστώντας με τη Μέριλ Στριπ και τον Τομ Κρουζ.
To 2011, ο Ρέντφορντ σκηνοθέτησε το The Conspiratorμ ενώ το 2012, γύρισε, σε συνεργασία με το γιο του, το Watershed ένα ντοκιμαντέρ, με θέμα την αλόγιστη εκμετάλλευση και τη σταδιακή πτώση της στάθμης του νερού του ποταμού Κολοράντο, ο οποίος αποτελεί την κύρια πηγή νερού για τις δυτικές πολιτείες της Αμερικής.
Το 2012 παρουσίασε την ταινία The Company You Keep, στην οποία συμπρωταγωνιστεί με τη Τζούλι Κρίστι και τη Σούζαν Σαράντον, ενώ είναι και σκηνοθέτης.
Το 2013 πρωταγωνίστησε στην ταινία Όλα Χάθηκαν του Τζέι Σι Τσάντορ, που προβλήθηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Καννών και απέσπασε θερμά χειροκροτήματα από το κοινό.
Τον Απρίλιο του 2014, ο Ρέντφορντ έπαιξε στην ταινία υπερηρώων Captain America: The Winter Soldier των Marvel Studios.
Tον Αύγουστο του 2018, ο Ρέντφορντ ανακοίνωσε την αποχώρησή του από την υποκριτική μετά την ολοκλήρωση της ταινίας The Old Man & the Gun του Ντέιβιντ Λόουερι αν και τον επόμενο μήνα, ο Ρέντφορντ δήλωσε ότι "μετάνιωσε" που ανακοίνωσε την αποχώρησή του επειδή, όπως είχε πει, "ποτέ δεν ξέρεις".
Προσωπική ζωή: Δύο γάμοι, τέσσερα παιδιά, δύο απώλειες - Ποια είναι η χήρα του
Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ παντρεύτηκε πολύ νέος, σε ηλικία 22 ετών, το 1958. Με την πρώτη του σύζυγο, την Λόλα βαν Γουάγκενεν απέκτησαν τέσσερα παιδιά, το ένα από τα οποία πέθανε σε βρεφική ηλικία.
Η Λόλα, κόρη Μορμόνων από τη Γιούτα, η οποία είναι σήμερα, 86 ετών, είναι Αμερικανίδα ιστορικός και ακτιβίστρια.
Το 1985, έπειτα από 27 χρόνια γάμου, το ζευγάρι χώρισε. Το διαζύγιο αυτό συνέπεσε με μια περίοδο που ο Ρέντφορντ είχε μια κάμψη στην επαγγελματική του δραστηριότητα.
Πολλά χρόνια αργότερα, το 2020 πέθανε από καρκίνο σε ηλικία 58 ετών και ο γιος τους Τζέιμς Ρέντφορντ, ο οποίος ήταν σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ.
Πολύ αργότερα, το 2009, ο Ρέντφορντ παντρεύτηκε στα 73 του για δεύτερη φορά με τη Σίμπιλ Ζάγκαρς.
Ο Ρέντφορντ αφήνει πίσω του την 68χρονη σήμερα, Σίμπιλ Ζάγκαρς. Η Ζάγκαρς, Γερμανίδα περιβαλλοντολόγος και καλλιτέχνης πολυμέσων, γνώρισε τον μέλλοντα σύζυγό της το 1996 στο Sundance Mountain Resort ιδιοκτησίας του Ρέντφορντ όπου είχε πάει για σκι.