X

Διονύση Σαββόπουλε, άξιζε, τελικά, η μεγάλη σου γιορτή για τη Μεταπολίτευση;

Δεν πήγαν όλα πρίμα στο sold out Ηρώδειο. Δεν ήταν όλα καλώς ειπωμένα. Δεν συνάδει, σε κάθε περίπτωση, ο χαρισματικός τραγουδοποιός με τον σημαίνοντα κοινωνικοπολιτικό στοχαστή –ειδικά αν κάπου στη μέση παρεμβάλλεται ΄κείνος ο "πονηρός πολιτευτής". Στο τέλος, όμως, κερδίζει πάντα ο "Νιόνιος".

Γράφει: TheToc team

Σαν τη Δημοκρατία, που συμπρωταγωνίστησε στο επί δύο ημέρες sold out Ηρώδειο, έτσι και οι συναυλίες του Διονύση Σαββόπουλου δεν έχουν αδιέξοδα –για να θυμηθούμε τη διάσημη ρήση του Παύλου Μπακογιάννη, ο οποίος δεν αναφέρθηκε στον ρου της βραδιάς, μα ήταν κι αυτός μια φιγούρα της Μεταπολίτευσης. Μπορεί, δηλαδή, και να συγκινηθείς, και να γελάσεις, και να τραγουδήσεις, και να στριφογυρίσεις άβολα, και να πλήξεις, και να θελήσεις να βγεις Ηπείρου & Αχαρνών να τον γιουχαΐσεις (αντιστρέφοντας τους ρόλους του "Σαν Τον Καραγκιόζη), μα στο τέλος θα είσαι βέβαιος για τη σούμα σου· για το αν σου άρεσε ή δεν σου άρεσε.

Σίγουρα, επίσης, ο Σαββόπουλος μερίμνησε για τις παραμέτρους της εμφάνισής του. Δεν έστησε, λ.χ., μια γιορτή για τη Μεταπολίτευση γενικώς: ο τίτλος ήταν "Η Δική Μας Μεταπολίτευση", άρα υπήρχε πρίσμα και πλαίσιο, όπου χώρεσαν και τονίστηκαν συγκεκριμένα πράγματα, κινούμενα σε έναν άξονα που νιώθει να τον αφορά. Ούτε πρότεινε ένα θέαμα σαββοπουλοκεντρικό. Εκκινώντας με την ορχήστρα να παίζει τις μελωδίες του "Καλημέρα Ήλιε" και του "Θα Σε Ξανάβρω Στους Μπαξέδες" –δύο μη δικών του δημιουργιών– η βραδιά απόκτησε εξαρχής έναν ευρύτερο ουρανό, στον οποίον εγκολπώθηκαν, έπειτα, τα άσματα και οι ιστορίες του. Αναπόφευκτα, τώρα, ως ζῷον πολιτικόν, θα σχολίαζε και ποικιλοτρόπως. Έτσι κι έκανε, με έναν λόγο που, χωρίς να γίνει διχαστικός, εξέπεμψε στίγμα συμπαθειών και αντιπαθειών, δημιουργώντας πεδία και για ταυτίσεις, μα και για αντιπαραθέσεις. Γιατί όχι, άλλωστε; Δεν είναι αυτά εκ των ουκ άνευ, στο τερέν της δημοκρατίας;

Να πούμε, ασφαλώς, ότι στον όλον σχεδιασμό έπαιξε σημαντικό ρόλο η πλαισίωση. Ο Σαββόπουλος, δηλαδή, ήρθε στο Ηρώδειο με διαλεχτούς μουσικούς, στηριζόμενος στο πιάνο του Σταύρου Λάντσια, στο μπάσο του Γιώτη Κιουρτσόγλου, στα ντραμς του Μιχάλη Καπηλίδη, στα πνευστά του Θύμιου Παπαδόπουλου (και στην τρομπέτα του Μάνου Θεοδοσάκη), στην ηλεκτρική κιθάρα του Σάκη Ντοβόλη, στο μπουζούκι του Δημήτρη Ρέππα και στο ακορντεόν του Θάνου Σταυρίδη. Παράλληλα, μόνιμη επί σκηνής παρουσία είχε και η 29μελής μεικτή Χορωδία της ΕΡΤ (σε διεύθυνση Μιχάλη Παπαπέτρου), σε μία από τις καλύτερες και πιο ουσιαστικές της συμπράξεις, απ' όσες έχει τύχει να παρακολουθήσω: πρόσφερε συνοδευτικό βάθος και σφρίγος με τη φωνητική της υπεροπλία, έλαμψε, όμως, κι όταν αφέθηκε να πρωταγωνιστήσει στο "Κοίτα Με Στα Μάτια" του Μάνου Χατζιδάκι και στο "Προσκύνημα" του Σταύρου Ξαρχάκου, μέσω των οποίων η βραδιά έκλεισε το μάτι στα προμεταπολιτευτικά γεγονότα του Πολυτεχνείου.

Δεν πήγαν όλα πρίμα, πάντως. Ο ίδιος ο πρωταγωνιστής ξεκίνησε με "Ρεζέρβα" (1979), να λέει το υπέροχο "Για Τα Παιδιά Που 'Ναι Στο Κόμμα", με μια φωνή που τρόμαξε με τις ραγισματιές της και χάθηκε στις εντάσεις των οργάνων. Ευτυχώς ήθελε απλά ζέσταμα, όπως απέδειξε η συνέχεια. Στην οποία ο Σαββόπουλος τραγούδησε τόσο ωραία, ώστε έπεισε για εκείνο που δήλωσε, ότι, κάθε που πιάνει καλοκαίρι, αισθάνεται λες και ξαναγίνεται 16 με 17 χρονώ. Σοκ, επίσης, ήταν ο Γιώργος Νταλάρας στο "Για Την Κύπρο": ζορισμένος, θολός, αντί για τον θαλερό τραγουδιστή που ξέρουμε, εξαιτίας μιας λοίμωξης των πνευμόνων. Αλλά, όπως είπε και ο Σαββόπουλος, είναι σαμουράι, όσον αφορά τη δουλειά. Με το που τον είδα, λοιπόν, να έχει ξανά το γνώριμό του χαμόγελο, επιστρέφοντας στη σκηνή μετά το διάλειμμα, ήξερα πως την είχε βρει την άκρη. Κι όντως, ακόμα και με λοίμωξη, τις πέτυχε τις υπερβάσεις και στάθηκε ωραιότατα, με την "Ωδή Στον Γεώργιο Καραϊσκάκη" να θυμίζει τις εποχές του Ζήτω Το Ελληνικό Τραγούδι.

Διαβάστε περισσότερα στο athinorama.gr