Συνεργάστηκε η Ελισάβετ Γρουζή, αιματολόγος, διευθύντρια Ν.Υ. Αιμοδοσίας, Γ.Α.Ο.Ν.Α "Άγιος Σάββας".
Η θρομφοβιλία –ιατρικός όρος που προέρχεται από τη συνένωση των λέξεων "θρόμβος" και "φιλία"– δηλώνει μια προδιάθεση του οργανισμού για τη δημιουργία θρόμβου στο αίμα, ο οποίος, κάτω από ορισμένες συνθήκες, μπορεί να οδηγήσει σε θρόμβωση με απροσδιόριστες από κει και έπειτα συνέπειες για τη ζωή. Συγκεκριμένα, η θρομβοφιλία είναι η αυξημένη τάση του αίματος για πήξη. Όταν το αίμα πήζει, δημιουργούνται θρόμβοι, οι οποίοι θεωρούνται επικίνδυνοι, αφού μπορούν να φράξουν μερικώς ή ολικώς ένα αιμοφόρο αγγείο.
Συγγενής και επίκτητη θρομβοφιλία
Η συγγενής θρομβοφιλία αφορά κληρονομήσιμες καταστάσεις (οπότε μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο όρος "κληρονομική θρομβοφιλία") που αυξάνουν την πιθανότητα να αναπτυχθεί θρόμβωση, ενώ, από την άλλη πλευρά, η επίκτητη θρομβοφιλία σχετίζεται με καταστάσεις που προκύπτουν αργότερα στην ενήλικη ζωή κάποιου ατόμου. Ωστόσο, η κληρονομική θρομβοφιλία δε θεωρείται νόσος. Υπάρχουν περιπτώσεις που μπορεί κάποιος να έχει θρομβοφιλία, αλλά να μην εμφανίσει θρόμβωση ποτέ, αλλά και το αντίθετο… κάποιος να κάνει θρόμβωση χωρίς να έχει εμφανές αίτιο θρομβοφιλίας. Αίτια επίκτητης θρομβοφιλίας είναι νοσήματα όπως το αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο, τα μυελοϋπερπλαστικά νοσήματα που σχετίζονται με υψηλό αιματοκρίτη ή/και πολλά αιμοπετάλια, τα φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου και νοσήματα των νεφρών, όπως το νεφρωσικό σύνδρομο. Τέλος, σε ένα ποσοστό των θρομβώσεων μπορεί να κρύβεται ένας καρκίνος που δεν είναι εμφανής, αλλά η θρόμβωση αποτελεί αφορμή για να διαγνωστεί.
"Μπορώ να το καταλάβω;"
Διαβάστε τη συνέχεια στο Shape.gr