Όλα δείχνουν ότι η φετινή εποχική γρίπη θα είναι πιο μεταδοτική και με μεγαλύτερη διάρκεια. Την ίδια ώρα, παρότι τα ποσοστά κρουσμάτων κορονοϊού παραμένουν σχετικά χαμηλά, οι ειδικοί εκτιμούν ότι ο ιός θα αρχίσει να κυκλοφορεί ευρύτερα μέσα στους επόμενους μήνες, καθώς πλησιάζει η περίοδος των γιορτών και αυξάνονται οι κοινωνικές συναθροίσεις.
Πως θα ξεχωρίσουμε όμως φέτος τα συμπτώματα; Σύμφωνα με τον δρ. Γουίλιαμ Σάφνερ, ειδικό λοιμωξιολόγο στο Πανεπιστήμιο Βάντερμπιλτ, όπως μεταδίδουν οι NYT, αν κάποιος αισθάνεται αδιαθεσία, αλλά τα συμπτώματά του εντοπίζονται μόνο στο πάνω μέρος του αναπνευστικού, όπως μπούκωμα ή ελαφρύ πονόλαιμο, είναι πιθανό να πρόκειται απλώς για κοινό κρυολόγημα.
Αντίθετα, ένας έντονος βήχας, οι μυαλγίες και η γενικευμένη κόπωση αποτελούν ενδείξεις ιογενών λοιμώξεων, όπως η γρίπη ή ο κορονοϊός. Ακόμη όμως και οι ειδικοί δυσκολεύονται πολλές φορές να ξεχωρίσουν ποιος ιός ευθύνεται μόνο από τα συμπτώματα.
Ποια συμπτώματα μπερδεύουν
Γρίπη και κορονοϊός εμφανίζουν πολλές ομοιότητες: βήχα, δυσκολία στην αναπνοή, έντονη κόπωση, ρινική καταρροή, πονοκεφάλους και μυοσκελετικούς πόνους, πονόλαιμο αλλά και γαστρεντερικά συμπτώματα, όπως πόνο στο στομάχι και διάρροια. Και τα δύο μπορούν να επηρεάσουν και την αίσθηση της όσφρησης — στη γρίπη λόγω ρινικής φλεγμονής, ενώ στον κορονοϊό λόγω επίδρασης στα νεύρα που σχετίζονται με την όσφρηση. Πάντως, η απώλεια όσφρησης είναι πλέον λιγότερο συχνή σε σχέση με τα πρώτα χρόνια της πανδημίας.
Ένα βασικό στοιχείο διαφοροποίησης είναι ο τρόπος που ξεκινούν τα συμπτώματα. O κορονοϊός εμφανίζεται συνήθως σταδιακά, με το μπούκωμα και τον πονόλαιμο να εξελίσσονται μέρα με τη μέρα. Αντίθετα, η γρίπη χτυπά συχνά αιφνίδια. Ο πυρετός μπορεί να συνοδεύει και τις δύο λοιμώξεις, αλλά στη γρίπη κάνει πιο γρήγορα την εμφάνισή του.
Η σημασία του τεστ
Ο μοναδικός ασφαλής τρόπος για να διακρίνει κανείς αν έχει κορονοϊό ή γρίπη είναι η διενέργεια τεστ, λένε οι ειδικοί.
Ωστόσο, ένα τεστ μπορεί να βγει αρνητικό αν γίνει πολύ νωρίς, πριν προλάβει να "χτιστεί" αρκετό ιικό φορτίο στον οργανισμό. Γι’ αυτό οι ειδικοί συστήνουν επανάληψη του τεστ μετά από τουλάχιστον 48 ώρες εφόσον τα συμπτώματα επιμένουν.
Η εξέταση είναι ιδιαίτερα σημαντική για όσους ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου — άτομα άνω των 65 ετών, έγκυες γυναίκες και όσους έχουν υποκείμενα νοσήματα όπως άσθμα ή προβλήματα στα νεφρά, το αίμα ή το ήπαρ.
Οι τρόποι πρόληψης είναι σε μεγάλο βαθμό κοινοί και για τις δύο λοιμώξεις: συχνό πλύσιμο χεριών, παραμονή σε χώρους με καλό αερισμό, αποφυγή συνωστισμού, χρήση μάσκας όπου χρειάζεται, παραμονή στο σπίτι όταν είμαστε άρρωστοι και εμβολιασμός.