Η ψωρίαση, που ετυμολογικά προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη ‘’ψώρος’’ ( λέπι), είναι μια χρόνια αυτοάνοση φλεγμονώδης συστηματική νόσος με κύρια έκφρασή της αυτή της δερματοπάθειας. Σε ποσοστό έως και 45% των ασθενών με ψωρίαση εκδηλώνονται συμπτώματα από το μυοσκελετικό που περιγράφονται με το όρο ψωριασική αρθρίτιδα.
Η ψωριασική αρθρίτιδα αφορά το ίδιο συχνά άνδρες και γυναίκες και κάνει την εμφάνισή της συνήθως ανάμεσα στο 30ο και 50ο έτος της ηλικίας. Η δερματική νόσος προηγείται των εκδηλώσεων του μυοσκελετικού στα 2/3 των περιπτώσεων. Το 10% των ασθενών με εκφρασμένη ψωριασική αρθρίτιδα δεν έχει δερματικές εκδηλώσεις αλλά η διάγνωση βασίζεται στην ύπαρξη οικογενειακού κληρονομικού ιστορικού ψωρίασης (γονείς, αδέρφια, παππούδες).
Γενετικοί παράγοντες, λοιμώξεις, στρες και τραύματα του μυοσκελετικού φαίνεται να εμπλέκονται στην αιτιοπαθογένεια της νόσου.
Κλινικά η ψωριασική αρθρίτιδα είναι νόσος πολυπρόσωπη. Μπορεί να εμφανιστεί ως συμμετρική πολυαρθρίτιδα των μικρών αρθρώσεων, π.χ. των άκρων των χεριών και ποδιών (ζεστές, οιδηματώδεις, δύσκαμπτες αρθρώσεις) ή ως ασύμμετρη ολιγοαρθρίτιδα μεγαλύτερων περιφερικών αρθρώσεων (γόνατα, αγκώνες, ποδοκνημικές) με ή χωρίς τη συμμετοχή ενθεσίτιδας (φλεγμονή στη θέση πρόσφυσης των τενόντων και συνδέσμων στα οστά). Γενικά, η συμμετοχή φλεγμαινόντων μαλακών μορίων όπως είναι η επικονδυλίτιδα, η τροχαντηρίτιδα ή η τενοντίτιδα των αχίλλειων τενόντων είναι αρκετά τυπική για τη νόσο και μπορεί να αποτελεί την πρώτη ή άλλες φορές κύρια εκδήλωσή της.
Δεν είναι ωστόσο και λίγες οι φορές που η ψωριασική αρθρίτιδα εκδηλώνεται ως αξονική νόσος (της σπονδυλικής στήλης) κατ’ επικράτηση δηλαδή σπονδυλοαρθρίτιδα, ιερολαγονίτιδα με ή χωρίς περιφερική αρθρίτιδα.
Η λήψη ιστορικού από τον ασθενή και η κλινική εξέταση αποτελούν τη βάση για τη σωστή διάγνωση. Συμβάλλουν, ωστόσο, ο βιοχημικός, ανοσολογικός και ενίοτε ακτινολογικός έλεγχος. Η έγκαιρη διάγνωση και η σωστή συμμόρφωση στη θεραπεία και τις υποδείξεις του θεράποντα ιατρού είναι ύψιστης σημασίας προκειμένου να αποφευχθούν μόνιμες βλάβες του μυοσκελετικού που θα επηρεάσουν μετέπειτα το επίπεδο ζωής του ασθενούς.
Ωστόσο, έναρξη των συμπτωμάτων νωρίς ηλικιακά στη ζωή του ασθενούς, σημαντική εξάπλωση της δερματικής ψωρίασης, ακτινολογικές αλλοιώσεις/διαβρώσεις νωρίς κατά την πορεία της νόσου, συμμετοχή πολλών αρθρώσεων, υψηλοί δείκτες φλεγμονής όπως η ΤΚΕ και η CRP αποτελούν δυσμενείς προγνωστικούς παράγοντες για την εξέλιξη της νόσου.
Οι φαρμακευτικές θεραπευτικές δυνατότητές μας είναι πολλές. Πέρα από τα κλασικά ανοσοτροποποιητικά φάρμακα που επί σειρά ετών έχουν χρησιμοποιηθεί (μεθοτρεξάτη, λεφλουνομίδη, κυκλοσπορίνη, σουλφασαλαζίνη), οι ενέσιμοι ή εγχύσιμοι βιολογικοί παράγοντες (αναστολείς TNFa, ιντερλευκινών κτλ) και πιο πρόσφατα οι από του στόματος θεραπείες, με την απρεμιλάστη αλλά και τους αναστολείς των κινασών JAK, έχουν δώσει σπουδαία αποτελέσματα και σε ερευνητικό επίπεδο αλλά και στην καθημερινή μας κλινική πρακτική σε ότι αφορά στην αντιμετώπιση και των δερματικών και των μυοσκελετικών εκδηλώσεων της νόσου.
Η διακοπή του καπνίσματος, η φυσική άσκηση, η σωστή διατροφή και η εργονομία στο χώρο εργασίας είναι εξίσου σημαντικοί παράγοντες στη θεραπευτική αντιμετώπιση όχι μόνο της ψωριασικής αρθρίτιδας αλλά και πολλών άλλων χρόνιων αυτοάνοσων φλεγμονωδών παθήσεων.
Η καλή επικοινωνία και συνεννόηση μεταξύ ασθενούς και ιατρού θέτει τη βάση πάνω στην οποία θα στηριχτεί το εξατομικευμένο θεραπευτικό πλάνο του πάσχοντα.
Δρεμέτσικα Ασημίνα ,MD
Ειδική Ρευματολόγος, Πτυχιούχος Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
τ. Επιμελήτρια Ρευματολογικής Κλινικής Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Linköping Σουηδίας