
Η δολοφονία της Ναταλί Ντεμπάιγ το 2019 θα μπορούσε να είχε αποτραπεί αν το γαλλικό κράτος είχε κάνει τη δουλειά του. Αυτό υποστηρίζει η οικογένεια της γυναίκας που ήταν ένα από τα 146 θύματα γυναικοκτονιών στη Γαλλία εκείνη τη χρονιά. Οι συγγενείς της στρέφονται δικαστικά κατά των υπηρεσιών που δεν έπραξαν ό,τι προβλέπεται από τη γαλλική νομοθεσία για να την προστατέψουν από τον δολοφόνο της παρότι εκείνη είχε προσφύγει στην Αστυνομία τρεις φορές καταγγέλλοντάς τον και ζητώντας προστασία.
Τα γαλλικά ΜΜΕ παρουσιάζουν την "ανατομία μιας γυναικοκτονίας" και φωτίζουν όλα τα γεγονότα που οδήγησαν σε ένα φρικτό έγκλημα που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί.
Η Ναταλί Ντεμπάιγ βρέθηκε στραγγαλισμένη στις 27 Μαΐου μέσα στη μπανιέρα του σπιτιού του πρώην συντρόφου της, Ζερόμ Τονό, στην κωμόπολη Λα Μαντλέν κοντά στη Λιλ, στον γαλλικό βορρά.

Την Παρασκευή 24 Μαΐου 2024, πέντε χρόνια μετά το ειδεχθές έγκλημα ξεκίνησε στο Παρίσι η δίκη που βρίσκει το εδώλιο το γαλλικό κράτος με την κατηγορία της "αδράνειας σε υπόθεση που είχε γνωστοποιηθεί στην αστυνομία".
Η γυναίκα είχε απευθυνθεί τέσσερις φορές στην αστυνομία ζητώντας προστασία από τον πρώην σύντροφό της. Ισάριθμες φορές είχε προσπαθήσει ο μετέπειτα δολοφόνος της να την απαγάγει. Για τους συγγενείς της, την ευθύνη για τη δολοφονία της φέρει ακέραιη η Αστυνομία της Λιλ που δεν μερίμνησε για την πολίτη που της απευθύνθηκε για βοήθεια.
Η δίκη του κατηγορούμενου ως αυτουργού της δολοφονίας, που είναι αντιμέτωπος με ισόβια, θα ξεκινήσει τον Ιούνιο, προηγουμένως όμως εκπρόσωποι του γαλλικού κράτους θα κληθούν να δώσουν απαντήσεις σε μια δικαστική διαδικασία που είναι πρωτόγνωρη σε μία ποινική υπόθεση ανθρωποκτονίας.
Η δικηγόρος της οικογένειας της Ναταλί Ντεμπάιγ, Ιζαμπέλ Στεγέρ υποστηρίζει ότι ήταν οι παραλείψεις της αστυνομίας που επέτρεψαν να διαπραχθεί το έγκλημα.
Η δολοφονία της Ναταλί Ντεμπάιγ
Στις 9 παρά 10 το πρωί της 27ης Μαΐου 2019, ο 54χρονος Ζερόμ Τονό, με τη βοήθεια τριών συνεργών του, απήγαγε την πρώην σύντροφό του, την έριξε στο πίσω μέρος του επαγγελματικού του αυτοκινήτου και την έδεσε.
Λίγες ώρες αργότερα, εντοπίστηκε στραγγαλισμένη στο σπίτι του Τονό. Το άψυχο σώμα της είχε βρεθεί μέσα στη μπανιέρα του σπιτιού. Όπως αποδείχθηκε, ο Τονό της είχε κόψει το λαιμό με ένα κοπίδι.
Το στοιχείο που επιτείνει την τραγικότητα της δολοφονίας είναι ότι μεταξύ Φεβρουαρίου και Μαΐου 2019, η Ναταλί Ντεμπάιγ είχε καταθέσει τρεις καταγγελίες και μία μήνυση σε βάρος του πρώην συντρόφου της.
"Δεν άντεχε άλλο"
Η γνωριμία της με τον δολοφόνο της είχε γίνει δύο χρόνια νωρίτερα. Το 2017, η Ναταλί ήταν 45 ετών και ο Ζερόμ 52. Γνωρίστηκαν στο διαδίκτυο και άρχισαν να βγαίνουν αλλά δεν έμεναν μαζί. Ο Τονό ωστόσο έκανε διάφορες εργασίες στο σπίτι της γυναίκας. "Ήθελε να οικειοποιηθεί τον χώρο της" υπογραμμίζει η ποινικολόγος Ιζαμπέλ Στεγέρ. Η Ναταλί ήταν κάθετη μαζί του: Δεν ήθελε να συγκατοικήσουν, του ξεκαθάριζε. Στις αρχές του 2018 είχε εξομολογηθεί στην αδελφή της ότι αισθανόταν ότι είχε εισβάλει στη ζωή της, ότι της στερούσε την ελευθερία της και της απομυζούσε την ικμάδα.

"Μου έλεγε ότι "δεν άντεχε άλλο". Ότι κατακτούσε όλο και περισσότερο χώρο στη ζωή της. Ότι της ζητούσε να εγκατασταθεί μαζί της στο σπίτι της αλλά ότι εκείνη δεν ήθελε" έχει καταθέσει η αδελφή της κατά την ανάκριση και αυτό πρόκειται να πει και στο δικαστήριο.
Σε αυτή την κατάσταση πίεσης, η Ναταλί διαπιστώνει ότι ο Ζερόμ Τονό είναι μπλεγμένος σε μια υπόθεση απάτης, εμπρησμού και ψευδορκίας. Το 2020 μάλιστα δικάστηκε και καταδικάστηκε με τις κατηγορίες αυτές για τη φωτιά που ο ίδιος έβαλε στο καθαριστήριο ιδιοκτησίας του για να καρπωθεί παράνομα την ασφάλεια.
Τον Αύγουστο του 2018, η Ναταλί του ζητά να χωρίσουν. Εκείνος επιμένει και δεν δέχεται το τέλος της σχέσης τους. Η Ναταλί αναδιπλώνεται αλλά τον Φεβρουάριο του 2019 καταφέρνει να τον βγάλει από τη ζωή της. Έτσι πιστεύει τουλάχιστον...
Όταν στις 11/02/2019 κάνει την πρώτη καταγγελία λέει στην αστυνομία ότι την ενοχλεί και ότι πηγαίνει καθημερινά στο σπίτι της. Εκείνες τις μέρες, ο Ζερόμ Τονό προσποιείται ότι κάνει απόπειρα αυτοκτονίας. "Μια προσπάθεια να την κάνει να νιώσει ενοχές..." όπως υποστηρίζει η οικογένειά της.
Η Ναταλί Ντεμπάιγ ήταν ανώτερη τραπεζική υπάλληλος. Εργαζόταν σε υποκατάστημα της τράπεζας Société générale στη Λιλ. Στις 5 Μαρτίου 2019 πηγαίνει ξανά στην αστυνομία για να καταγγείλει ότι την παρακολουθεί παντού, ακόμη και στο εστιατόριο απέναντι από την τράπεζα όπου τρώει τα μεσημέρια. "Ο πρώην σύντροφός μου μπήκε στο πάρκινγκ της εταιρείας μου για να μου μιλήσει. Τον σταμάτησα και του είπα ότι δεν επιτρεπόταν να βρίσκεται στον χώρο εργασίας μου. Με ακολούθησε μέχρι τα ασανσέρ και, καθώς ήθελε να μπει μέσα μαζί μου, τον έσπρωξα με το χέρι μου. Υπήρχε κάμερα" αναφέρει στην δεύτερη καταγγελία της.

Άγνωστο γιατί, η αστυνομία δεν κάνει τίποτα. Δεν καλεί τον Τονό σε κατάθεση, δεν του γνωστοποιεί καν την καταγγελία όπως οφείλει.
Τέσσερις μέρες αργότερα, η γυναίκα θέλει να υποβάλει μήνυση για "απειλή θανάτου" ενώ αναφέρει ότι τον φοβάται και τον θεωρεί απρόβλεπτο. Οι αστυνομικοί της λένε να κάνει ακόμα μία καταγγελία και όχι μήνυση. Επιλέγουν να μην την βοήθησουν, τονίζει η δικηγόρος της οικογένειάς της.
Ο Ζερόμ Τονό συνεχίζει τις απειλές ανεξέλεγκτος. Φτάνει στο σημείο να την καταγγείλει ότι του έκλεψε ένα κινητό. Η αστυνομία την καλεί αμέσως για εξηγήσεις. Η γυναίκα αποδεικνύει ότι της το είχε κάνει δώρο.
Στις 22 Απριλίου 2019 παρουσιάζεται για τρίτη φορά στο ίδιο αστυνομικό τμήμα και προσπαθεί να πείσει τους αστυνομικούς να υποβάλει μήνυση κατά του Ζερόμ Τονό που, εν τω μεταξύ, της έχει στείλει τη φωτογραφία μιας ταφόπλακας. Η αστυνομία παραλαμβάνει τη μήνυση αλλά δεν κάνει τίποτα. Μάλιστα, παρότι η γυναίκα ζητά να κάνει μήνυση την καταχωρούν ως καταγγελία με την επισήμανση "διαφορές μεταξύ ζεύγους".
Τελικά, στις 9 Μαΐου 2019, η Ναταλί Ντεπάιγ υποβάλει μήνυση έχοντας μαζί της και τρεις μάρτυρες. Η μήνυση παραλαμβάνεται αλλά οι μάρτυρες δεν εξετάζονται.
Δεκαέξι μέρες αργότερα δολοφονείται. Ο δράστης την απαγάγει από το πάρκινγκ της τράπεζας και οι συνάδελφοί της ειδοποιούν αμέσως την αστυνομία που όμως κάνει τέσσερις ώρες μέχρι να φτάσει στο σπίτι του Ζερόμ Τονό. Άλλη μία φορά που υπήρξε αδράνεια.
Στο παρελθόν, δύο φορές έχουν εκδοθεί καταδικαστικές αποφάσεις για "βαρειά αμέλεια" από κρατικές υπηρεσίες. Η μία ήταν το 2014 όταν ένας άνδρας είχε δολοφονήσει την πρώην σύζυγό του - η οποία προηγουμένως τον είχε καταγγείλει στην αστυνομία - και τους γονείς της.
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr