
Με νέα κοινή τους παρέμβαση οι πρώην πρόεδροι του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Δημήτρης Παξινός και Γιάννης Αδαμόπουλος αναφέρονται στην διαδικασία προαγωγής των ανωτάτων δικαστών αφήνοντας αιχμές και διατυπώνοντας προτάσεις για περισσότερη διαφάνεια.
Οι δύο πρώην πρόεδροι του μεγαλύτερου επιστημονικού Συλλόγου της χώρας σημειώνουν πως η ρύθμιση για τις επιλογές των δικαστών «επιδέχεται ίσως βελτιώσεις που διασφαλίζουν ακόμη μεγαλύτερη διαφάνεια και αποτελεσματικότητα (όπως λ.χ. επιλογή προέδρων μόνο μεταξύ αντιπροέδρων που έχουν θητεία ορισμένης διάρκειας, επιλογή από ένα ευρύτερο εκλεκτορικό σώμα)».
Εγκαλούν τις κυβερνήσεις γενικώς και την σημερινή ειδικώς ότι«έχει καταστήσει ρυθμιστή των αποφάσεών της τη Δικαιοσύνη τόσο με πολιτικές επιλογές της (π.χ. τηλεοπτικές άδειες) όσο και με την εμπλοκή στελεχών της σε ποινικές δίκες».
Και επισημαίνουν «Όπως όμως συμβαίνει πάντοτε, υγιείς θεσμοί εκτρέπονται όταν τα πρόσωπα που καλούνται να τους υπηρετήσουν δεν εμφανίζονται αντάξια των περιστάσεων ή υποκύπτουν στη χρόνια ασθένεια της κομματικής ή συμφεροντολογικής αλλοίωσης ύψιστων λειτουργιών».
Στην κατάληξη της δήλωσής του σημειώνουν:
«Για ακόμη μια φορά λοιπόν, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η χώρα δεν έχει πρόβλημα θεσμών,τουλάχιστον γραπτά κατοχυρωμένων. Το αν έχει πρόβλημα προσώπων που τους ενσαρκώνουν ή τους υπηρετούν, πρέπει να το αναλογιστούμε κάθε φορά που καλούμαστε να τα επιλέξουμε».
Το πλήρες κείμενο της δήλωσης των κ.κ. Παξινού και Αδαμόπουλου έχει ως εξής:
«Η διαδικασία επιλογής της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων αποτελεί σημείο τομής περισσότερων αξιολογήσεων συνταγματικής περιωπής. Από τη μία πλευρά, καλείται να αποτυπώσει εύγλωττα τη λαϊκή κυριαρχία ως βασική οργανωτική αρχή του πολιτεύματος, δικαιώνοντας την επιταγή ότι και οι τρεις εξουσίες πηγάζουν από το λαό και ασκούνται υπέρ αυτού.
Από την άλλη πλευρά, ακριβώς επειδή υπηρετεί τέτοιες αξιώσεις δημοκρατικής νομιμοποίησης, μοιραία ενσωματώνει διασταύρωση και με άλλες λειτουργίες, την εκτελεστική ή/και τη νομοθετική, ανάλογα με τη συνταγματική παράδοση κάθε Κράτους.
Η στάθμιση που επιχειρεί η παράγραφος 5 του άρθρου 90 του Συντάγματος καταλείπει τη σχετική αρμοδιότητα στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας μετά από πρόταση του υπουργικού συμβουλίου, το οποίο και έχει έτσι την καθοριστική ουσιαστική κρίση. Ο Ν. 3841/2010 εισήγαγε μάλιστα και προηγούμενη (απλή) γνωμοδοτική διαδικασία της διάσκεψης των προέδρων της Βουλής, μη δεσμευτική για τον εισηγούμενο υπουργό Δικαιοσύνης, η οποία και δέχθηκε αιτιάσεις αντισυνταγματικότητας (βλ. σχετικά ΟλΣτΕ 142/2012).
Η ρύθμιση δεν είναι άμοιρη δικαιοπολιτικής κριτικής και επιδέχεται ίσως βελτιώσεις που διασφαλίζουν ακόμη μεγαλύτερη διαφάνεια και αποτελεσματικότητα (όπως λ.χ. επιλογή προέδρων μόνο μεταξύ αντιπροέδρων που έχουν θητεία ορισμένης διάρκειας, επιλογή από ένα ευρύτερο εκλεκτορικό σώμα). Δεν είναι, ωστόσο, καινοφανής και σε καμία περίπτωση δεν αφίσταται από την παγιωμένη συνταγματική πρακτική του ηπειρωτικού νομικού χώρου.
Άδικα λοιπόν η κοινή γνώμη σχηματίζει την πεποίθηση ότι πρόκειται για θεσμοθετημένη μορφή «διαπλοκής» που διαιωνίζει την αλληλεξάρτηση πολιτικής και Δικαιοσύνης. Πρόκειται, αντιθέτως, για ενσυνείδητη και σταθμισμένη ad hoc κάμψη (λείανση) της διάκρισης των λειτουργιών από τον ίδιο το συντακτικό νομοθέτη, που μάλιστα καταλείπει την εξειδίκευση της διαδικασίας σε «οργανικό» του Συντάγματος νόμο.
Όπως όμως συμβαίνει πάντοτε, υγιείς θεσμοί εκτρέπονται όταν τα πρόσωπα που καλούνται να τους υπηρετήσουν δεν εμφανίζονται αντάξια των περιστάσεων ή υποκύπτουν στη χρόνια ασθένεια της κομματικής ή συμφεροντολογικής αλλοίωσης ύψιστων λειτουργιών.
Όσοι λοιπόν μέμφονται τις επιλογές μιας Κυβέρνησης (της σημερινής ή οποιασδήποτε άλλης) στην ηγεσία των ανώτατων δικαστηρίων ως δήθεν ένδειξη ή κατάσταση διαπλοκής, ας μην επικαλούνται τη συνταγματική διαδικασία. Οποιαδήποτε διαδικασία έχει θεσμικά πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Επιπλέον, όσες ασφαλιστικές δικλείδες και να διαθέτει, δεν μπορεί να παρακάμψει τον αστάθμητο παράγοντα της εφαρμογής της στο χρόνο από πρόσωπα ορισμένης παιδείας, κουλτούρας και ηθικής συγκρότησης κάθε φορά.
Ιδιαίτερα σήμερα που η εκτελεστική εξουσία έχει καταστήσει ρυθμιστή των αποφάσεών της τη Δικαιοσύνη τόσο με πολιτικές επιλογές της (π.χ. τηλεοπτικές άδειες) όσο και με την εμπλοκή στελεχών της σε ποινικές δίκες. Οι λεγόμενες «μεγάλες δίκες», που τα τελευταία χρόνια ζει ο ελληνικός λαός, δεν μπορεί, ανάλογα με τη δικαστική κρίση, να «στιγματίζουν» τους εμπλεκόμενους δικαστές με θετική ή αρνητική κρίση κατά την επιλογή τους.
Για ακόμη μια φορά λοιπόν, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η χώρα δεν έχει πρόβλημα θεσμών, τουλάχιστον γραπτά κατοχυρωμένων. Το αν έχει πρόβλημα προσώπων που τους ενσαρκώνουν ή τους υπηρετούν, πρέπει να το αναλογιστούμε κάθε φορά που καλούμαστε να τα επιλέξουμε».
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr