Μια νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Nature, έδειξε ότι ο περιορισμός των θερμίδων τελικά, και όχι η διαλειμματική νηστεία, έχει μεγαλύτερη επίδραση στην επιμήκυνση της ζωής. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε ποντίκια και αυτά που έζησαν περισσότερο είχαν διατηρήσει σταθερό σωματικό βάρος και ενεργειακά επίπεδα παρά τη μειωμένη πρόσληψη τροφής, ενώ εκείνα που έχασαν σημαντικό βάρος είχαν μικρότερη διάρκεια ζωής.
Τα ευρήματα υποδεικνύουν ότι οι γενετικοί παράγοντες και η "αντίσταση" στο στρες παίζουν καθοριστικό ρόλο στο πώς οι διατροφικές αλλαγές επηρεάζουν την υγεία και τη μακροζωία.
Η μελέτη έδειξε επίσης ότι οι μεταβολικοί δείκτες, που συχνά χρησιμοποιούνται στην έρευνα της μακροζωίας στον άνθρωπο, μπορεί να μην είναι αξιόπιστοι δείκτες της διάρκειας ζωής. Αντίθετα, η κατάσταση του ανοσοποιητικού συστήματος και τα χαρακτηριστικά των ερυθρών αιμοσφαιρίων ενδέχεται να αντικατοπτρίζουν καλύτερα την υγεία μας.
Για σχεδόν έναν αιώνα, οι εργαστηριακές μελέτες έχουν δείξει πως τρώγοντας λιγότερο φαγητό ή λιγότερο συχνά, ένα ζώο θα ζήσει περισσότερο. Ωστόσο, οι επιστήμονες δυσκολεύονταν να κατανοήσουν γιατί αυτού του είδους οι περιοριστικές δίαιτες επεκτείνουν τη διάρκεια ζωής και πώς μπορούν να εφαρμοστούν στον άνθρωπο.
Σε αυτή τη μελέτη, επιστήμονες από το Ινστιτούτο Jackson Laboratory παρακολούθησαν την υγεία σχεδόν χιλίων ποντικών, που ακολουθούσαν διάφορες δίαιτες, για να δώσουν απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα.
Η μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μείωση των θερμίδων είχε μεγαλύτερο αντίκτυπο στη διάρκεια ζωής από τη διαλειμματική νηστεία, ανεξάρτητα από το ποσοστό λίπους ή τα επίπεδα γλυκόζης — και τα δύο συνήθως θεωρούνται δείκτες μεταβολικής υγείας και γήρανσης.
"Η μελέτη μας αναδεικνύει πραγματικά τη σημασία της ανθεκτικότητας", δήλωσε ο Gary Churchill, καθηγητής στο JAX που ηγήθηκε της μελέτης. "Τα πιο ανθεκτικά ζώα διατηρούν το βάρος τους ακόμα και υπό πίεση και περιορισμό θερμίδων, και αυτά είναι που ζουν περισσότερο.
Ο Churchill και οι συνεργάτες έβαλαν θηλυκά ποντίκια να ακολουθούν πέντε διαφορετικές δίαιτες: μία στην οποία μπορούσαν να φάνε όσο ήθελαν, δύο στις οποίες λάμβαναν μόνο το 60% ή το 80% των βασικών τους θερμίδων καθημερινά, και δύο στις οποίες τα ζώα δεν έπαιρναν καθόλου τροφή είτε για μία είτε για δύο συνεχόμενες ημέρες κάθε εβδομάδα, αλλά μπορούσαν να φάνε όσο ήθελαν τις υπόλοιπες μέρες.
Γενικά, τα ποντίκια που έτρωγαν όσο ήθελαν έζησαν κατά μέσο όρο 25 μήνες, εκείνα με διαλειμματική νηστεία έζησαν κατά μέσο όρο 28 μήνες, εκείνα που έτρωγαν το 80% των βασικών θερμίδων έζησαν 30 μήνες, και εκείνα που έτρωγαν το 60% έζησαν 34 μήνες.
Ωστόσο, μέσα σε κάθε ομάδα, η διάρκεια ζωής διέφερε σημαντικά. Τα ποντίκια που έτρωγαν τις λιγότερες θερμίδες είχαν διάρκεια ζωής που κυμαινόταν από λίγους μήνες έως τεσσεράμισι χρόνια.
Όταν οι ερευνητές ανέλυσαν τα δεδομένα για να εξηγήσουν αυτή τη διακύμανση, διαπίστωσαν ότι οι γενετικοί παράγοντες είχαν πολύ μεγαλύτερη επίδραση στη διάρκεια ζωής από τις δίαιτες, υπογραμμίζοντας πως τα υποκείμενα γενετικά χαρακτηριστικά, που δεν έχουν ακόμα προσδιοριστεί, διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στον τρόπο με τον οποίο αυτές οι δίαιτες θα μπορούσαν να επηρεάσουν την υγεία ενός ατόμου, όπως μεταδίδει το neurosciencenews.
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr