Αποφασίζοντας να γράψει ένα βιβλίο με θέμα τη βεντέτα, τον άγραφο νόμο του αίματος που ξεκληρίζει οικογένειες και κρατά, από γενιά σε γενιά, εγκλωβισμένες στο μίσος και τη φονική αντιπαλότητα ολόκληρες κοινότητες, ο παλαίμαχος αστυνομικός συντάκτης Πάνος Σόμπολος δεν θα μπορούσε να μην αφηγηθεί την ιστορία της "Σφαγής στα Βορίζια" το 1955.
Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου "Βεντέτες: Εγκλήματα βεντέτας στην Ελλάδα" (Πατάκης, 2024), ο Σόμπολος βάζει τίτλο: "Η Σφαγή στα Βορίζια - Έξι νεκροί και 14 τραυματίες σε δύο ώρες. Δράστης: "Όταν θα βγω από τη φυλακή θα ’μαι γέρος και δε θα με κοιτάνε τα κορίτσια! Αυτό με καίει εμένα…"
Με λίγες λέξεις, συνοψίζει την τραγωδία ενός τόπου που βλέπει τα παιδιά του είτε να πέφτουν νεκρά είτε να ζουν ζωντανοί-νεκροί στη φυλακή με το παράπονο ότι είδαν τη ζωή τους να χάνεται για μια βεντέτα.
Εβδομήντα χρόνια μετά, η αδιανόητη τραγωδία στα Βορίζια που σοκάρει όλη την Ελλάδα από το μεσημέρι του Σαββάτου, 1/11, δεν έχει καμία σχέση με την τραγωδία του 1955, όπως λένε οι ντόπιοι.
Έχει όμως τεράστιο ενδιαφέρον το γεγονός ότι τα όσα διαδραματίστηκαν τότε, λίγο διαφέρουν από τα όσα μας συγκλονίζουν σήμερα καθώς η ρίζα είναι κοινή: η αντίληψη ότι οι διαφορές μπορούν να λυθούν μόνο αν τρέξει αίμα.
Η βεντέτα του 1955
Ένας χωριανός επιτέθηκε απρόκλητα στον δασοφύλακα της περιοχής, που διασκέδαζε σε καφενείο, και τον μαχαίρωσε στον λαιμό, σκοτώνοντάς τον ακαριαία. Ο δράστης εκμεταλλεύτηκε τον πανικό και εξαφανίστηκε προτού προλάβει να συλληφθεί. Η δολοφονία προκάλεσε αναστάτωση και αποτέλεσε την αφορμή για μια αιματηρή βεντέτα. Σύμφωνα με το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ηρακλείου, το περιστατικό φέρεται να ξεκίνησε από διαφωνία σχετικά με παράνομη υλοτομία. Ο δράστης, φοβούμενος μήπως καταγγελθεί, αποφάσισε να εκφοβίσει το θύμα, παρακινώντας συγγενή του να επιτεθεί.
Μόλις πέντε λεπτά μετά τον πρώτο φόνο, συγγενείς του θύματος άνοιξαν πυρ, προκαλώντας χάος. Ακολούθησαν νέες επιθέσεις και ρίψη χειροβομβίδας στο σπίτι του δασοφύλακα, με αποτέλεσμα τρεις νεκρούς και 14 τραυματίες. Οι κάτοικοι, όπως κατέθεσαν αργότερα στη δίκη, κυριεύτηκαν από αμόκ: έτρεξαν στους δρόμους, άρπαξαν όπλα και πυροβολούσαν στα τυφλά.

Για να αποφευχθούν νέες αντεκδικήσεις, οι κατηγορούμενοι παραπέμφθηκαν στο Κακουργιοδικείο Αθηνών. Ο βασικός δράστης ισχυρίστηκε πως είχε πιει κρασί και τσικουδιά επί 27 ώρες και ότι είχε μαζί του το μαχαίρι επειδή ήταν χασάπης. Καταδικάστηκε σε κάθειρξη 20 ετών. Ο ανιψιός της συζύγου του θύματος, που σκότωσε δεύτερο άτομο, καταδικάστηκε σε 10 χρόνια, ενώ άλλος κατηγορούμενος σε 25. Οι υπόλοιποι έλαβαν μικρότερες ποινές για κατοχή όπλων.
Το 1963, ο πρωτοαίτιος των γεγονότων έλαβε χάρη με βασιλικό διάταγμα, μειώνοντας την ποινή του, ενώ οι υπόλοιποι αποφυλακίστηκαν μετά από 15–18 χρόνια φυλάκισης.
Η υπόθεση των Βοριζίων, με έξι νεκρούς και 14 τραυματίες συνολικά, έμεινε στην ιστορία ως μία από τις πιο αιματηρές βεντέτες της ελληνικής μεταπολεμικής περιόδου.
Ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Πάνου Σόμπολου:
"Τα Βορίζια, ή Βορίζα, είναι ένα ιστορικό χωριό στους πρόποδες του Ψηλορείτη, που απέχει πενήντα τρία χιλιόμετρα από το Ηράκλειο της Κρήτης. Οι 484 κάτοικοί του (σύμφωνα με την τελευταία απογραφή του 2021) ασχολούνται με την κτηνοτροφία και τη γεωργία και, κυρίως, με την ελαιουργία και τη μελισσοκομία".
(...)
"Σ’ αυτό το χωριό, στη δεκαετία του 1950, συνέβη μια φοβερή τραγωδία που είχε ως αποτέλεσμα να βρουν τραγικό θάνατο έξι κάτοικοι και να τραυματιστούν άλλοι δεκατέσσερις συγχωριανοί τους, οι περισσότεροι από τους οποίους ακρωτηριάστηκαν κι έμειναν ανάπηροι και ταλαιπωρούνταν σ’ όλη τη ζωή τους!
Χαρακτηριστικό και εντυπωσιακό, συνάμα, αυτής της φοβερής βεντέτας είναι το γεγονός ότι όλα αυτά διαδραματίστηκαν σε χρονικό διάστημα μόλις δύο ωρών! Οι δράστες χρησιμοποίησαν όλων των ειδών τα όπλα, όπως μαχαίρια, πιστόλια, αλλά και μια χειροβομβίδα, που διαμέλισε κάποια από τα θύματα. Ήταν βεντέτα για ασήμαντη αφορμή! Αιτία; Μια δασική παράβαση κοπής δέντρων".
(...)
"Πρώτο θύμα της βεντέτας ήταν ο δασοφύλακας της περιοχής Γιάννης Φρ. 38 χρονών, ο οποίος καθόταν έξω από το καφενείο Παπ. με την παρέα του και διασκέδαζαν. Δέχτηκε ξαφνική επίθεση από τον Μανούσο Β., 31 χρονών, ο οποίος, σύμφωνα με τα στοιχεία που προέκυψαν από την έρευνα της τότε χωροφυλακής, 55 αλλά και των δικαστικών αρχών, είχε προσχεδιάσει το έγκλημά του.
Ο δράστης πλησίασε κρυφά το ανύποπτο θύμα του, το άρπαξε από τα μαλλιά, τράβηξε από τη ζώνη του ένα μεγάλο μαχαίρι που έφερε μαζί του και με μανία του κατάφερε αλλεπάλληλες μαχαιριές στην ωμοπλάτη και σε διάφορα άλλα μέρη του σώματος. Στη συνέχεια τράπηκε σε φυγή και εξαφανίστηκε. Το παραπεμπτικό βούλευμα που εκδόθηκε τότε για την υπόθεση περιγράφει ως εξής τη στιγμή του άγριου φονικού:
Κατά τας εσπερινάς ώρας της 27ης Αυγούστου 1955, επωφελούμενος της πανηγύρεως, ήτις εγένετο επ’ ευκαιρία του εορτάζοντος εξωκκλησίου Άγιος Φανούριος εν τω χωρίω Βορίζια, εσχεδίασεν τον προσφορότερον τρόπον καθ’ ον θα έφερεν εις πέρας την προαποφασισθείσα μετά του θείου του ανθρωποκτονία. Ούτω καθ’ ον χρόνον οι ομοχώριοί του διασκέδαζαν, ο Μανούσος Β. αντελήφθην τον Ιωάννην Φρ. καθήμενον μετά της οικογενείας του έξωθι της οικίας του Ιωάννου Χ., έναντι του καφενείου Παπ. Επλησίασεν αθορύβως αυτόν και αφού τον ήρπασεν διά της μιας χειρός εκ της κόμης, ανέσπασε μάχαιραν μεγάλων διαστάσεων και δι’ αυτής έπληξεν τον παθόντα επανειλημμένως, υπούλως και μετά λύσσης κατά την δεξιάν ωμοπλατιαίαν χώραν και δεξιά της μεσοπλατίου τοιαύτης. Ο ατυχής δασοφύλαξ, όστις εδέχθη ανύποπτος τα διά μαχαίρας πλήγματα, κατέπεσεν αμέσως αιμόφυρτος επί του εδάφους και μετά ολίγα λεπτά της ώρας, επήλθεν ο θάνατός του. Ο δράστης ετράπη εις φυγήν και αφού παρουσιάσθητην 12ην Σεπτεμβρίου ενώπιον του ανακριτού, ομολόγησε την πράξιν του.
Πολλά γράφτηκαν εκείνη την περίοδο για το πώς ξεκίνησε η βεντέτα και γι’ αυτά τα τραγικά που ακολούθησαν. Οι τοπικές εφημερίδες, αλλά και οι υπόλοιπες σε όλη την Ελλάδα, ασχολήθηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα με τη συγκεκριμένη υπόθεση, ωστόσο εδώ θα αναφέρω μόνο την επίσημη δικαστική εκδοχή και, συγκεκριμένα, τι αναφέρει σχετικά το παραπεμπτικό βούλευμα.
Το υπ’ αριθμόν 389/1955 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ηρακλείου, με το οποίο παραπέμφθηκαν σε δίκη οι κατηγορούμενοι μετά από εισήγηση του τότε εισαγγελέα Ιωάννη Γεωργακά, αναφέρει ως προς τα αίτια ότι:
Ο Μανούσος Β. απεφάσισε εν ψυχρώ την θανάτωση του Ιωάννη Φρ. επειδή ο τελευταίος, με την ιδιότητα του δασοφύλακα, κατέλαβε τον κατηγορούμενον Μανούσο Λ. εντός του χωρίου Βορίζια Καινουργίου, ασχολούμενον με την φόρτωσιν ενός φορτηγού αυτοκινήτου καυσοξύλων, άτινα είχε υλοτομήσει άνευ αδείας εκ του δημοσίου δάσους.
Εις παρατήρηση του δασοφύλακος ότι θα μηνυθεί διά την πράξιν του ταύτην, ο διαληφθείς κατηγορούμενος, παρόντος και του πρώτου ανιψιού του Μανούσου Β. εξύβρισεν αυτόν χυδαιότατα… Ο λαθροϋλοτόμος κατηγορούμενος φοβηθείς ότι ο Ιωάννης Φρ., όστις είχε μεταβεί την επομένη των ύβρεων εις Γρηγοριάν ένθα και ο αστυνομικός σταθμός, ήτο ενδεχόμενο να τον καταμηνύσει διά την παράνομον υλοτομία και την εξύβρισιν, ηρώτησε τον αγροφύλακα του χωρίου Ιωάννη Κ. εάν εγνώριζε τον λόγο της μεταβάσεως του δασοφύλακος εις Γρηγοριάν. Και εις αρνητικήν αυτού απάντηση πρόσθεσε: "Αυτός επήγε να δώσει μήνυση για τα ξύλα και τις κουβέντες που του είπα, αλλά θα στον κανονίσω εγώ γαμώ την πουτάνα του…". Έκτοτε ο Μανούσος Λ. έτρεφεν άσπονδον μίσος κατά του δασοφύλακος και απεφάσισεν όπως τον εξοντώσει. Προς τούτο και διά της επιβολής και του παλικαρισμού του, παρεκίνησε τον πρώτον ανιψιόν του Μανούσο Β. όπως φονεύσει τον Ιωάννη Φρ. όστις ετόλμησε να παρατηρήσει αυτόν διά την παράνομον υλοτομίαν.
Το 1955 ήταν γύρω από τη μεγάλη γιορτή του Αγίου Φανουρίου, στις 27 Αυγούστου που εκτυλίχθηκαν όλα. Εν έτη 2025, το μισό χωριό κήδεψε τον Φανούρη Καργάγκη που έπεσε νεκρός στη βεντέτα μεταξύ των οικογενειών Καργάκη και Φραγκιαδάκη. Τότε, η επικρατέστερη εκδοχή για τη βεντέτα ήταν "μια ασήμαντη αφορμή" για "μια δασική παράβαση για κοπή δέντρων". Τώρα, ένα σπίτι που χτίστηκε σε απαγορευμένη ζώνη στον έλεγχο της αντίπαλης οικογένειας που κατέληξε σε δύο νεκρούς. Θα μπει όμως, ποτέ τέλος στις βεντέτες που αιματοκυλίζουν την Κρήτη;

Ολοκληρώνοντας την αφήγηση για τη βεντέτα του 1955 στα Βορίζια, ο Σόμπολος αναφέρει κι ένα ανέκδοτο, απόλυτα ενδεικτικό για το πώς βλέπουν οι Κρητικοί τη βεντέτα. Γράφει στο βιβλίο του: "Αξίζει, τέλος, να αναφέρω κι ένα ανέκδοτο που πολυσυζητήθηκε στην Κρήτη και το συζητάνε ακόμη και σήμερα. Κάποτε επισκέφτηκε τον Μανούσο Β. στη φυλακή ο πατέρας του, ένας Κρητικός με σημαντική δράση στην Εθνική Αντίσταση, και ακολούθησε ο εξής διάλογος:
- ΠΑΤΕΡΑΣ: Ίντα κάνεις, παιδί μου Μανούσο;
- ΜΑΝΟΥΣΟΣ: Εγώ, πατέρα, είμαι καλά. Πες μου όμως, ίντα κάνουν οι χωριανοί μας;
- ΠΑΤΕΡΑΣ: Ντα ήφησες μωρέ κιανένα ζωντανό;
"Στην Κρήτη δυστυχώς δεν εξέλιπε ούτε και πρόκειται να εκλείψει..."
Στον πρόλογό του, ο Πάνος Σόμπολος, έχοντας γράψει αμέτρητα χιλιόμετρα στο αστυνομικό ρεπορτάζ κι έχοντας ερευνήσει σε βάθος τα αίτια των εγκλημάτων που κάλυψε δημοσιογραφικά, εξηγεί γιατί καταπιάστηκε με τα εγκλήματα βεντέτας που απασχόλησαν την ελληνική κοινή γνώμη τον 20ο αιώνα ενώ απαντά αν ποτέ και με ποιο τρόπο θα σταματήσουν οι βεντέτες στην Κρήτη.

"Έγραψα αυτό το βιβλίο για να αφήσω μια παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές γύρω από τα εγκλήματα της βεντέτας και για να καταδείξω τη βαρβαρότητα αυτού του εθίμου, που κυριαρχούσε παλαιότερα σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, κυρίως όμως στην Κρήτη και στη Μάνη. Στη Μάνη όλα δείχνουν ότι η απάνθρωπη αυτή παράδοση, που ξεκλήρισε οικογένειες, ερήμωσε χωριά ολόκληρα κι έστειλε στο χώμα αμέτρητα θύματα, έχει εκλείψει οριστικά, όπως έχει εκλείψει και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Αντίθετα, στην Κρήτη δυστυχώς δεν εξέλιπε ούτε και πρόκειται να εκλείψει – παρά μόνο αν κάποια κυβέρνηση τολμήσει να πάρει μέτρα ώστε να αφαιρεθούν όλα τα όπλα από τα σπίτια στην Κρήτη, και κυρίως στις ορεινές περιοχές, και να τιμωρούνται παραδειγματικά όσοι οπλοφορούν. Μόνο τότε θα υπάρξει η ελπίδα να σταματήσουν οι αιματοχυσίες".
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr

