
Το ότι δουλεύουμε πολύ -175 ημέρες από τις συνολικά 365 ημέρες του χρόνου- για να πληρώνουμε τις φορολογικές μας υποχρεώσεις είναι η μια διάσταση του προβλήματος. Η δεύτερη είναι ότι αισθανόμαστε ότι τα χρήματα που δίνουμε στο κράτος δεν πιάνουν τόπο.
Η ικανοποίηση των Ελλήνων πολιτών από το σύστημα υγείας είναι η μικρότερη ανάμεσα στα 21 κράτη μέλη της ΕΕ για τα οποία υπάρχουν στοιχεία, ενώ αντίστοιχα, στην ικανοποίηση των πολιτών από το εκπαιδευτικό σύστημα και το δικαστικό σύστημα η χώρα βρίσκεται στην 16η και την 17η θέση αντίστοιχα.
Το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών δημοσίευσε και φέτος την έρευνα που προσδιορίζει την "ημέρα φορολογικής ελευθερίας" και όρισε ως τέτοια τη σημερινή. Η Ημέρα Φορολογικής Ελευθερίας είναι η μέρα που οι Έλληνες φορολογούμενοι θα απελευθερώνονταν από το βάρος των φόρων, αν με τα χρήματα που κέρδιζαν από την εργασία τους έπρεπε, πριν καλύψουν τις δικές τους ανάγκες, να αποπληρώσουν πρώτα τις υποχρεώσεις τους προς το κράτος. Για παράδειγμα, αν στο κράτος πηγαίνει το 50% των εισοδημάτων των Ελλήνων πολιτών (κρατικά έσοδα από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές), η Ημέρα Φορολογικής Ελευθερίας πέφτει ακριβώς στη μέση του χρόνου, (στις 2 Ιουλίου, την 183η μέρα του έτους). Για φέτος, το ποσοστό είναι λίγο χαμηλότερο από το 50% οπότε προκύπτει η 25η Ιουνίου ως ημέρα που ξεμπερδεύουμε με φόρους και ασφαλιστικές εισφορές. Επί της ουσίας, είναι ένας πιο "εύληπτος" τρόπος να αποτυπωθεί η αναλογία των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών ως προς το ΑΕΠ. Το ΚΕΦΙΜ κάνει και δεύτερο υπολογισμό λαμβάνοντας υπόψη και τα δημοσιονομικά ελλείμματα και με αυτή την προσθήκη στην εξίσωση καταλήγει ότι η ημέρα φορολογικής ελευθερίας είναι η 30η Ιουνίου.
Η έρευνα εντοπίζει βελτίωση σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Οι 175 ημέρες εργασίας που απαιτούνται είναι η χαμηλότερη φορολογική επιβάρυνση των τελευταίων 10 ετών. Κάτι που σημαίνει στην πράξη ότι από το 2019 μέχρι και το 2024, απαιτούνται έξι ημέρες λιγότερη εργασία (από 181 ημέρες το 2019, 175 ημέρες το 2024).
Η συγκεκριμένη μέτρηση έχει φυσικά ορισμένες "ευαισθησίες". Καταρχήν, το αυτονόητο: οι 175 ημέρες δεν ισχύουν για όλους καθώς αποτελούν έναν μέσο όρο. Υπάρχουν οι υπερφορολογημένοι (κυρίως μισθωτοί με ακίνητη περιουσία) οι οποίοι φτάνουν μαζί με τους έμμεσους φόρους να επιστρέφουν πάνω από το 50% του εισοδήματός τους στην εφορία, και υπάρχουν και αυτοί που είτε λόγω χαμηλών εισοδημάτων είτε λόγω φοροδιαφυγής έχουν πολύ περισσότερο βαθμό ελευθερίας. Κάποιοι μάλιστα, λόγω των επιδομάτων φτάνουν να συνδράμουν ελάχιστα. Η δεύτερη ευαισθησία έχει να κάνει με το γεγονός ότι στην πραγματικότητα, ο δείκτης της φορολογικής ελευθερίας στηρίζεται στον όγκο των φόρων και όχι στους συντελεστές ή στον τρόπο κατανομής των βαρών. Για παράδειγμα, αν το κράτος επιτυγχάνει αύξηση της εισπραξιμότητας των φόρων -κάτι θετικό- αυτό εμφανίζεται ως μετατόπιση του δείκτη φορολογικής ελευθερίας προς μεταγενέστερη ημερομηνία. Επίσης, η συγκράτηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων έχει να κάνει και με άλλους παράγοντες που δεν επηρεάζονται από τη φορολογική πολιτική (π.χ πορεία κρατικών δαπανών).
Δύο είναι οι κρίσιμες επισημάνσεις της έρευνας που χρίζουν προσοχής. Πρώτον το γεγονός ότι έχουμε πολύ κακή αναλογία άμεσων – έμμεσων φόρων συγκριτικά με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη και αυτό επιβαρύνει δυσανάλογα τους έχοντες χαμηλότερα εισοδήματα.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις του Προγράμματος Σταθερότητας 2024, που κατέθεσε η κυβέρνηση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Απρίλιο του 2024, τα συνολικά έσοδα από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές το 2023 αναμένεται να ανέλθουν κοντά στα €95 δις, τα οποία κατανέμονται ως εξής:
-
€38,2 δις από έμμεσους φόρους (το 40,2% των συνολικών εσόδων από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές),
-
€22,9 δις από άμεσους φόρους (το 24,1% των συνολικών εσόδων από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές),
-
€33,6 δις από ασφαλιστικές εισφορές (το 35,4% των συνολικών εσόδων από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές), και
-
€225 εκ. από φόρους επί του κεφαλαίου (το 0,2% των συνολικών εσόδων από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές).
Είναι πολύ κακή αναλογία υπέρ των έμμεσων φόρων η οποία έχει προκύψει, πρώτον εξαιτίας της αύξησης των συντελεστών με τα τρία μνημόνια και δεύτερον εξαιτίας της αύξησης της εισπραξιμότητας των έμμεσων φόρων (κυρίως του ΦΠΑ). Αυτό είναι αποτέλεσμα της στροφής προς της ηλεκτρονικές πληρωμές αλλά και της αξιοποίησης της τεχνολογίας από τις φορολογικές αρχές.
Το δεύτερο σοβαρό στοιχείο είναι ότι πολίτες αισθάνονται ότι δεν πιάνουν τόπο οι φόροι τους. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, τα οποία δημοσιεύθηκαν το 2023, η ικανοποίηση των Ελλήνων πολιτών από τις δημόσιες υπηρεσίες είναι από τις χαμηλότερες ανάμεσα στις 21 χώρες της ΕΕ που περιλαμβάνονται στις μετρήσεις. Πιο συγκεκριμένα, οι Έλληνες πολίτες είχαν το χαμηλότερο μεταξύ των Ευρωπαίων ποσοστό ικανοποίησης από το σύστημα υγείας, ενώ στην ικανοποίηση τους από το εκπαιδευτικό σύστημα και το δικαστικό σύστημα βρίσκονται στην 16η και την 17η θέση αντίστοιχα.
Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθούν οι βελτιώσεις που καταγράφονται στην ικανοποίηση των πολιτών από το σύστημα υγείας (+6 ποσοστιαίες μονάδες) και το εκπαιδευτικό σύστημα (+27 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με τα αντίστοιχα στοιχεία το 2020 (Γράφημα 6). Από την άλλη μεριά, αυτές οι βελτιώσεις δεν ήταν ικανές να καλυτερεύσουν θεαματικά την κατάταξη της Ελλάδας, καθώς και στις υπόλοιπες χώρες σημειώθηκε άνοδος, ενώ και στις 3 κατηγορίες η χώρα μας υπολείπεται του μέσου όρου των 21 κρατών της ΕΕ.
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr