Μια απλή αντιπαραβολή στα βιογραφικά του Κωνσταντίνου Θεοτόκη (1872 – 1923) και του Γιάννη Οικονομίδη (1967 – ) αρκεί για να εντοπίσουμε το τεράστιο χάσμα μεταξύ δύο ανθρώπων που δείχνουν δέσμιοι της ίδιας εμμονής. Ο πρώτος, γόνος κερκυραϊκής αριστοκρατικής οικογένειας, με ανολοκλήρωτες ανώτατες σπουδές φιλολογίας, μαθηματικών, ιατρικής και χημείας στο Παρίσι, ο δεύτερος, ένα λαϊκό παιδί από τη Λεμεσό της Κύπρου, που μετακόμισε μετά το γυμνάσιο στην Αθήνα και παρακολούθησε μονάχα μαθήματα κινηματογράφου στην ιδιωτική σχολή της Ευγενίας Χατζίκου.
Εάν δεν ζούσαν με έναν αιώνα διαφορά, πολύ δύσκολα θα τους συναπαντούσαμε στις ίδιες παρέες κι εάν θέλαμε, σώνει και καλά, να βρούμε κάποιο "σημείο επαφής", έστω και έμμεσο, θα ανατρέχαμε στην αείμνηστη Τώνια Μαρκετάκη (1942 – 1994) –μία από τις "πηγές έμπνευσης" του Οικονομίδη, σύμφωνα με δική του δήλωση- που το 1984 μετέφερε στο σινεμά τη νουβέλα του Θεοτόκη "Η Τιμή και το Χρήμα", αναβαπτισμένη σε "Τιμή της Αγάπης".
"Ανάθεμα τα τάλαρα!" είναι η εμβληματική τελευταία ατάκα του κεντρικού ήρωα στην "Τιμή της Αγάπης" και θα μπορούσε κάλλιστα να είναι και η εμβληματική τελευταία ατάκα του κεντρικού ήρωα στη "Σπασμένη Φλέβα", την ταινία του Οικονομίδη που βγήκε στις κινηματογραφικές αίθουσες αυτή τη βδομάδα: τα τάλαρα, τα φράγκα, το μπαγιόκο, τα μπικικίνια… -το λάδι στη μηχανή ενός λαού που, όποια ιδέα και αν έχει ο ίδιος για τον εαυτό του, όποια ιδεολογία και αν ισχυρίζεται πως ενστερνίζεται, μοιάζει να είναι η μόνιμή του ψύχωση, η κινητήρια δύναμη και ο αυτοσκοπός του: πώς να βγάλουμε φράγκα, πού να βρούμε τα φράγκα που μας λείπουν, ποιος θα μας δώσει τα φράγκα και με ποιο τίμημα.
Τα υπόλοιπα –αγάπες, αξίες, φούμαρα- είναι να είχαμε, να λέγαμε. Δεν σας κρύβω ότι είμαι μεγάλος φαν του Γιάννη Οικονομίδη, από την πρώτη του κιόλας μεγάλου μήκους ταινία, το "Σπιρτόκουτο" (2002) –ένα φιλμ ασυνήθιστα διορατικό γύρω από όσα θα βιώναμε σχεδόν δύο δεκαετίες αργότερα, τον καιρό της πανδημίας, όταν εγκλωβισμένοι στα διαμερίσματά μας αρχίσαμε να συμπεριφερόμαστε σαν αφιονισμένα ινδικά χοιρίδια. Δεν με ενοχλεί καν η ακατάσχετη βωμολοχία των ηρώων του –κάτι που φαντάζει πλέον ως "σήμα κατατεθέν" στο δικό του κινηματογραφικό σύμπαν.
Μια φίλη ηθοποιός που τον γνωρίζει καλά μού έχει εκμυστηρευτεί πως ο ίδιος είναι ένας εξαιρετικά ευγενικός άνθρωπος κι έτσι τα "γαλλικά" του μοιάζουν περισσότερο με απελευθερωτική άσκηση σε ψυχαναλυτική συνεδρία, όπως κάτι Γιαπωνέζοι γρονθοκοπούν μαξιλάρια αντί να γρονθοκοπούν τους συμπολίτες τους.
Άλλωστε, στις ταινίες του Οικονομίδη, είναι ολοφάνερο ότι οι βωμολοχίες χρησιμοποιούνται ως γρονθοκοπήματα (για την ακρίβεια, τα αντικαθιστούν) και αν έλειπαν αυτές ως καθαρτήρια αναχώματα, θα παρακολουθούσαμε "σπλάτερ" από το πρώτο πεντάλεπτο.
Αξίζει όμως ιδιαίτερης μνείας η "Σπασμένη Φλέβα" και για έναν πρόσθετο λόγο. Εδώ, στην πιο ώριμη μέχρι στιγμής ταινία του, ο Γιάννης Οικονομίδης (μαζί με τον Βαγγέλη Μουρίκη, τον συν-σεναριογράφο του) κάνει ευρεία χρήση της "τραγικής ειρωνείας", ενός δραματουργικού τεχνάσματος που συναπαντάμε ήδη στις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες: συχνά οι θεατές γνωρίζουν "πιο πολλά" από τους ήρωες του έργου· έτσι η μοίρα των ηρώων αποκτάει, εκτός από την τραγική, και μια ειρωνική διάσταση. Ισχύει ωστόσο κάτι τέτοιο και για την περίπτωση του δικού μας έθνους; Αγνοούμε πράγματι τι μας περιμένει όποτε συνερχόμαστε από το hangover με τα "τάλαρα"; Ύστερα από δεκαπέντε χρόνια καταβύθισης στην οικονομική κρίση, θα είναι υπερβολικό να ισχυριστούμε πάλι ότι "δεν ξέραμε". Ίσως πιο ειλικρινές και τίμιο θα είναι αν παραδεχτούμε ότι "ξεχνάμε" εύκολα. Δεν είμαστε ένα έθνος αμαθές. Είμαστε ένα έθνος επιλήσμον.
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr