Πώς κατέληξε ο cannis lupus familiaris από ατρόμητος κυνηγός, προστάτης κοπαδιών, σωτήρας όσων χάνονταν στα απόκρυμνα βουνά με ένα βαρελάκι κονιάκ στον λαιμό του, πώς κατέληξε ζωντανό λούτρινο; ("Ζώο συντροφιάς", όπως τον ονομάζουν οι πολιτικώς ορθοί...). Πώς κατήντησε ο homo sapiens από εξερευνητής, τυχοδιώκτης -όπου γης και πατρίς-, θαλασσοπόρος, καβαλάρης, ταξιδευτής παντός καιρού, πώς κατήντησε τουρίστας; Να κλείνει πακέτα διακοπών. Να προαγοράζει θέσεις σε αεροπλάνα και σε φέριμποτ. Και η πρώτη του έγνοια να είναι όχι απλώς να μην κινδυνεύσει μα και να μην ταλαιπωρηθεί. Να μην τσαλακωθεί καν στις μετακινήσεις του.
"Θα προτιμούσες να είσαι πρόσφυγας;" σηκώνετε ειρωνικά το φρύδι. "Ή σταυροφόρος ή κονκισταδόρος -κάθαρμα πάει να πει-, να μακελεύεσαι με όποιον θα σού έφραζε τον δρόμο, "για του Χριστού την πίστη την αγία”; Να διασχίσεις την Ευρώπη με ένα τρένο που θα κατέληγε σε ένα ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης; Τον Ατλαντικό στο αμπάρι ενός πλοίου που θα ξεφόρτωνε μετανάστες στην Αμερική; Δεν έχει πάρει το μάτι σου τα καρυδότσουφλα, τα σαπιοκάραβα που βυθίζονται στη Μεσόγειο, φορτωμένα με ξεριζωμένους; Πόσο ηλίθιος είσαι, εσύ, που άμα χαλάσει το ερκοντίσιον του ξενοδοχείου δυσανασχετείς, να φαντασιώνεσαι περιπέτειες; Προ τετραετίας, στο Άγιο Όρος, ξεκίνησες να πας πεζός από το ένα μοναστήρι στο άλλο -πέντε χιλιόμετρα σκάρτα- και στα μισά του δρόμου άρχισες να γκρινιάζεις ότι το μονοπάτι παραήταν κακοτράχαλο. Δεν το’ξερε η Ιερά Επιστασία να σού στρώσει ταρτάν!"
Χίλια δίκια έχετε. Πόσω δε μάλλον που ο τουρισμός αποτελεί τη μεγαλύτερη πηγή συναλλάγματος. Φουσκώνουμε από περηφάνεια όταν πληροφορούμαστε ότι φέτος θα σπάσουμε το ρεκόρ του 2019. Πρόθυμοι θα δηλώναμε και να ξεσπιτωθούμε ακόμα ή να αποφύγουμε έστω τις Κυκλάδες – ποιες Κυκλάδες;- με διακόσια και τριακόσια ευρώ τη νύχτα σε τριάστερο συν τα ναύλα, κάλλιο να παραθερίσουμε στην Ελβετία! Τρέμουμε δε στο ενδεχόμενο να κάνει καμιά κουτουράδα ο Τούρκος και να μας καταστρέψει τη σεζόν…
Ούτε λοιπόν θα στραφώ εναντίον του εθνικού μας οράματος –"live your myth in Greece”- ούτε καν θα εξαιρέσω τον εαυτό μου. Απείρως απολαυστικότερο είναι, στο κάτω-κάτω, να αράζεις, να ρεμβάζεις, να διαβάζεις στην ξαπλώστρα, εκεί που σκάει το κύμα, παρά στο μπαλκόνι σου στην Κυψέλη.
Δικαιούμαι ωστόσο να αυτοσαρκάζομαι ως τουρίστας.
"Πού θα πάμε το καλοκαίρι;" αναρωτιούνται οι δυτικοί άνθρωποι από την Πρωτοχρονιά κιόλας. Κι αφού διπλοελέγξουν τον προϋπολογισμό τους, αρχίζουν να ψάχνουν προορισμό.
Σε τι προσβλέπουν ακριβώς; Προφανώς όχι στο να περιπλανηθούν σε άγνωστες χώρες, σε παρθένα εδάφη. Τα βάθη του Αμαζονίου, οι κορυφές των Ιμαλαϊων είναι για ελάχιστους σκληροτράχηλους, που θα εξανίσταντο εάν τους αποκαλούσες τουρίστες.
Ούτε καν στο να απελευθερωθούν προσωρινά από τα χριστιανικά τους ήθη, στην επικρατούσα μεταμοντέρνα εκδοχή τους. Ο Πολ Γκογκέν, ο οποίος εγκατέλειψε πρώτα το επάγγελμα του χρηματιστή κι έπειτα την Ευρώπη και εγκαταστάθηκε στην Πολυνησία και άνοιξε νέους δρόμους στη ζωγραφική φιλοτεχνώντας γυμνές, πανέμορφες Ταϊτινές, θα χαρακτηριζόταν σήμερα σεξιστής, πατριάρχης, χυδαία εκδοχή αρσενικού. Ως και τα "χελιδόνια του Βορρά" (έτσι τα αποκαλούσαν οι κοινότοποι δημοσιογράφοι) που έφταναν, τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, με τα "fucking charters” στην Κρήτη και στη Ρόδο και στην Κέρκυρα και απολάμβαναν την αγκαλιά του κάθε "καμακιού", θα προξενούσαν θλίψη και οργή στις παρ’ημίν φεμινίστριες. Διότι -τι και αν περνούσαν φίνα;- αυτοϋποβιβάζονταν σε σκεύη ηδονής. Τύφλα να’χει η ηδονή, ακόμα και η αμοιβαία, εμπρός στα δικαιώματα!
Ο τουρίστας του 21ου αιώνα δεν ανοίγεται στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα. Ίσα-ίσα. Τα έχει τσεκάρει όλα εκ των προτέρων στο διαδίκτυο. Το δωμάτιο που θα καταλύσει, την ταβέρνα όπου θα φάει, την παραλία όπου θα κολυμπήσει. Κι αν κάτι αποδειχθεί κατώτερο των προσδοκιών του, έτοιμος είναι να ξεσπάσει, γράφοντας καταβαραθρωτικές κριτικές.
Τι κάνει ο τουρίστας του 21ου αιώνα, ερχόμενος από τον Βορρά στον Νότο; Εξαρτάται από το βαλάντιό του.
Εφόσον είναι προλετάριος -ό,τι και να σημαίνει αυτό στις μέρες μας-, καταλύει σε ένα "all inclusive” μεγαθήριο, των διακοσίων κλινών και βάλε. Εκεί περνάει ένα δεκαπενθήμερο λιαζόμενος πλάι στο νερό, ρουφώντας μπύρα με τις νταμιτζάνες, τρυγώντας τον μπουφέ με τα φασόλια-κονσέρβα και τις ομελέτες με λουκάνικα. Χρώμα λουκάνικου έχει πάρει από τη δεύτερη κιόλας ημέρα και η επιδερμίδα του - η επάλειψη με αντηλιακό δίνει τουλάχιστον μια ευκαιρία για σωματική επαφή μεταξύ των συζύγων.
Εάν ανήκει στη μεσαία τάξη, τού πρέπει ένα πιο "ποιοτικό" ξενοδοχείο, με όμορφη στα πόδια του ακρογιαλιά, ταβέρνα με τοπικούς μεζέδες, ενίοτε και θαλάσσια σπορ. Πληρώνοντας ένα εικοσάευρο, τον δένουν σε ένα αλεξίπτωτο και ένα ταχύπλοο τον ανεβάζει στα εκατό μέτρα, "όταν κοιτάς από ψηλά, μοιάζει η γη με ζωγραφιά…" σκέφτεται, εξόν κι αν πάθει αιφνιδίως ίλιγγο και πανικό.
Άμα δηλώνει άνετος -τουτέστιν πλούσιος-, μπορεί να νοικιάσει βίλλα με θέα πανοραμική, με ιδιωτική πισίνα, να νοιώσει απόγονος των Ενετών που κυριαρχούσαν κάποτε εδώ.
Οι αληθινά πλούσιοι προτιμούν τις πλωτές επαύλεις. Τις θαλαμηγούς. Ένας φίλος μου, ο οποίος αποδέχθηκε πρόσκληση για μια τέτοια ιδιωτική κρουαζιέρα, την αποκαλεί έκτοτε "κουραζιέρα". "Δεν υπάρχει πιο πληκτικό πράγμα" με διαβεβαιώνει "από το να συγχρωτίζεσαι αναγκαστικά με ανθρώπους που ναρκισσεύονται ότι κινούν τα νήματα, επιβουλεύονται ο ένας τον άλλον και διασκεδάζουν παίζοντας χαρτιά. Ή, τρισχειρότερα, κάνοντας καψόνια στο πλήρωμα!"
Έχω μια φρικτή υποψία. Ότι οι διακοπές σκοπό έχουν να σε κάνουν να νοσταλγήσεις την αστική σου καθημερινότητα. Να επιστρέψεις σπίτι σου ανακουφισμένος.
Ίσως ωστόσο και να σφάλλω.
Στα δεκαοχτώ, στα είκοσί σου, σε ένα κάμπινγκ, πιθανόν να ζήσεις τις εντονότερες συγκινήσεις. Τις μαγευτικότερες ώρες. Εάν έχεις κότσια εξάλλου, εάν είσαι γνησίως μποέμικη ιδιοσυγκρασία, κανένας δεν σού απαγορεύει και στη μέση ηλικία να περιπλανάσαι ως καλλιτέχνης τού δρόμου, φτιάχνοντας πορτρέτα με κάρβουνο ή παίζοντας μουσική. Άσε που με ένα λάπτοπ και μια σύνδεση στο ίντερνετ, ολοένα και περισσότεροι μπορούν να εργάζονται εν κινήσει.
Δεν θα αποκτούσα ποτέ εξοχικό – με πιάνει τρόμος στη σκέψη και μόνο της φροντίδας του. Θα ήθελα όμως ένα καλυβάκι μέσα σε ένα περιβόλι, πλάι στη θάλασσα. Σαν κι αυτό που έχει ο Βίτο Κορλεόνε στον "Νονό". Εκεί όπου ξεναγώντας τον μικρό εγγονό του, καμαρώνοντάς για τις τοματιές και για τα κολοκύθια του, έχει την ευλογία ενός ξαφνικού θανάτου. Σωριάζεται στο νωπό χώμα. Το λάστιχο του ποτίσματος μουσκεύει το πουκάμισο του, δροσίζει την τελευταία του στιγμή. Και ένα μολιντίρι, ένα σαυράκι, στον απέναντι τοίχο τον κοιτάζει αδιάφορο κι έπειτα τού βγάζει τη γλώσσα για να χάψει ένα ζωύφιο.
* Ο κ. Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας
Πηγή: Capital.gr