Όταν, το φθινόπωρο του 2021, πέθανε ο Μίκης Θεοδωράκης, πολλοί θρηνούσαν τον χαμό του τελευταίου των μεγάλων. Δεν σκέφτονταν ή δεν τους αφορούσε ότι ο Διονύσης Σαββόπουλος ήταν ακόμα ζωντανός και δραστήριος. Έσπευσαν μάλιστα ορισμένοι ηλίθιοι να τον κεραυνοβολήσουν επειδή είχε σταθεί εμπρός στο φέρετρο του Μίκη και είχε χαιρετήσει στρατιωτικά - "πώς τολμάει αφού δεν έχει υπηρετήσει τη θητεία του;" διερρήγνυαν τα ιμάτια τους, "αφού δεν φοράει πηλίκιο;" έκρωζαν οι ακόμα πιο ηλίθιοι.
Από την περασμένη Τρίτη, πλέκουν για τον Σαββόπουλο ανάλογα εγκώμια. Αποφαίνονται πως όλα τέλειωσαν. Ότι ορφανέψαμε. Ρημάξαμε.
Ξέρω έναν τουλάχιστον ακόμα που όταν θα φύγει από τη ζωή -ελπίζω να αργήσει- επίσης θα τον αποχαιρετήσουν ως τον τελευταίο Μεγάλο, θρηνώντας όχι μόνο εκείνον αλλά κυρίως την Ελλάδα, που κάποτε ήταν ένα περιβόλι δημιουργίας και τώρα έχει καταντήσει χερσοχώραφο.
Πέρα από τον μελοδραματισμό, που είναι σύμφυτος με τον εθνικό μας χαρακτήρα, η στάση αυτή προσβάλλει, αποκαρδιώνει τους νεότερους, τους εν ενεργεία καλλιτέχνες. "Τι να φτουρήσετε εσείς;" σαν να τους λένε. "Εσείς είστε αποσπόρια!" Τους κλείνει, στην καλύτερη περίπτωση, ύπουλα το μάτι. "Άμα πεθάνετε, άμα δεν μπλέκεστε πιά μες στα πόδια μας, κάτι καλό θα πούμε και για σας… Θυμηθείτε εξάλλου: όταν είχε κυκλοφορήσει ο "Επιτάφιος”, τον είχαμε πιάσει στις κλωτσιές τον Μίκη επειδή τόλμησε να συνδυάσει την ποίηση του Ρίτσου με το "χασικλίδικο” μπουζούκι. Όσο για τον Σαββόπουλο, καταπέλτες ήμασταν απέναντί του όχι από το "Κούρεμα” αλλά από τα "Τραπεζάκια Έξω”… Λάθος, από τη "Ρεζέρβα” – τι το’θελε το "Μακρύ Ζεϊμπέκικο” για τον Κοεμτζή;"
Τέτοια μιζέρια, τέτοια στενή, στεγνή καρδιά κάθε άλλο παρά είχαν οι αληθινά σπουδαίοι. Αγωνιούσαν αντιθέτως για τη συνέχεια της τέχνης τους. Ενεθάρρυναν, υποστήριζαν έμπρακτα τους επόμενους. Ο Χατζιδάκις μέχρι δισκογραφική εταιρεία είχε φτιάξει, τον Σείριο, για να δίνει ευκαιρίες στα καινούργια ταλέντα. Ο Σαββόπουλος σύστησε στο ευρύ κοινό τον Βαγγέλη Γερμανό, κάνοντας παραγωγή στα "Μπαράκια" του, τους Ρασούλη, Ξυδάκη, Παπάζογλου με την "Εκδίκηση της Γυφτιάς" και πολλούς άλλους. Ο Θεοδωράκης έδινε απλόχερα ευκαιρίες. Ως και τον Σάκη Ρουβά είχε εμπιστευτεί για να τραγουδήσει το "Άξιον Εστί". Όταν κάποιος δημοσιογράφος, ο οποίος σεβόταν -υποτίθεται- το έργο του περισσότερο κι από τον ίδιο, τον κατέκρινε, ο Μίκης τον αποστόμωσε. "Ο Μπιθικώτσης τι νομίζετε πως ήταν πριν να τον διαλέξω; Ένας Ρουβάς της εποχής του ήταν" είπε, με κάποια δόση μάλλον υπερβολής.
"Πλάθονται" θα με αντικρούσετε "τον εικοστό πρώτο αιώνα στην Ελλάδα αριστουργήματα σαν το "Άξιον Εστί”, τον "Μπάλλο”, τον "Μεγάλο Ερωτικό”; Δεν το βλέπεις ότι η πηγή έχει στερέψει; Πως το ελληνικό τραγούδι, το οποίο μπήκε σε μια καταπληκτική τροχιά από την "Τετράδα την Ξακουστή του Πειραιώς” με τον Μάρκο Βαμβακάρη, έχει πιά εξαντλήσει τη δυναμική του; Έχει ξανασυμβεί στην Ιστορία. Ποιός διαδέχθηκε τους τρεις μεγάλους τραγικούς, ποιός στάθηκε εφάμιλλα απέναντι τους; Ο Σαίξπηρ, δυό χιλιάδες χρόνια αργότερα. Περνάει η τέχνη εποχές οργιαστικής ανθοφορίας και καιρούς άγονους. Το έχει τραγουδήσει άλλωστε και ο Σαββόπουλος. "Πέντε αιώνες δύσης εθνικής θα ζήσεις από εδώ κι εμπρός”…"
Άμα δεχόμουν κάτι τέτοιο, άμα συμβιβαζόμουν με την ιδέα ότι βουλιάζουμε στην παρακμή, θα έπρεπε να γείρω στο στρώμα σαν ανήμπορος, παραιτημένος γέρος. Ή να χωθώ ακόμα-ακόμα, πρόωρα, στον τάφο μου. Να διάγω, στην καλύτερη περίπτωση, αναπολώντας τις λαμπρές στιγμές του παρελθόντος. Έχοντας απεμπολήσει την ελπίδα πως θα φανεί κάτι φρέσκο και θα ανοίξει νέους δρόμους.
Η περιρέουσα πραγματικότητα εντούτοις προσφέρει υπεράφθονη έμπνευση. Ο κόσμος σήμερα, με τις ραγδαίες αλλαγές και ανατροπές του, σε προκαλεί -σε εκλιπαρεί σχεδόν- να τον φωτίσεις, να τον αποδώσεις καλλιτεχνικά. Αρκεί να έχεις τεντωμένες κεραίες. Και γενναιότητα για να θέσεις το δάκτυλο στην πληγή.
Ασφαλώς και δεν ευνοούνται σήμερα μεγαλόπνευστες εθνικές ή επαναστατικές αφηγήσεις. Δεν θα γραφτεί ξανά ο "Δωδεκάλογος του Γύφτου" ούτε η "Ρωμιοσύνη". Όχι επειδή δεν υπάρχει Παλαμάς και Ρίτσος αλλά διότι λείπει το συλλογικό όραμα που τους τροφοδοτούσε.
Επικρατεί κοινωνικός κατακερματισμός. Αγωνία για τη ραγδαία επέλαση της τεχνολογίας, για την τεχνητή νοημοσύνη που κάποιοι προβλέπουν ότι θα καταστήσει τον άνθρωπο το δεύτερο ευφυέστερο ον στον πλανήτη. Τρόμος για την κλιματική καταστροφή. Στέρεα πεποίθηση, κατηγορηματικές απαντήσεις για όλα έχουν στις μέρες μας μονάχα οι συνωμοσιολόγοι, οι ακροδεξιοί MAGA και τα θραύσματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Στέκουμε μουδιασμένοι και βουβοί από όσα συμβαίνουν γύρω μας; Οι καλλιτέχνες δεν έχουν αυτό το δικαίωμα. Οφείλουν να συνθέτουν, να γράφουν, να ζωγραφίζουν, να στήνουν παραστάσεις, να βγάζουν γλώσσα στις παραδεδομένες αξίες, να παίζουν με αυθάδεια, με άγνοια κινδύνου. Στη φύση τους, στο κάτω-κάτω, είναι το ρίσκο. Έχοντας πάντα απέναντι τους δηλητηριώδεις κήνσορες, καθώς και την πιό συντηρητική μερίδα του κοινού. Αρκετοί το κάνουν. Και εδώ ακόμα, στη μικρή μας πατρίδα.
Όποτε πιάνω ένα βιβλίο πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή ή συγγραφέα, προσδοκώ να διαβάσω αριστουργηματικές σελίδες. Με την ίδια λαχτάρα πάω στο θέατρο, στο σινεμά, σε εκθέσεις. Ψάχνω κι ακούω καινούργια τραγούδια.
Έτσι ακριβώς ξυπνάω κάθε πρωί και στρώνομαι, τριάντα χρόνια τώρα, και παλεύω με τις λέξεις. Ποντάροντας στη στιγμή που το εντός μου ρολόι θα συντονιστεί απόλυτα με το ρολόι του κόσμου. Το πιθανότερο είναι να μην συμβεί κάτι τέτοιο ποτέ. Δεν πειράζει. Δεν ξέρω -και δεν θέλω να μάθω- άλλον τρόπο να ζω.
Πηγή: Capital.gr