
Ομολογώ ότι έπιασα να διαβάσω την αυτοβιογραφία του πρώην υπουργού Γιάννη Μπούτου ("Η ζωή μου", τόμος Α 1925-1974, εκδόσεις Κέδρος) λίγο από περιέργεια και λίγο όμως από επαγγελματική υποχρέωση. Δεν φανταζόμουν ότι θα με συναρπάσει το ανάγνωσμα, αλλά είχα άδικο.
Δεν είχα γνωρίσει προσωπικά τον Γιάννη Μπούτο, όταν αποσύρθηκε από την πολιτική ήμουν ακόμα νέος ρεπόρτερ, ούτε ήξερα πολλά για την ιστορία του ή την ιστορία της οικογένειάς του, μια παλιά πολιτική οικογένεια της Μεσσηνίας. (Ο αδελφός του παππού του, Περικλής, ήταν το 1908 ο αρχαιότερος των βουλευτών).
Όταν έφθασα στις σελίδες που περιγράφει τις σφαγές του ΕΛΑΣ στον Μελιγαλά, που δεν περιορίστηκαν στα μέλη και τους στρατιώτες των Ταγμάτων Ασφαλείας αλλά σε οποιονδήποτε απλώς δεν ήταν κομμουνιστής, το βιβλίο εξελίσσεται σε ένα τραγικό αλλά ταυτόχρονα και συναρπαστικό θρίλερ.
Η σκηνή που περιγράφει το πώς -καθώς έχει βρει καταφύγιο κρυπτόμενος, σε ένα σπίτι Εαμιτών αλλά φίλων της οικογένειάς του- ο επικεφαλής της ΟΠΛΑ στην περιοχή, τους αφηγείται -χωρίς να ξέρει ποιος είναι ο νεαρός που τον ακούει- πώς θανατώθηκε ο πατέρας του, είναι συγκλονιστική:
"Καθόμουν απέναντί του όταν άρχισε να μας λέει ότι ήταν μέλος της συνοδείας που μετέφερε από τον Μελιγαλά στην Καλαμάτα τον Νομάρχη Περρωτή και τους υπόλοιπους, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο πατέρας μου (κατά λάθος όπως δήλωσαν δημόσια εκ των υστέρων οι υπεύθυνοι του ΕΑΜ Καλαμάτας, ηθελημένα όμως όπως πιστεύω εγώ) για να δικαστούν από το λαϊκό δικαστήριο. Πώς με την εμφάνισή τους δεμένους χεροπόδαρα, τους υποδέχθηκε με οργή ο αγανακτισμένος λαός της Καλαμάτας που τους λιντσάρισε κυριολεκτικά στη μεγάλη πλατεία της Καλαμάτας και έπειτα κρέμασε τα πτώματα από τους γύρω φανοστάτες".
Μάλιστα λέγεται ότι ο πατέρας του καθώς τον λιντσάρουν φώναξε: "Δεν υπάρχει ένας άντρας να μου ρίξει μια σφαίρα", κάτι που έγινε λίγο μετά και το πτώμα βρέθηκε με μια σφαίρα στο κρανίο…
Εξίσου συναρπαστική αν και ευτυχώς λιγότερο τραγική είναι και η συνέχεια, καθώς ο Γιάννης Μπούτος, τότε μόλις 19 ετών, περιγράφει -με τρόπο που νομίζεις ότι τα τραγικά γεγονότα έγιναν μόλις χθες- πώς ύστερα από την εκτέλεση του πατέρα του, παλαιού βουλευτή των Εθνικοφρόνων του Μεταξά (αλλά σε καμία περίπτωση δοσιλόγου), προσπαθεί να γλυτώσει από την εκτέλεση, κινούμενος νύχτα και κρυφά από χωριό σε χωριό και κρύβεται σε διάφορες στάνες και σε λαγούμια, έως ότου καταφέρνει στο τέλος να βρει καταφύγιο στην Καλαμάτα και αργότερα στην Αθήνα.
Οι περιγραφές που κάνει αργότερα -είμαστε λίγο πριν την δικτατορία- τόσο του Κωνσταντίνου Καραμανλή όσο και του "Γέρου της Δημοκρατίας" και του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, τους οποίους έχει ζήσει εκ των έσω, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες και φωτίζουν με έναν προσωπικό τρόπο, τις φυσιογνωμίες αυτές που καθόρισαν την πολιτική μας ζωή τα χρόνια μετά τον πόλεμο.
Δεν κρύβει φυσικά ο Γιάννης Μπούτος τον θαυμασμό του για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και αφηγείται ένα περιστατικό, μάλλον άγνωστο στους περισσοτέρους.
Καθώς ο Καραμανλής έχει παραιτηθεί ύστερα από τη σύγκρουσή του με το Παλάτι -είμαστε στο 1963- η "επαφή" του Γιάννη Μπούτου στην αμερικανική πρεσβεία, δηλαδή ο επιτετραμμένος της πρεσβείας Ταπ Μπένετ, τον προσεγγίζει και του προτείνει να υπάρξει πρωτοβουλία της πρεσβείας ώστε να αποκατασταθεί το χάσμα ανάμεσα στον παραιτηθέντα πρωθυπουργό και το Παλάτι, ώστε να μην υπάρξει ανωμαλία και αστάθεια. Ο Γιάννης Μπούτος μεταφέρει το μήνυμα στον Κωνσταντίνο Καραμανλή και εκείνος του απαντά:
"Άκου να σου πω. Είμαι παλαιότερος από σένα στην πολιτική και πιστεύω ότι ακόμα κι αν αυτή η προσπάθεια επιτύγχανε, η ζημιά που θα προκαλείτο στον τόπο θα ήταν πολύ μεγαλύτερη από αυτή που ο φίλος σου προσπαθεί να αποφύγει. Θα καταλήγαμε στη θεσμοθέτηση της ανάμειξης των Αμερικανών στα πολιτικά μας πράγματα. Και αν το κάνει κανείς αυτό μια φορά, θα επαναληφθεί και δεύτερη και τρίτη. Είναι χρέος μας προς τον τόπο να μάθουμε να λύνουμε τις διαφορές μας μόνοι μας. Έτσι μόνο θα αποκτήσουμε πολιτική αυτοτέλεια και ανεξαρτησία έναντι του ξένου παράγοντα. Διαφορετικά, θα μεταβληθούμε σε φέουδο των ξένων. Είμαι υποχρεωμένος να σου πω ότι αρνούμαι κάθε τέτοιου είδους παρέμβαση". Η υπεύθυνη συμπεριφορά του με συγκίνησε και όπως στεκόταν δίπλα μου, τόλμησα να τον αγκαλιάσω", προσθέτει ο Γιάννης Μπούτος. Η κρίση του για τον "Γέρο", μέσα από μερικά περιστατικά, μοιάζει λιγότερο κολακευτική.
Άφησα για το τέλος, δυο αποσπάσματα του βιβλίου για την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο, που νομίζω ότι φωτίζουν με διαφορετικό τρόπο τα γεγονότα και θέτουν σε αμφισβήτηση ορισμένες ελληνικές βεβαιότητες για τον ρόλο των Αμερικανών (τουλάχιστον του Στέητ Ντιπάρτμεντ) στο πραξικόπημα κατά του Μακαρίου και στην εισβολή, αλλά και τη στάση του Κίσινγκερ.
Γράφει ο Γιάννης Μπούτος:
"Περί τον Μάιο προς Ιούνιο του 1974, με επισκέφθηκε στο σπίτι μου ο Τζόνσον (σ.σ. πολιτικός σύμβουλος της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα). Βλεπόμασταν κάθε 15 ημέρες, κάθε δεύτερη Πέμπτη το απόγευμα. Ερχόταν στο σπίτι μου χωρίς τηλεφωνήματα, γιατί παρακολουθούνταν και τα δικά τους τηλέφωνα. Μια μέρα όμως με πήρε και μου είπε ότι ήθελε να με δει εκτάκτως, γιατί φοβόταν ότι επισπεύδονται οι εξελίξεις. Όταν συναντηθήκαμε, μου είπε ότι υπήρχε μια ομάδα ιωαννιδικών αξιωματικών οι οποίοι συναντιούνταν τακτικά στο Πεντάγωνο. Και ο ίδιος ο Ιωαννίδης είχε μεταφέρει το κρεβάτι του στο Πεντάγωνο. Η εντύπωση που είχαν ήταν ότι δημιουργείτο μια επιχειρησιακή μονάδα έκτακτης και ταχείας δράσης μέσα στο Γενικό Επιτελείο.
Αυτό, σε συνδυασμό με τις εξελίξεις στην Κύπρο, τους υποψίαζε ότι ο Ιωαννίδης ετοίμαζε κάτι κατά του Μακαρίου. Παρά το καλό δίκτυο που διέθεταν, δεν μπορούσαν να ξέρουν τι ακριβώς συμβαίνει, διότι οι αξιωματικοί αυτής της μικρής επιχειρησιακής μονάδας είχαν κόψει οιανδήποτε επαφή, δρώντας συνωμοτικά, χωρίς διαρροές και συζητήσεις που θα μπορούσαν να προδώσουν τους σκοπούς τους.
Με ρώτησε αν εμείς οι πολιτικοί γνωρίζουμε κάτι σχετικό και μου τόνισε με έμφαση ότι η ανατροπή του Μακαρίου από Ελλαδίτες αξιωματικούς μπορούσε να εκληφθεί από τουρκικής πλευράς ως επιθετική ενέργεια της Ελλάδος εναντίον του μαλακού υπογάστριου της Τουρκίας, για την αποτροπή της οποίας θα έπρεπε να καταβληθεί κάθε προσπάθεια. Είχαν ήδη συγκρατήσει δυο φορές τους Τούρκους και τρίτη παρέμβαση των Αμερικανών κατά της απόβασης τουρκικού στρατού στην Κύπρο μπορούσε να ήταν ανεπιτυχής, για τον απλό λόγο ότι οι Τούρκοι δεν ήταν διατεθειμένοι να υποστούν και νέο εξευτελισμό όπως το 1967, όταν έπειτα από προσωπική πίεση του Προέδρου Τζόνσον, αναγκάστηκαν να εκκενώσουν τα αποβατικά σκάφη τους από τα ήδη επιβιβασθέντα σε αυτά στατεύματά τους".
Τη συνέχεια την ξέρουμε… Προσθέτει δε ο Γιάννης Μπουτος και ένα ακόμα περιστατικό, από τη γνωριμία του με έναν καθηγητή του Χάρβαρντ, που είχε φιλική σχέση με τον Κίσινγκερ και που δίνει μια διαφορετική διάσταση για τη στάση του τότε ΥΠΕΞ των ΗΠΑ στα γεγονότα.
"Θυμάμαι, την ημέρα της απόβασης των Τούρκων στην Κύπρο (αυγή της 20ής Ιουλίου) η Νάνσι Κίσινγκερ είχε καλέσει εμένα και τη γυναίκα μου στο σπίτι του", λέει ο καθηγητής στον Γιάννη Μπούτο .
"Ήταν η ευκαιρία της μηνιαίας συναντήσεώς μας. Είμαστε και οι τέσσερις μαζί, τρώγαμε δίπλα στην πισίνα του σπιτιού, ήταν μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα και η ατμόσφαιρα ήταν άνετη και φιλική. Κάποια στιγμή ζήτησαν στο τηλέφωνο τον Κίσινγκερ. Επέστρεψε με μια έκφραση απογοήτευσης και θυμού ταυτόχρονα, λέγοντας ότι:
'Αυτοί οι καταραμένοι Τούρκοι τελικά το έκαναν'. Ο τρόπος του αυτός, η αυθόρμητη έκφραση των συναισθημάτων, εκείνη τη στιγμή, θυμού και απορίας, γνωρίζοντάς τον ως άνθρωπο -ήταν πιστεύω ειλικρινής- ήταν απογοητευμένος, αγανακτισμένος σαν να του είχε αναγγελθεί κάτι που φοβόταν, ήλπιζε να μην γίνει και αδυνατούσε να αποτρέψει".
Φυσικά αυτά λέει ένας καθηγητής φίλος του Κίσινγκερ, δεν είναι απαραίτητα όλη η αλήθεια, ούτε απαλλάσσει τον τότε ΥΠΕΞ για τη στάση του μετά την εισβολή και την αδιαφορία του να παρέμβει, αλλά σίγουρα έχουν ενδιαφέρον.
Υ.Γ Στα συν του βιβλίου η αυτοκριτική του παλαιού πολιτικού για τις αθρόες προσλήψεις στο Δημόσιο, που ήταν το εισιτήριο τότε για να εκλεγεί κανείς βουλευτής, αλλά και ορισμένα ανεκδοτολογικά αποσπάσματα, πολύ αστεία αλλά και χαρακτηριστικά της εποχής.
Όπως όταν αφηγείται ότι ο πρόεδρος Τζόνσον ήταν τόσο ικανοποιημένος λέει από την υποδοχή του στην Αθήνα (1962) που πρότεινε στον Καραμανλή να οργανώσει μια φιέστα από το Σύνταγμα μέχρι την Ομόνοια, στην οποία ήθελε ο Τζόνσον να παρελάσει έφιππος πάνω σε ένα άσπρο άλογο, ντυμένος καουμπόι και φορώντας το πλατύγυρο καουμπόικο καπέλο Stetson. Το αίτημα φυσικά απορρίφθηκε.
Γράφει ο Γιάννης Μπούτος: "Ρωτώντας τον Καραμανλή αστειευόμενος αν ο Τζόνσον είχε από τον πρωθυπουργό την αξίωση να είναι κι αυτός καβάλα, αυτός απαντούσε γελώντας. Φανταστείτε να είμαστε ντυμένοι εγώ με φουστανέλα κι αυτός με τεξανικό καπέλο και να διασχίζουμε τον δρόμο από το Σύνταγμα μέχρι την Ομόνοια".
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr