
Την Μάργκαρετ Θάτσερ και τον Ρόναλντ Ρίγκαν τους θυμόμαστε για την laissez-faire επανάσταση που λάνσαραν στις αρχές του 1980. Έκαναν την εκστρατεία τους και κέρδισαν με την υπόσχεση ότι ο καπιταλισμός της ελεύθερης αγοράς θα απελευθερώσει την ανάπτυξη και θα ενισχύσει την ευημερία. Το 2016, ο Νάιτζελ Φάρατζ, ο τότε ηγέτης του Κόμματος Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου (UKIP), “εγκέφαλος” του Brexit, και ο νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, έκαναν την εκστρατεία τους και κέρδισαν σε μια πολύ διαφορετική βάση: την νοσταλγία. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι υποσχέσεις τους ήταν να “πάρει πίσω τον έλεγχο” και “να κάνει την Αμερική σπουδαία και πάλι», αντίστοιχα- με άλλα λόγια, να γυρίσουν τον χρόνο πίσω.
Σε πολλές προηγμένες και αναδυόμενες χώρες, το παρελθόν φαίνεται ξαφνικά να έχει πολύ μεγαλύτερη γοητεία από το μέλλον.
Όπως έχει παρατηρήσει και ο Μαρκ Λίλα, του Πανεπιστημίου Columbia Mark, το Ηνωμένο Βασίλειο και οι ΗΠΑ δεν είναι οι μόνες χώρες που βιώνουν μια αντιδραστική αναγέννηση. Σε πολλές προηγμένες και αναδυόμενες χώρες, το παρελθόν φαίνεται ξαφνικά να έχει πολύ μεγαλύτερη γοητεία από το μέλλον. Στη Γαλλία, η Μαρίν Λεπέν, υποψήφια της εθνικιστικής δεξιάς στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές, επικαλείται την εποχή, όταν η γαλλική κυβέρνηση έλεγχε τα σύνορα, προστάτευε τη βιομηχανία και διαχειριζόταν το νόμισμα. Τέτοιες λύσεις δούλευαν στη δεκαετία του 1960, αξιώνει η αρχηγός του Εθνικού Μετώπου, οπότε εφαρμόζοντας τες και τώρα θα επιστρέψει η ευημερία.
Είναι προφανές ότι τέτοιες επικλήσεις έχουν συγκινήσει τα εκλεκτορικά σώματα στη Δύση. Ο κύριος παράγοντας που συνέβαλε σε αυτή την αλλαγή στη δημόσια στάση είναι ότι πολλοί πολίτες έχουν χάσει την πίστη τους στην πρόοδο. Δεν πιστεύουν πλέον ότι το μέλλον θα τους φέρει υλική ευημερία και ότι τα παιδιά τους θα έχουν μια καλύτερη ζωή από τη δική τους. Κοιτάζουν προς τα πίσω, επειδή φοβούνται να κοιτάξουν μπροστά.
για οποιονδήποτε κάτω από την ηλικία των 30, ειδικά στην Ευρώπη, η νέα κανονικότητα είναι η ύφεση και η στασιμότητα.
Η πρόοδος έχει χάσει τη λάμψη της για διάφορους λόγους. Ο πρώτος είναι μια δεκαετία σκοτεινών οικονομικών επιδόσεων: για οποιονδήποτε κάτω από την ηλικία των 30, ειδικά στην Ευρώπη, η νέα κανονικότητα είναι η ύφεση και η στασιμότητα. Το τίμημα της οικονομικής κρίσης υπήρξε βαρύ. Επιπλέον, ο ρυθμός των κερδών της παραγωγικότητας στις προηγμένες χώρες (και σε μεγάλο βαθμό στις αναδυόμενες χώρες) παραμένει απογοητευτικά χαμηλός. Ως αποτέλεσμα, τα κέρδη που μπορούν να διανεμηθούν με την μορφή εισοδήματος είναι λίγα- και είναι ακόμα λιγότερα σε κοινωνίες που γερνάνε, όπου λιγότεροι άνθρωποι δουλεύουν και όσοι βρίσκονται εκτός εργασίας ζουν περισσότερο. Αυτή η ζοφερή πραγματικότητα μπορεί να μη διαρκέσει (δεν συμφωνούν όλοι οι οικονομολόγοι ότι θα συνεχιστεί) αλλά πρέπει να συγχωρέσουμε τους πολίτες αν πιστεύουν αυτό που βλέπουν.
Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο η πρόοδος έχει χάσει την αξιοπιστία της είναι ότι η ψηφιακή επανάσταση υπονομεύει τη μεσαία τάξη, που αποτέλεσε τη ραχοκοκαλιά των μεταπολεμικών κοινωνιών των προηγμένων οικονομιών του κόσμου. Όσο η τεχνολογική πρόοδος κατέστρεφε ανειδίκευτες θέσεις εργασίας, η απλή απάντηση της πολιτικής ήταν η εκπαίδευση. Η ρομποτοποίηση και η τεχνητή νοημοσύνη καταστρέφουν θέσεις εργασίας μέσης ειδίκευσης, κάτι που οδηγεί σε μια πολωμένη αγορά εργασίας, με θέσεις εργασίας να δημιουργούνται στα δύο άκρα της κατανομής των μισθών. Οσοι βλέπουν τις δεξιότητες τους να χάνουν την αξία τους και τις θέσεις εργασίας τους να απειλούνται από την αυτοματοποίηση, δεν το μετράνε ακριβώς ως "πρόοδο".
Η κοινωνική πρόοδος στηριζόταν στην υπόσχεση ότι τα οφέλη της τεχνολογικής και οικονομικής προόδου θα μοιράζονταν.
Ο τρίτος λόγος, που σχετίζεται, είναι η τρομερά ασύμμετρη κατανομή των κερδών στο εθνικό εισόδημα, που επικρατεί σε πολλές χώρες. Η κοινωνική πρόοδος στηριζόταν στην υπόσχεση ότι τα οφέλη της τεχνολογικής και οικονομικής προόδου θα μοιράζονταν. Αλλά η σημαντική πρόσφατη έρευνα από τον Ρατζ Τσέτι και τους συνεργάτες του δείχνει ότι ενώ το 90% των ενηλίκων στις ΗΠΑ, που γεννήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1940, κέρδιζαν περισσότερα από τους γονείς τους, το ποσοστό αυτό έχει μειωθεί σταθερά από τότε στο 50% για όσους γεννήθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Μόνο το ένα τέταρτο αυτής της μείωσης οφείλεται στην επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης, το υπόλοιπο αποδίδεται σε μια όλο και πιο άνιση κατανομή του εισοδήματος. Όταν η ανισότητα αγγίξει τέτοιες διαστάσεις, διαβρώνει την ίδια τη βάση του κοινωνικού συμβολαίου. Είναι αδύνατο να μιλάμε για συνολική πρόοδο, όταν η πιθανότητα τα παιδιά να είναι σε χειρότερη θέση από τους γονείς τους είναι 50/50.
Τέταρτον, η νέα ανισότητα έχει μια εμφανή πολιτικά χωρική διάσταση. Οι μορφωμένοι, επαγγελματικά επιτυχημένοι άνθρωποι όλο και περισσότερο παντρεύονται μεταξύ τους και ζουν κοντά ο ένας στον άλλο, ως επί το πλείστον σε μεγάλες, ευημερούσες μητροπολιτικές περιοχές. Οι υπόλοιποι, επίσης, παντρεύονται μεταξύ τους και ζουν ένας κοντά στον άλλο, κυρίως σε υποβαθμισμένες περιοχές ή μικρές πόλεις. Το αποτέλεσμα, σύμφωνα με τους Μαρκ Μούρο και Σιφάν Λιού του Brookings Institution, είναι οι αμερικανικές κομητείες που κέρδισε ο Τραμπ να αντιπροσωπεύουν μόλις το 36% του ΑΕΠ, ενώ όσες κέρδισε η Χίλαρι Κλίντον αντιπροσωπεύουν το 64%. Οι τεράστιες χωρικές ανισότητες δημιουργούν μεγάλες κοινότητες των ανθρώπων χωρίς μέλλον, όπου η επικρατούσα φιλοδοξία μπορεί να είναι μόνο να γυρίσουν πίσω τον χρόνο.
Για όποιον πιστεύει ότι η πρόοδος πρέπει να παραμείνει η πυξίδα..., η προτεραιότητα είναι να την επαναπροσδιορίσει στο σημερινό πλαίσιο
Η πίστη στην πρόοδο ήταν μια βασική πρόβλεψη του πολιτικού και κοινωνικού συμβολαίου των μεταπολεμικών δεκαετιών. Ήταν πάντα μέρος του DNA της αριστεράς, αλλά την αγκάλιαζε και η δεξιά. Μετά από όσα συνέβησαν το 2016, η υποστήριξη για μια ιδέα που σφυρηλατήθηκε στον Διαφωτισμό δεν μπορεί να είναι πλέον δεδομένη.
Για όποιον πιστεύει ότι η πρόοδος πρέπει να παραμείνει η πυξίδα που καθοδηγεί τις κοινωνίες στον εικοστό πρώτο αιώνα, η προτεραιότητα είναι να την επαναπροσδιορίσει στο σημερινό πλαίσιο και να διευκρινίσει την αντίστοιχη πολιτική ατζέντα.
Ακόμα και αφήνοντας στην άκρη άλλες σημαντικές διαστάσεις του θέματος - όπως ο φόβος της παγκοσμιοποίησης, οι αυξανόμενες ηθικές αμφιβολίες για τις σύγχρονες τεχνολογίες, καθώς και οι ανησυχίες σχετικά με τις περιβαλλοντικές συνέπειες της ανάπτυξης – ο επαναπροσδιορισμός της προόδου είναι μια πρόκληση τρομακτικού μεγέθους. Αυτό ισχύει εν μέρει επειδή μια σοβαρή ατζέντα πρέπει να αντιμετωπίσει ταυτόχρονα τις μακροοικονομικές, εκπαιδευτικές, διανεμητικές και χωρικές διαστάσεις. Επιπλέον, η πρόκληση είναι μεγάλη επειδή οι χθεσινές λύσεις ανήκουν στο παρελθόν: ένα κοινωνικό συμβόλαιο σχεδιασμένο για ένα περιβάλλον υψηλής ανάπτυξης και εξισωτικής τεχνολογικής προόδου δεν βοηθάει στην αντιμετώπιση των προβλημάτων ενός κόσμου διχαστική τεχνολογικής καινοτομίας με χαμηλή ανάπτυξης.
Με λίγα λόγια, η κοινωνική δικαιοσύνη δεν είναι θέμα μόνο ευνοικών συγκυριών. Για αρκετές δεκαετίες, η ανάπτυξη λειτούργησε ως υποκατάστατο για συνετές πολιτικές κοινωνικής συνοχής. Αυτό που οι προηγμένες κοινωνίες χρειαζόνται τώρα είναι κοινωνικά συμβόλαια τα οποία είναι ανθεκτικά στις δημογραφικές αλλαγές, στις τεχνολογικές διαταραχές και τους οικονομικούς κλυδωνισμούς.
Το 2008, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα έκανε την εκστρατεία του βασισμένος στην «ελπίδα» και την «αλλαγή που μπορούμε να πιστέψουμε.» Η ουσιαστική απάντηση στην αντιδραστική αναβίωση πρέπει να είναι να δώσουμε περιεχόμενο σε αυτή την κατά βάση ανεκπλήρωτη υπόσχεση.
* Ο Ζαν Πιζανί- Φερί είναι καθηγητής στο Hertie School of Governance στο Βερολίνο και Γενικός Επίτροπος της Γαλλικής Κυβέρνησης για τον σχεδιασμό πολιτικής.
ΠΗΓΗ: The Project Syndicate
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr