
Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω με ένα προσωπικό βίωμα: είμαι μέλος του ΠΑΣΟΚ από 19 ετών και με εξαίρεση δυο-τρία χρόνια απουσίας μου στο εξωτερικό, ασχολούμαι ενεργά με το χώρο. Ένα πράγμα που άκουγα σε όποια πολιτική διαδικασία και αν μετείχα ήταν: "Α! Πάλι καλά που είσαι κι εσύ και ρίχνεις το μέσο όρο ηλικίας". Κι είναι αλήθεια πως αυτό αρχικά φάνταζε φυσιολογικό. Πρώτον λόγω της πράγματι πολύ νεαρής, τότε, ηλικίας μου. Και δεύτερον λόγω της εξαιρετικά αρνητικής για την παράταξη κοινωνικοπολιτικής συγκυρίας κατά την περίοδο των Μνημονίων.
Φτάνοντας πλέον στα 26 μου και με την παράταξη να βρίσκεται εδώ και έξι χρόνια εκτός εξουσίας και άρα κυβερνητικής φθοράς, η επανάληψη της ίδιας φράσης σε κάθε κομματικό "event” που παρευρισκόμουν, δεν ηχούσε απλώς μονότονη και κουραστική σε προσωπικό επίπεδο αλλά με έκανε να αμφιβάλλω πραγματικά και για την πολιτική βιωσιμότητα του εν λόγω χώρου. Τι προοπτική μπορεί να έχει άραγε ένα κόμμα με σχεδόν μηδενικό αποτύπωμα στους νέους;
Η μελαγχολική αυτή οπτική μου για το μέλλον της παράταξης ανατράπηκε βίαια την προηγούμενη Κυριακή. Παρακολουθώντας την εκλογική διαδικασία σε ένα από τα μεγαλύτερα εκλογικά κέντρα της χώρας, δεν ήταν λίγες οι φορές που αισθάνθηκα οριακά ...μεσήλικας. Η αθρόα συμμετοχή νέων ανθρώπων, πολλοί εξ αυτών παιδιά γεννημένα μετά το 2000, ήταν κάτι το πρωτόγνωρο κι εντυπωσιακό.
Η επιστροφή της παράταξης στα πιο νέα και δυναμικά τμήματα της κοινωνίας αποτελεί και τη σημαντικότερη προίκα των εκλογών αυτών. Κι αυτό γιατί πέρα από την αυτονόητη διεύρυνση της επιρροής της σε κοινά που μέχρι πρότινος υστερούσε, η πιθανή ένταξη νέων ανθρώπων σε ένα κόμμα αποτελεί την καλύτερη εγγύηση πως το κόμμα αυτό θα τροφοδοτηθεί και με στελέχη ικανά να το "σηκώσουν στις πλάτες τους" στο μέλλον.
Προκειμένου όμως να διαφυλαχθεί αλλά και να αβγατίσει αυτή η προίκα είναι κρίσιμο οι προοδευτικοί πολίτες να ολοκληρώσουν αυτό που ήδη ξεκίνησαν. Να δώσουν δηλαδή ισχυρή εντολή στον υποψήφιο που είναι σε θέση να διευρύνει την απήχηση της παράταξης στις νεότερες γενιές.
Και για να το πούμε απλά: οι ψηφοφόροι έχουν να επιλέξουν ανάμεσα σε ένα φρέσκο πρόσωπο που εκπροσωπεί τη γενιά της κρίσης, δεν έχει συμμετοχή στις παθογένειες του ελληνικού πολιτικού συστήματος και εκφράζει θέσεις με καθαρό σοσιαλδημοκρατικό πρόσημο κι έναν υποψήφιο που απασχολεί την κοινή γνώμη κυρίως για το κυβερνητικό του παρελθόν, ενώ στη συνείδηση της πλειονότητας των πολιτών έχει κλείσει τον πολιτικό του κύκλο.
Σίγουρα η υποψηφιότητα Ανδρουλάκη, όπως άλλωστε και κάθε λύση out of the box, ενέχει και κάποιο ρίσκο. Τι είναι όμως προτιμότερο για μια παράταξη που βρέθηκε από το 45% στο 5%; Να ρισκάρει με σκοπό να πρωταγωνιστήσει ξανά ή να συμβιβασθεί με ένα εκλογικό "ταβάνι" χαμηλό και ηλικιακά περιχαρακωμένο -κατά βάση στους άνω των 60- στο βωμό μιας υποτιθέμενης δικαίωσης και κάποιων συναισθηματικών εμμονών; Και στο κάτω κάτω υπάρχει μεγαλύτερη δικαίωση για όλους τους πρώην Προέδρους του ΠΑΣΟΚ από την ισχυροποίηση της παράταξης και την αύξηση της απήχησής της στις νεότερες γενιές; Σε τελική ανάλυση, οι γενιές αυτές είναι που θα γράψουν με νηφαλιότητα την Ιστορία της περιόδου της κρίσης. Αν η παράταξη τους αγκαλιάσει και τους πείσει για τη διαχρονική ορθότητα των επιλογών της θα εκτιμήσουν και την παρακαταθήκη των πρώην Προέδρων της. Αυτό όμως απαιτεί πρόσωπα υψηλής κοινωνικής αξιοπιστίας, ικανά να αποτελέσουν καλό αγωγό του πολιτικού μηνύματος.
Και για να κλείσουμε με μια ποδοσφαιρική νότα: όπως όλες οι σοβαρές ομάδες επενδύουν στις ακαδημίες και στις ομάδες νέων τύπου Κ21, έτσι και τα κόμματα που θέλουν να έχουν μέλλον επενδύουν πολιτικά σε μια σχέση εμπιστοσύνης με τη νέα γενιά. Την Κυριακή ας επιλέξουμε αυτόν που μπορεί να ξανακτίσει σε υγιή θεμέλια αυτήν τη σχέση.
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr