
Δεν ξέρω εάν το καλοκαίρι είναι πράγματι η εποχή των προσωπικών εξομολογήσεων ή πιο απλά συμβαίνει αυτό που λένε "με βάρεσε η ζέστη στο κεφάλι", αλλά το τελευταίο δεκαήμερο με τους απανωτούς καύσωνες νιώθω επιτακτική την ανάγκη να σας αποκαλύψω πως είμαι άσχημα "τσιμπημένος" με την Τζιν Τίρνεϊ. Κάτι τέτοιο δεν ακούγεται και πολύ κακό, ιδίως εάν δεν γνωρίζετε τίποτε για την Τζιν Τίρνεϊ, όπως δεν γνώριζα κι εγώ μέχρι πρόσφατα. Εάν πάλι γνωρίζετε ή σπεύσετε να γκουγκλάρετε το όνομά της, θα διαπιστώσετε πως το αίσθημά μου δεν έχει και πολλές πιθανότητες ανταπόδοσης. Η Τζιν γεννήθηκε τέσσερις δεκαετίες πριν από εμένα (το 1920) και είναι νεκρή ήδη από το 1991. Το ειδύλλιό μας είναι αυστηρά μονόπλευρο και διαχρονικά καταδικασμένο να παραμείνει πλατωνικό.
Η εμμονή μου με την Τίρνεϊ ξεκίνησε πριν από μερικούς μήνες, όταν εντόπισα στο YouTube ένα κανάλι –την "Εβδόμη Τέχνη"- που ανεβάζει πολλές από τις ταινίες της, ψηφιακά αποκατεστημένες. Το μεσουράνημά της διήρκεσε ολόκληρη τη δεκαετία του 1940 και τη μισή από τη δεκαετία του 1950, αλλά είχε σποραδικές εμφανίσεις στο πανί και τη δεκαετία του 1960, έως ότου αποσυρθεί τελικά τις δύο τελευταίες δεκαετίες της ζωής της. Ο αμερικανός μεγαλοπαραγωγός ταινιών Ντάριλ Ζάνουκ (ένα "αρπακτικό" που προμηνούσε την έλευση του διαβόητου Χάρβεϊ Γουαϊνστάιν πολλά χρόνια πριν το κίνημα MeToo θέσει τέρμα στην ανοχή παρόμοιων συμπεριφορών) είχε δηλώσει πως η Τζιν Τίρνεϊ ήταν "η ομορφότερη γυναίκα που πέρασε ποτέ από τον κινηματογράφο". Δεν είμαι σίγουρος εάν ήταν όντως "Η" ομορφότερη (δεν τις έχω δει και όλες), αλλά περιλαμβανόταν αναμφίβολα στην ίδια συνωμοταξία με την Λορίν Μπακόλ, την Γκρέις Κέλι ή την Μέριλιν Μονρόε· διόλου συμπτωματικά τραβούσε την προσοχή (όχι πάντοτε για το καλό της) και από την ίδια κατηγορία "αρπακτικών". Με υπνωτιστικά γαλάζια μάτια κι έναν μόνιμο αέρα μυστηρίου (μια διαρκή ένσταση, για την ακρίβεια, γύρω από την αγαθότητα ή μη των κινήτρων της), ταίριαζε απόλυτα με το κινηματογραφικό αρχέτυπο της "μοιραίας γυναίκας" (femme fatale). Με τον ορισμό της μαγνητικής έλξης.
Με ένα πρόχειρο γκάλοπ που έκανα ανάμεσα σε φίλους μου, από εκείνους που πιάνουν μόνιμα στασίδι σε προβολές (ψηφιοποιημένων πλέον, κυριολεκτικά "αναστημένων") κλασικών φίλμ νουάρ, δεν βρήκα κανέναν "τσιμπημένο" με την Τζιν Τίρνεϊ, αλλά ξετρύπωσα κάποιους να έχουν "δαγκώσει τη λαμαρίνα" με άλλες ανάλογες "λησμονημένες" που εγώ δεν τις γνώριζα επίσης. Κατέληξα λοιπόν αβίαστα στο συμπέρασμα πως δεν είμαστε όλοι εμείς τόσο "τσιμπημένοι" με τις συγκεκριμένες κυρίες, όσο με την εποχή τους: με την απουσία κινητών που πολλαπλασιάζουν τη δημόσια ηχορύπανση κι εκμηδενίζουν την προσμονή (αλλά και τον παρεπόμενο πόθο) για επικοινωνία, με το σεξ που δεν ευτελίζεται από την υπερπροσφορά και σου δίνει τον απαραίτητο ζωτικό χρόνο για να αναπτύξεις την επιθυμία…
Όλα δείχνουν "παραμυθένια" στην εποχή της Τζιν Τίρνεϊ, ακόμη και τα πρώτα χρώματα στις ταινίες Technicolor (όπως στην κορυφαία της, την "Ας την κρίνει ο Θεός" [Leave her to Heaven], που την οδήγησε και στη μοναδική της υποψηφιότητα για Όσκαρ), και, από μιαν άποψη, είναι "παραμυθένια", δυσδιάκριτα λιγότερο "ψεύτικα" από τα σημερινά "επιχρωματισμένα" μαυρόασπρα πλάνα. Η ίδια η ζοφερή ιδιωτική ζωή της Τίρνεϊ (με τη μανιοκατάθλιψή της και τη νοσηλεία της με "αγωγή" πρωτόγονων ηλεκτροσόκ) δείχνει να "κλωτσάει" σε αυτά τα ζωηρά, εύθυμα χρώματα. Εδώ έγκειται και το δικό μας παράδοξο, η θεμελιώδης αντίφαση της εμμονής μας: η αθεράπευτη νοσταλγία μας για μια εποχή που, ουσιαστικά, δεν υπήρξε ποτέ.
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr