
Ένας φίλος μου από το εξωτερικό (από εκείνους που εγώ τρυφερά αποκαλώ "εξωγήινους"), αδιαπραγμάτευτος λάτρης της σύγχρονης Ελλάδας συνολικά, τόσο για τα καλά της όσο και για τα στραβά της, είχε καιρό να περάσει από τα μέρη μας και εντυπωσιάστηκε με τις… εξελίξεις.
"Πάρα πολλά σουβλατζίδικα", μου είπε, "πάρα πολλά κομμωτήρια… Υπάρχει πράγματι τόσο μεγάλη ζήτηση για σουβλάκια και κομμώσεις;". Σκέφτηκα προς στιγμήν να του απαντήσω κάτι εξίσου χαριτωμένο, αλλά ευθύς κατόπιν το μετάνιωσα. "Άσ’ το", του είπα, "είναι μεγάλη συζήτηση".
Όντως είναι μια συζήτηση που μας πάει πολύ μακριά –δεν ξέρεις από πού να την πρωτοπιάσεις για να ξεμπερδέψεις το κουβάρι. Χάριν δικής μου ευκολίας, θα την πιάσω από τα φοιτητικά μου χρόνια. Το μακρινό 1977, δεκαοκτάχρονος πρωτοετής στην Ανωτάτη Βιομηχανική, το κατοπινό Οικονομικό Πανεπιστήμιο του Πειραιά, βρισκόμουν στην εντελώς λάθος σχολή για τους εντελώς λάθος λόγους. Τώρα που το καλοσκέφτομαι, εμείς τότε μοιάζαμε με τους πρώτους χριστιανούς, τουλάχιστον ως προς το μέγεθος και την ένταση της αυταπάτης που μας έδερνε: όπως εκείνοι περίμεναν από μέρα σε μέρα τη Δευτέρα Παρουσία (ήταν απολύτως πεπεισμένοι ότι ο Χριστός θα ξαναρχόταν κατά τη διάρκεια του δικού τους βίου), έτσι κι εμείς περιμέναμε από μέρα σε μέρα την Επανάσταση, μια Δευτέρα Παρουσία προς το πιο χειροπιαστό.
Το εμβρυουλκό για την Επανάσταση θα ήταν η γνώση μας στα οικονομικά. Λίγο-πολύ επαναλαμβάναμε την ίδια παρεξήγηση που οδήγησε τον Ερνέστο Τσε Γκεβάρα να σηκώσει πρόθυμα το χέρι του, όταν άκουσε τον Φιντέλ Κάστρο να ζητάει υποψήφιο "εκονομίστα" για να αναλάβει την Εθνική Τράπεζα της Κούβας και ο Τσε, παντελώς άσχετος με τα οικονομικά, παράκουσε ως "κομουνίστα". Η πιθανότητα να σπουδάζουμε οικονομικά προκειμένου να δουλέψουμε ως λογιστές σε ένα ανήλιαγο γραφείο στα Κάτω Πατήσια ούτε που περνούσε από το μυαλό μας.
Μόλις διαλύθηκε η αυταπάτη μου –και διαλύθηκε πολύ γρήγορα- παράτησα τη Βιομηχανική στο δεύτερο έτος και καταχώνιασα ό,τι πρόλαβα να μάθω στο συρτάρι με τα αζήτητα. Ανάμεσα στις θολές, κακοχωνεμένες έννοιες που έθαψα στο συρτάρι ήταν και η έννοια της "αυτορρύθμισης" -μια βρόμικη έννοια που οι καπιταλιστές ήθελαν να πιστέψουμε ότι εκφράζει τα δικαιώματα των καταναλωτών, ενώ εξέφραζε –χα,χα, σιγά μην πιαστούμε κορόιδα!- καθαρά και μόνο τα δικά τους. Υποχρεώθηκα να την ανασύρω κακήν κακώς δέκα χρόνια αργότερα, με την ανατολή της ιδιωτικής τηλεόρασης, όταν ξαφνικά και αναπάντεχα έγινε πάλι της μόδας.
Μπαίναμε στη δεκαετία του 1990, στην εποχή των παχιών αγελάδων, και τα golden boys της ιδιωτικής τηλεόρασης, σιδερωμένα, γραβατωμένα και φρεσκοξυρισμένα, σκόπευαν να παίξουν το ρόλο βιβλικών προφητών χωρίς τα χαϊμαλιά, τα γένια και τη δυσωδία. Στο δικό τους μυαλό το κέρδος ήταν η μοναδική άξια λόγου αρετή και το δικαίωμα του τηλεθεατή να βλέπει ό,τι θέλει ο ίδιος και όχι ό,τι θέλουμε να του δείξουμε εμείς –το φετίχ της "αυτορρύθμισης"- πιο ιερό και απαραβίαστο από τις Δέκα Εντολές. Εξυπακούεται ότι με μια τηλεόραση σοβιετικού τύπου να έχει προηγηθεί –"εμείς ξέρουμε το καλό σου, δεν το ξέρεις εσύ"- η "αυτορρύθμιση" όφειλε να περάσει πρώτα από το στάδιο της "απορρύθμισης" και κατόπιν από το στάδιο της "αναρρύθμισης".
Κάπου εδώ έπαιρνε μπρος ο μηχανισμός της "αυτοεκπληρούμενης προφητείας". Τα golden boys μπορεί να μην μασούσαν φύλλα δάφνης, όπως η Πυθία, αλλά και σνιφάροντας κοκαϊνη έφθαναν περίπου στο αυτό επιθυμητό αποτέλεσμα: μάντευαν ποια προγράμματα θα "περπατούσαν" στην prime zone και ποια θα έπρεπε να εξοριστούν στη μεταμεσονύκτια ζώνη επειδή δεν θα τα έβλεπε ψυχή ζώσα. Έτσι, οι εκπομπές πολιτικού διαλόγου ή/και δημοσιογραφικής έρευνας, που απαιτούσαν από τον τηλεθεατή ένα μίνιμουμ διανοητικής συμμετοχής, μετατέθηκαν στις άγριες πρωινές ώρες, όταν κανένας δεν κατάφερνε να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά (πόσο μάλλον τον εγκέφαλό του σε επαγρύπνηση), ενώ όλες οι σαχλαμάρες, τα κατινοδικεία και τα ριάλιτι, ό,τι μπορούσες εν ολίγοις να παρακολουθήσεις ακόμη και με νοημοσύνη ναρκωμένης σαλαμάνδρας, κατέλαβαν εξ εφόδου κάθε άλλη διαθέσιμη ζώνη προβολής.
Και ναι, ω του θαύματος, η "αυτοεκπληρούμενη προφητεία" των golden boys δικαιώθηκε πλήρως: ό,τι "προφήτευσαν" πως δεν θα το βλέπει κανείς, δεν το έβλεπε κανείς, αφού παιζόταν στη ζώνη που δεν βλέπει κανείς και ό,τι "προφήτευσαν" πως θα το βλέπουν όλοι, το έβλεπαν όλοι, αφού παιζόταν στη ζώνη που βλέπουν όλοι… Το μοίρασμα της διαφημιστικής πίτας ακολούθησε αναλογικά κατά πόδας την "αυτοεκπληρούμενη προφητεία".
"Καλά όλα αυτά", θα μου αντίλεγε ο "εξωγήινος" φίλος μου, "αλλά πώς κολλάνε με την άνθηση των σουβλατζίδικων και των κομμωτηρίων;". Αυτό, θα του απαντούσα, έχει να κάνει με ένα άλλο μάθημα που διδάχτηκα κάποτε, το μάθημα της Εγκληματολογίας, παρότι
ποτέ δεν σκόπευα να σταδιοδρομήσω ως εγκληματολόγος. "Πάντοτε και σε κάθε κοινωνία", μας έλεγε ο καθηγητής, "υπάρχει ένα ποσοστό εγκλημάτων που δεν εξιχνιάζονται. Είναι η λεγόμενη 'σκοτεινή εγκληματικότητα'.
Εάν υποθέσουμε ότι η σκοτεινή εγκληματικότητα μιας κοινότητας αναλογεί σε ποσοστό 30% της συνολικής εγκληματικότητας, πόσα εγκλήματα θα εξιχνιαστούν από ένα σύνολο δέκα εγκλημάτων τον μήνα και πόσα εγκλήματα θα εξιχνιαστούν από ένα σύνολο εκατό;". "Επτά στα δέκα", σπεύδαμε να απαντήσουμε οι πιο εξυπνάκηδες, "κι εβδομήντα στα εκατό". "Την πατήσατε", μας αποστόμωνε ο καθηγητής. "Η εξιχνίαση δεν έχει να κάνει με τον αριθμό των εγκλημάτων. Έχει να κάνει με την αποτελεσματικότητα και την επάρκεια του μηχανισμού εξιχνίασης. Με έναν αναποτελεσματικό και ανεπαρκή μηχανισμό εξιχνίασης, επτά εγκλήματα θα εξιχνιάζονται στα δέκα, επτά εγκλήματα θα εξιχνιάζονται και στα εκατό". Τουτέστιν; Μια "αυτορρυθμιζόμενη" αγορά, με καμία πρόνοια ή παρέμβαση για να καλύψει ανάγκες που δεν προσφέρουν άμεσο και υψηλό κέρδος, κάποια μέρα θα πλημμυρίσει από "σουβλατζίδικα" και "κομμωτήρια", επειδή, όποιες και αν είναι οι ανάγκες, εμείς σουβλάκια ξέρουμε να τυλίγουμε και μαλλιά ξέρουμε να χτενίζουμε… Είναι και αυτή μια από τις επώδυνες παρενέργειες της "αυτορρύθμισης". Μοιραία, ενίοτε.
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr