
Του έχουν προσάψει μία από τις πιο εμβληματικές ατάκες στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου –"Οι Γερμανοί είναι φίλοι μας"- μολονότι, στην ίδια την ταινία, δεν την διατυπώνει ακριβώς έτσι.
Ο Δήμος Σταρένιος (1909-1983) ανήκε στη χορεία των σημαντικών ηθοποιών παγκοσμίως που, παρά την πλούσια εκφραστική τους γκάμα και την πολυγλωσσία τους (ο Σταρένιος μιλούσε άνετα τέσσερις γλώσσες, εξ ου και ήταν περιζήτητος σε διεθνείς συμπαραγωγές), το παρουσιαστικό τους –το "φιζίκ" τους, όπως λέμε στο σινεμά- τους καταδικάζει ισοβίως να παίζουν σχεδόν αποκλειστικά ρόλους "κακών".
Ειδικά στην περίπτωση του Δήμου Σταρένιου, καθώς και στην περίπτωση του άλλου "μεγάλου παρεξηγημένου", του Αρτέμη Μάτσα, το "φιζίκ" τους έδενε αρμονικά με το στερεότυπο που, γενιές και γενιές, ενστερνιζόμαστε γύρω από την εμφάνιση και το σωματότυπο του δωσίλογου, του μαυραγορίτη, του προδότη… Κατά τραγική ειρωνεία, ο Αρτέμης έχασε σε μικρή ηλικία τον πατέρα του, τον εβραϊκής καταγωγής Πίνχας Μάτσα (τον συνέλαβαν οι Γερμανοί και κυριολεκτικά τον… εξαφάνισαν), ενώ και ο Δήμος διαπνεόταν από κομμουνιστικές αντιλήψεις, τις ακριβώς ανάποδες από εκείνες που υπερασπιζόταν ως ερμηνευτής στο πανί.
Η ταινία όπου εκστομίζει ο Σταρένιος τη διαβόητη ατάκα, έστω κι ελαφρά παραλλαγμένη, έχει τη δική της μικρή αλλά ενδιαφέρουσα ιστορία. Είναι η "Χαραυγή της νίκης", παραγωγής 1971, τον καιρό που η Χούντα μεσουρανεί και διευκολύνει τα μέγιστα προσφέροντας τόσο έμψυχο όσο και άψυχο υλικό σε ανάλογες απαιτητικές "πατριωτικές" παραγωγές. Το δίδυμο Άγγελου Ρούβα – Χρήστου Σταθακόπουλου στον αποκαλυπτικό τόμο "Ελληνικός Κινηματογράφος" (Ελληνικά Γράμματα, 2005) σημειώνει ακόμη μια σημαντική λεπτομέρεια: "Η τεχνική επεξεργασία της ταινίας έγινε στο στούντιο LTC των Παρισίων και τη διανομή της ταινίας σε όλο τον κόσμο ανέλαβαν οι αμερικανικές εταιρείες Columbia Pictures και Metro Goldwin Mayer, κάτι που γινόταν για πρώτη φορά".
Ωστόσο, παρά το (και) διεθνές "σπρώξιμο", η "Χαραυγή της νίκης" έκοψε στην Ελλάδα 126.494 εισιτήρια, μια λαμπρή επίδοση με τα σημερινά δεδομένα, αλλά μάλλον μέτρια για τότε, ιδίως εάν συνυπολογίσει κανείς ότι ο σκηνοθέτης της, ο "σπεσιαλίστας του είδους" Ντίμης Δαδήρας, υπέγραψε μόλις τρία χρόνια νωρίτερα το αντικομμουνιστικό κινηματογραφικό έπος "Στα σύνορα της προδοσίας" που έσπασε τα ταμεία. Πάντως, τόσο το "Στα σύνορα της προδοσίας" όσο και η "Χαραυγή της νίκης" ευθυγραμμίζονται με την ιδεολογία της Χούντας που επιθυμεί να υφίστανται δύο διαχρονικά "εχθροί του έθνους" -οι ναζιστές και οι κομμουνιστές-, την ίδια στιγμή που αυθαίρετα τοποθετεί τον εαυτό της στον νεφελώδη αστερισμό ενός αυταρχικού καθεστώτος με δεξιό πολιτικό προσανατολισμό. Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα.
Σύμφωνα με το σενάριο στη "Χαραυγή της νίκης", που υπογράφει ο Γιώργος Λαζαρίδης, η πλοκή διαδραματίζεται στην Κρήτη κατά τη γερμανική κατοχή και ο Δήμος Σταρένιος ερμηνεύει τον Φραντζέσκο Πετράκη, ένα άκληρο παλιοτόμαρο, συνεργάτη των κατακτητών που
ενσαρκώνονται πρωτίστως στο πρόσωπο του απάνθρωπου διοικητή τους (τον ερμηνεύει ο Λευτέρης Βουρνάς, σταθερή "προτίμηση" για ρόλους Γερμανών αξιωματικών εκείνο τον καιρό, όπως και ο Κώστας Καρράς, ακριβώς πάλι λόγω του "φιζίκ" τους). Οι Γερμανοί μ’ επικεφαλής τον Βουρνά βγαίνουν προς άγραν ανταρτών και σαμποτέρ, με τον Σταρένιο να αναλαμβάνει τα διπλά καθήκοντα του διερμηνέα και του καταδότη.
Περικυκλώνουν ένα χωριό και διατάσσουν τους άρρενες να συγκεντρωθούν στην πλατεία. Ο Σταρένιος εξουσιοδοτείται μ’ ένα νεύμα του Βουρνά να μεταφέρει το μήνυμα των κατακτητών. "Προς τον λαό της Κρήτης", αρχίζει να διαβάζει από ένα χαρτί, αλλά αμέσως το παρατάει και συνεχίζει από στήθους με συγκινησιακή κλιμάκωση και ειλικρινή υποτίθεται σκορδοκαϊλα για τη μοίρα των συμπατριωτών του:
"Καταλαβαίνετε. Θα ‘χουμε καινούργιες εκτελέσεις. Δεν τους λυπάστε τους δικούς σας; Θα κάψουνε την Κρήτη. Όποιος ξέρει, ας μιλήσει. Πρέπει να πιάσουμε τους προδότες. Μας αγαπάνε οι Γερμανοί· σαν φίλοι ήρθανε. Όποιος ξέρει, ας μιλήσει. Εμπρός λοιπόν".
Το "Μας αγαπάνε οι Γερμανοί· σαν φίλοι ήρθανε" μεταλλαγμένο στο πιο στακάτο "Οι Γερμανοί είναι φίλοι μας" έκανε μεγάλη καριέρα κατά τα μεταπολιτευτικά χρόνια και κυρίως την πιο πρόσφατη περίοδο των μνημονίων: σε αναρίθμητες "μεταποιήσεις" ο Δήμος Σταρένιος δάνειζε μεταθανάτια άλλοτε τη μορφή του, άλλοτε τη φωνή του, άλλοτε αμφότερα, προκειμένου να "ντουμπλάρει" την Άνγκελα Μέρκελ ή/και τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. "Οι Γερμανοί (δεν) είναι φίλοι μας", αυτό το εμπεδώσαμε, αλλά εάν δεν είναι φίλοι μας οι Γερμανοί, τότε ποιους έχουμε φίλους; Μήπως δεν έχουμε κανένα φίλο, είμαστε "έθνος ανάδελφον", όπως έλεγε ο αείμνηστος Σαρτζετάκης; Η ανάγκη να έχουμε κάποιον φίλο διαφάνηκε από την πρώτη ημέρα που κερδίσαμε με το σπαθί μας την κουτσουρεμένη εθνική μας ανεξαρτησία, έστω και αν –κάνοντας την ανάγκη αρετή προφανώς- αντικατοπτρίσαμε τα πρόσωπα των "φίλων" μας στις τρεις Προστάτιδες Δυνάμεις. Δεν νομίζω (και μπορεί να σφάλλω) να υπήρξε άλλο έθνος στον κόσμο που, αποκτώντας κρατική υπόσταση και παράλληλα στοιχειώδη κομματική εκπροσώπηση, να βάφτισε τα πρωτόλεια μορφώματά του με τα ονόματα των Προστατών του: Αγγλικό Κόμμα, Γαλλικό, Ρωσικό. Ούτε τα προσχήματα, δηλαδή, δεν κρατήσαμε· ούτε τα προσχήματα.
Ειδικά η "φιλία" μας με τους Ρώσους πέρασε από σαράντα κύματα. Προτού ακόμη απελευθερωθούμε από τους Οθωμανούς, εμποτιστήκαμε με τον θρύλο του "ξανθού γένους" που θα έρθει και θα μας σώσει (τον ευτράπελο απόηχο αυτού του θρύλου μπορούμε να διαβάσουμε ακόμη και σήμερα στις ακροδεξιές φυλλάδες των απανταχού διαταραγμένων: ο Βλαντιμίρ Πούτιν θα κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη και, επειδή είναι… large, θα μας την χαρίσει). Κατά τα Ορλωφικά, πενήντα χρόνια πριν από την ελληνική επανάσταση, πληρώσαμε ακριβά αυτή τη φενάκη.
Αργότερα, από τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα κι έπειτα, όταν το αλυτρωτικό όραμα του "Πανσλαβισμού" πήρε σάρκα και οστά, κατανόησαν ακόμη και οι πιο μικρόνοες ανάμεσα στους πολιτικούς μας ότι οι Ρώσοι έχουν άλλες φιλικές προτεραιότητες. Στις μέρες μας, ο στούμπος γίγαντας του Κρεμλίνου διασκέδασε αφάνταστα με τις εθνικές μας φαντασιώσεις: το καλοκαίρι του 2018, στην πιο κρίσιμη ώρα των διαπραγματεύσεων για την ονοματοδοσία του βόρειου γείτονά μας, ενίσχυσε και χρηματοδότησε εξίσου τους εκ διαμέτρου αντίθετους "αδιάλλακτους" και από τις δύο πλευρές των συνόρων, εκείνους που διακαώς επιθυμούσαν το όνομα της "Μακεδονίας" νέτο σκέτο, ανόθευτο από παράγωγους ή/και σύνθετους επιθετικούς προσδιορισμούς. Το λες και χιούμορ α λα Ρούσκα.
Η σύλληψη στην Αλεξανδρούπολη προ ημερών του 59χρονου ομογενή μας από τη Γεωργία για τη συμμετοχή του σε ρωσικό δίκτυο κατασκοπείας έρχεται πάνω στην ώρα για να μας υπενθυμίσει δύο διαχρονικές αλήθειες. Η πρώτη αλήθεια είναι διατυπωμένη ήδη από το 2005 από τον επί μία εικοσαετία μυστικό πράκτορα Ρόμπερτ Μπάερ στο περίφημο αυτοβιογραφικό βιβλίο του "Η πτώση της CIA" (Μέδουσα). Ο Μπάερ ομιλεί μετά λόγου γνώσεως όταν ισχυρίζεται πως, όσο και αν αναπτυχθεί η δορυφορική τεχνολογία, όσο και αν αξιοποιηθούν οι (άκαπνοι) αναλυτές στα Κεντρικά των Μυστικών Υπηρεσιών (τώρα πια και με την αναβαθμισμένη χρήση προγραμμάτων Τεχνητής Νοημοσύνης), πάντοτε θα είναι απαραίτητοι οι ξένοι πράκτορες και οι ντόπιοι συνεργάτες τους "επί του πεδίου". Η δεύτερη αλήθεια είναι και η πιο πικρή. Δεν υπάρχει κανένας εκ των προτέρων, άνευ όρων και για πάντα "φίλος" μας σε αυτόν τον άτιμο ντουνιά. Οι Ρώσοι (δεν) είναι φίλοι μας. Ούτε και κανένας άλλος, εδώ που τα λέμε.
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr