
"Τὸν τρόπον, ὁποὺ μεθοδεύονται, εἶναι ἄξιος γέλωτος ἐνταυτῷ καὶ δακρύων. Αὐτοὶ ἔχουσιν ἓν κιβωτίδιον γεμάτον ἀπὸ ἀνθρώπινα κόκκαλα καὶ κρανία ἀκέραια, τὰ ὁποῖα ἀσημώνοσι, καὶ ἔπειτα ὀνοματίζουσιν, ἄλλα μὲν τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους καὶ ἄλλα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου. Ἐν ἑνὶ λόγῳ, δὲν ἀφίνουν ἅγιον, χωρὶς νὰ ἔχουν μέρος ἀπὸ τὰ κόκκαλά του. Οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς κοκκαλοπωλητὰς ἐξέρχονται ἀπὸ τὸ ὄρος τοῦ Ἄθους, ὁποὺ ὀνομάζουν Ἅγιον Ὄρος, εἰς τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται ἡ πηγὴ αὐτῶν τῶν καλογήρων.”
Αυτές οι γραμμές έχουν δημοσιευτεί πρώτη φορά το 1806. Πριν από διακόσια δεκαεννέα χρόνια. Δεκαπέντε χρόνια πριν από την Ελληνική Επανάσταση. Περιλαμβάνονται στην "Ελληνική Νομαρχία" του Ανωνύμου του Έλληνος, με τον διευκρινιστικό υπότιτλο "Ήτοι Λόγος περί Ελευθερίας", που κυκλοφόρησε στην Ιταλία και σήμερα θεωρείται ως ένα από τα θεμελιώδη κείμενα του ελληνικού προεπαναστατικού Διαφωτισμού.
Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Οθωμανούς, η βιβλιογραφία γύρω από την εμπορία "ιερών λειψάνων" εμπλουτίστηκε σε σημείο ώστε να αδυνατούμε να την εξαντλήσουμε στο πλαίσιο ενός σύντομου κειμένου. Ενδεικτικά σταχυολογούμε ορισμένες από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις. Ο Εμμανουήλ Ροϊδης στη θρυλική "Πάπισσα Ιωάννα" αναφέρει ότι αυτή η "ανίερη" εμπορία ήταν κοινή πρακτική κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους, τόσο στη Δύση όσο και στην Ανατολή.
Ο Ανδρέας Λασκαράτος στην ευφρόσυνη "Ιστορία μίας κάρας" [ενός κρανίου] περιγράφει λεπτομερώς πώς "γινόταν η δουλειά", τουτέστιν πώς οι παπάδες και οι καλόγεροι πήγαιναν νύχτα στα νεκροταφεία, άνοιγαν τους τάφους κι έπαιρναν φύρδην-μίγδην όποιο μέρος του σκελετού είχαν ανάγκη, ανεξαρτήτως φύλου - όποια μικροκενά προέκυπταν, μάλιστα, στο μακάβριο παζλ, δεν δίσταζαν να τα καλύψουν και με οστά ζώων. Ο Νίκος Καζαντζάκης στο κύκνειο άσμα του, τους "Αδερφοφάδες", καταγράφει ένα ιλαροτραγικό περιστατικό: "Μιαν άλλη μέρα, σ' ένα άλλο Μοναστήρι, του είχαν δείξει, μέσα σε χρυσό κουτί, ένα παιδιάτικο κρανίο: ¨Είναι του Άγιου Κηρύκου¨ του είπε ο βηματάρης, ο καλόγερος που κρατούσε τα κλειδιά του σκευοφυλάκιου.
Ύστερα από λίγες μέρες, σ' ένα άλλο Μοναστήρι, μιαν άλλη, πολύ μεγαλύτερη κάρα: ¨Του Άγιου Κηρύκου¨ του 'πε ο βηματάρης. Ο παπα- Γιάνναρος δε βάσταξε: ¨Μα προχτές μου 'δειξαν μιαν παιδιάτικη κάρα του ίδιου Αγίου!¨ - ¨Ε!¨ έκαμε ο βηματάρης ¨θα 'ταν όταν ο Άγιος ήταν μικρός!¨". Αντίστοιχα ευτράπελα απαθανατίζει και ο Μ. Καραγάτσης στο περίφημο πολυσέλιδο μυθιστόρημά του "Σέργιος και Βάκχος", ενώ αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο –"ο Σέργιος και ο Βάκχος, τα γνήσια και τα πλαστά λείψανά τους"- διακωμωδώντας δύο καλόγερους που ο καθένας τους ισχυρίζεται ότι αυτός κατέχει τα "γνήσια" λείψανα των…
ίδιων αγίων (αποδεικνύεται εντέλει ότι ψεύδονται αμφότεροι). Τέλος, δεν μπορούμε να παραλείψουμε το εξαιρετικό πόνημα "Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα" του χαλκέντερου ιστορικού ερευνητή Κυριάκου Σιμόπουλου , όπου παραθέτει πλήθος μαρτυριών αλλοδαπών
περιηγητών, ήδη από τον δέκατο πέμπτο αιώνα, που στον κατεχόμενο ευρύτερο ελλαδικό χώρο βρίσκουν… σχεδόν τα πάντα (από τον "χιτώνα" του Ιησού και τη "λόγχη" που τον εκέντησε έως το "καλάμι" που του έβαλαν στο χέρι κατά τη διαπόμπευση και τα πετρωμένα "δάκρυα" της Παναγίας πάνω στην ταφόπλακά του) και καταλήγει: "Φυσικό ήταν, ύστερα από τον ευλαβικό αυτό ζήλο, να βρεθεί αφθονία λειψάνων του ίδιου αγίου. Σώζονται λ.χ. εικοσιέξι κάρες του αγίου Ιουλιανού, δέκα του Ιωάννου του Βαπτιστού, έξι του αγίου Ανδρέου και δέκα εφτά κεφαλές, τριάντα εφτά σώματα του αγίου Παγκρατίου , τρία ακέραια σώματα, έξι κάρες και αμέτρητα χέρια και πόδια του αγίου Ιγνατίου, μ’ όλο που, σύμφωνα με το συναξάρι του, έγινε βορά των θηρίων. Οι πανούργοι καλόγεροι εκμεταλλεύονταν τη λαϊκή αμάθεια".
Αντιλαμβάνομαι ότι με ανάλογο ιστορικό πτωματολαγνείας να μεταβιβάζεται από τον δέκατο ένατο στον εικοστό πρώτο αιώνα ως "κανονικότητα" κληρονομικώ δικαιώματι, τα Λείψανα του Αγίου Λαζάρου ήταν καταδικασμένα εξαρχής να περάσουν σε δεύτερη μοίρα. Τι και αν κάθε ιστορικός που δεν επιθυμεί να πάθει έμφραγμα από τα γέλια, μπορεί να σας πιστοποιήσει ότι ο Λάζαρος, όχι μονάχα δεν αναστήθηκε, αλλά δεν υπήρξε καν; Αυτά είναι "ψιλά γράμματα" για ένα ποίμνιο πρόθυμο να καταπιεί οτιδήποτε αμάσητο. Ως εκ τούτου, διόλου δεν θα πρέπει να πτοήθηκε το εν λόγω ποίμνιο από την πληροφορία (εάν κι εφόσον έφθασε ποτέ σε "ώτα μη ακουόντων") ότι την αυθεντικότητα των λειψάνων του ίδιου φανταστικού προσώπου διεκδικεί, εκτός από την Κύπρο, και η Γαλλία (η απάτη σύνορα δεν γνωρίζει): ένας άγιος με δύο κεφάλια, τέσσερα χέρια και τέσσερα πόδια είναι σχεδόν αληθοφανές τέρας σε σύγκριση με τις Λερναίες Ύδρες που προαναφέραμε.
Εικάζω ότι μεγαλύτερη αίσθηση προκάλεσε στο ποίμνιο, όταν ο Αρχιμαφιόζος της Κρήτης έθεσε στον αρχιμανδρίτη Μελχισεδέκ το εύλογο ερώτημα εάν το τεμάχιο από το συγκεκριμένο λείψανο είναι "γνήσιο" ή προέρχεται από κανένα "ζώο" (σύμφωνα και με τη λαμπρή θρησκευτική μας παράδοση), η αθυρόστομη απάντηση του αρχιμανδρίτη: "Μη λες μαλακίες, ρε μαλάκα". Βλέπετε, σε μια χώρα που προσλαμβάνει την πραγματικότητα του 2025 με όρους πραγματικότητας του 1806, πάνω απ’ όλα προέχει η ευπρεπής χρήση της γλώσσας. Πιπέρι στη γλώσσα.
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr