
"Αυτό που λέμε "Σαββόπουλος” δεν υπάρχει. Ο Σαββόπουλος είναι ένας ρόλος που τον έπλασα σιγά – σιγά με τα χρόνια: Ο τύπος με τα στρόγγυλα γυαλιά, τις τιράντες, αργότερα το γενάκι, που βγαίνει στη σκηνή, φτιάχνει αυτά τα τραγούδια, κάνει σχόλια και λέει ιστορίες. Είναι ο "Σάββο” όπως τον έλεγε ο συγχωρεμένος ο Τάσος Φαληρέας. Είναι ένας άλλος. Εγώ είμαι εγώ. Χώνομαι πολλές φορές μέσα σ’ εκείνον τον άλλο. Δικός μου είναι. Χωρίς εμένα θα ήταν αέρας κοπανιστός", είναι τα λόγια του Νιόνιου που φιλοξενούνται στο οπισθόφυλλο της αυτοβιογραφίας του "Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα", η οποία κυκλοφόρησε το 2024 από τις εκδόσεις Πατάκη.

Ο Διονύσης Σαββόπουλος στο βιβλίο αυτό μοιράζεται την αλήθεια του πίσω από τον εκείνο τον "τύπο" όπως έγραψε που δημιούργησε "με τα στρογγυλά γυαλιά και τις τιράντες". Τι να προσθέσει κανείς στην αφηγηματική δεινότητα του Νιόνιου; Ας ακούσουμε τον ίδιο. "Καλή ακρόαση", μας είχε γράψει ο ίδιος στο βιβλίο του, αντιμετωπίζοντας τον αναγνώστη, περισσότερο ως ακροατή.

"Γεννήθηκα μία χαοτική ημέρα του Δεκέμβρη"
"Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη στις 2 Δεκεμβρίου του 1944. Την επομένη, 3 Δεκεμβρίου, άρχισε ή αλληλοσφαγή στην Αθήνα. Τα Δεκεμβριανά. Ο Ἐμφύλιος. Στη Θεσσαλονίκη είχαν μπει ήδη τα στρατεύματα του ΕΛΑΣ με τον στρατηγό Μάρκο Βαφειάδη. Την πολιτική διοίκηση της Θεσσαλονίκης την είχε αναλάβει το ΕΑΜ. Στη γειτονιά μας μάλιστα υπήρχε μονάδα του ΕΛΑΣ με φυλάκιο και σκοπιά. Ἄλλαζαν βάρδιες.
Στις 2 Δεκεμβρίου, την ημέρα που παραιτήθηκαν οι υπουργοί του ΕΑΜ από την κυβέρνηση, ετοιμόγεννη στο τσακ η μητέρα μου, βγήκε με όλη την οικογένεια στον δρόμο να βρουν όχημα να πάνε στο νοσοκομείο. Μα ήταν χαοτικές εκείνες οι ημέρες στη Θεσσαλονίκη. Λεωφορεία δεν υπήρχαν. Κάτι γκαζοζέν περνούσαν κατάφορτα χωρίς να σταματούν. Ἡ γιαγιά Ελισάβετ απευθύνθηκε για βοήθεια στον Ἑλασίτη που ήταν στη σκοπιά, κι αυτός έδειξε μεγάλη προθυμία...
-Βεβαίως, συντρόφισσα· αμέσως, συντρόφισσα.
Και φέρνουνε μοτοσικλέττα με καλαθούνα. Στο τιμόνι, Ἑλασίτης ορίτζιναλ, με γένια και φυσεκλίκια, που οδηγεί κατευθυνόμενος προς το μαιευτήριο και εμψυχώνει τη μητέρα μου.
-Γειά σου, συντρόφισσα! Καλή λευτεριά, συντρόφισσα!
Και ύστερα...
-Τι θα το κάνουμε το παιδί, συντρόφισσα; Κομμουνιστή θα το κάνουμε!
Σκέφτομαι ότι εκεί στα δεκαεννιά μου, στα είκοσι, βγήκε σχεδόν αληθινή η πρόβλεψη του Ἑλασίτη, αλλά αυτά θα σας τα πω μετά. Τώρα είμαστε εκεί που ὁ Ἑλασίτης μάς οδηγεί με κρότους και καπνούς στο μαιευτήριο όπου και γεννήθηκα άμα τη αφίξει.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα μέσα σε ερείπια που κρατούσαν ακόμη την αντανάκλαση ενός μεγαλείου που προϋπήρξε. Μιας Θεσσαλονίκης χριστιανών, εβραίων και μουσουλμάνων. Μιας Θεσσαλονίκης κοσμοπολίτικης. Στα χρόνια μου σώζονταν ακόμη ωραία αρχοντικά διώροφα και τριώροφα, φθαρμένα πια, σε παρακμή, με κήπους εγκαταλελειμμένους. Παγώνια περπατούσαν καμαρωτά κάπου γύρω στο σπασμένο σιντριβάνι, και γάτες αδέσποτες τριγυρνούσαν στα χορτάρια. Σε ένα τέτοιο σπίτι μέναμε. Είχε αυλή με κοτέτσι και κήπο ζουγκλοειδή, όπου η σπιτονοικοκυρά μας η κ. Ούλα είχε φέρει δυο υπέροχα ελάφια, την Ἄλη και τη Βασίλω. Μαζί τους μεγάλωνα, ενώ γύρω μας μαινόταν ὁ Ἐμφύλιος: στό διπλανό καμένο διώροφο, που ήτανε μονάδα του ΕΛΑΣ, τώρα είχε εγκατασταθεί η ΕΣΑ. Είδα μάλιστα ένα βράδυ να πηδάει από εκεί στον δικό μας κήπο μια ελαφίνα και να εξαφανίζεται σκυφτός ἀπὸ ἕνα πορτάκι στον επάνω δρόμο. Δεν το πίστευα· κατάπια τη γλώσσα μου.
Φίλοι των γονιών μου εξαφανίζονταν εν μια νυκτί. Οἱ μεγάλοι χαμήλωναν την κουβέντα ή και τη σταματούσαν απότομα όταν περνούσε πλάι τους κάποιος άγνωστος. Ὁ τόπος ήταν γεμάτος μυστικούς. Τά φώτα στο στρατοδικείο ήταν αναμμένα ως αργά. Ἕνα βράδυ ακούσαμε βιαστικά βήματα και έναν πυροβολισμό έξω από την πόρτα μας. Στράφηκα τρομαγμένος πρός τον πατέρα μου· έφερε το δάχτυλο στη χείλη: "Σσσσς!"
Μέσα σε εκείνα τα συσκοτισμένα χρόνια, τό φως για μας ήταν το φως από το καντράν του παλιού ωραίου μας ραδιοφώνου. Ὁ πατέρας το έθαβε στον κήπο στα χρόνια της Κατοχής και το ‘βγαζε κρυφά για να ακούσει BBC. Ὅταν γεννήθηκα εγώ, το ραδιόφωνο αυτό είχε πια σηκωθεί απ’ τον λάκκο και είχε τοποθετηθεί σε περίοπτη θέση στο σαλόνι, απέναντι από τη μεγάλη σόμπα, σαν ένα ωραίο ραδιόφωνο από βακελίτη, που δούλευε με λυχνίες. Τά βράδια ή οικογένεια μαζευόταν γύρω του. Διασκεδάζαμε με τις διαφημίσεις, με τις άσχετες φωνές και τά ηχητικά εφέ τους, με το μάτι της Κυριακής και τά βέβαια απολαμβάναμε τά τραγούδια. Σέ μερικά ό πατέρας δυνάμωνε τον ήχο, σαν να μας τά υποδείκνυε.
Νομίζω ότι η μουσική μας βάση, όχι μόνον η δική μου αλλά και των συνομηλίκων μου ακροατών καί δημοτέχνων, είναι το ρεπερτόριο του ραδιοφώνου της δεκαετίας ‘45-‘55. Τι έπαιζε τό ραδιόφωνο τότε; Ἀποσπάσματα ἀπὸ ὀπερέτες, τόσο ἐξεζητημένες στον κοσμοπολιτισμό τους, σάν μικρά κοριτσάκια πού φορούν τις γόβες της μαμάς και βολτάρουν όλο νάζι στο χώλ. Επίσης άρχοντορεμπέτικα του Μουζάκη και του Σουγιούλ και καλά τραγούδια φυγής, έτσι που ήτανε τότε ἡ Ἑλλάδα: "Πάμε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα", "Θα σε πάρω να φύγουμε", "Βίρα τις άγκυρες" κτλ. Θαυμάσια τραγούδια βέβαια, ύμνους της εκκλησίας την Κυριακή, και όσο κι άν φαίνεται παράξενο, ρεμπέτικα στην εκπομπή "Τί ζητούν οι στρατευμένοι μας" του σταθμού των Ἑνόπλων Δυνάμεων. Κανονικά, τα ρεμπέτικα ήταν απαγορευμένα, αλλά τα παιδιά που υπηρετούσαν στον κυβερνητικό στρατό μέσα στον Ἐμφύλιο ζητούσαν να αφιερώσουν τέτοια τραγούδια στις αρραβωνιαστικιές τους, και ο σταθμός κατ’ εξαίρεσιν τούς έκανε τό χατήρι. Ἔτσι πρωτοακούσαμε αυτό τό αριστούργημα τού Τσιτσάνη, την "Ἀρχόντισσα"
Κουράστηκα για να σέ αποκτήσω,
Ἀρχόντισσα μου, μάγισσα τρελή,
Σάν θαλασσοδαρμένος μέσ στὸ κῦμα
Παρηγοριά ζητοῦσα ὀ δόλιος στή ζωή.
Καμαρώνω πού τήν κατέκτησε. Παρακάτω όμως βλέπει πόσο άχαριστη στάθηκε απέναντι σέ τόσους καί τόσους που τά ‘δωσαν όλα, δέν ἀξιώθηκαν τίποτα ἀπὸ αὐτήν. Πολλοί ἔχασαν τή ζωή τους ἐξαιτίας της...
Πόσες καρδούλες ἔχουν μαραζώσει
Καί ἔφυγαν γιά πάντα τή ζωή,
Μπροστά στὰ ἀρχοντικά σου τὰ στολίδια
Σκλαβώθηκαν γιὰ σένα ξένοι καί Ρωμιοί.
Αὐτά δέν εἶναι λόγια γιὰ γυναῖκα, αὐτὰ τὰ λόγια ἀπευθύνονται στή Μούσα. Ἡ "Ἀρχόντισσα" εἶναι μιὰ ὠδὴ στὴ Μούσα. Εἴχαμε αἰῶνες νὰ ἀκούσουμε κάτι τέτοιο. Τό τραγουδοῦσε ὀ ἴδιος ὁ Βασίλης Τσιτσάνης με τον Ἀντώνη Ρεπάνη πάνω σέ μιὰ ἀργή, όλο ανάταση μελωδία, πού τονίζει πάντα στην άρση του μέτρου, πάνω στην εκπνοή του, έτσι που αισθάνεσαι αυτό το λαχάνιασμα τού τραγουδιού σαν ξόπλισμα για την κατάκτηση τής Μούσας", έγραψε ο Διονύσης Σαββόπουλος για τις αναμνήσεις του ως παιδί.

"Μου συνέβαιναν πράγματα ως παιδί που χαίρομαι που απαλλάχτηκα από αυτά"
"Ὅταν ἤμουν παιδί, μοῦ συνέβαιναν κάτι πράγματα, καί χαίρομαι πού ἀπαλλάχτηκα ἀπὸ αὐτά. Ἐκεῖ πού καθόμουν, ὀρθώθηκε ξαφνικὰ μπροστά μου ἕνας καλόγερος τόσο ὑψηλός, πού τό ταβάνι του ἔπεφτε στούς ὤμους καί ἀναγκαζόταν, γιὰ νὰ χωρέσει, νὰ σκύβει τόν τράχηλο καί τήν κεφαλή του, καί ἡ μακριά του γενειάδα κρεμόταν καί ἔφτανε ὡς ἐμένα. Κοιταχτήκαμε καί μετά ἐξαφανίστηκε. Δέν μοῦ ἦρθε νὰ πάω νὰ τό πῶ στή μητέρα μου, σάν αὐτὸ πού συνέβη νὰ μή λέγεται, νὰ μή τούς ἀφορᾷ.
Μιὰν ἄλλη φορά, ὁ μεγάλος μου ἀδελφός, ὁ Σαββούλης, θὰ ἔβγαινε νὰ συναντηθεί μέ τόν φίλο του τόν Σαρόγλου στή στάση. Καί βλέπω τότε τόν Σαρόγλου σάν ὁλόγραμμα νὰ βγαίνει ἀπ’ τό κέντρο τοῦ τραπεζιοῦ μπροστά μου. Τό τραπέζι δέν τόν ἔκοβε, γιατί ἦταν ἄυλος. Βουβάθηκα, δέν εἶπα τίποτε, ὥσπου ἀκούσαμε πετραδάκια στό παράθυρο. Ἦταν ὁ Σαρόγλου, πού ἦρθε νὰ πεῖ "ἄκυρον", κάτι τό ‘τυχε καί νὰ μὴν πάει μὲ τόν ἀδερφό μου στή στάση. Δέν ρώτησα νά τοῦ ‘τυχε, φοβόμουν.
Εἶχα καί κάτι ἄλλες ἰδιότητες, ἀπ’ τίς ὁποῖες εὐτυχῶς ἀπαλλάχτηκα. Ζήλευα ἕνα παιδί, καί τό παιδί ἔπεφτε. Ἀντιπαθούσα κάτι παιδιά πού μοῦ κάνανε μπούλινγκ στό διάλειμμα, καί ἐκεῖνα ἀρρωσταίνανε. Εὐτυχῶς μου φεύγαν ὅλα αὐτά ἀργότερα.
Τό 1950 θά ‘μουν ἕξι χρονών. Κόσμος ἔτρεχε στούς δρόμους. Γιατί; Μέ τραβοῦσε καί ἡ γιαγιά μου ἀπ’ τό χέρι, καί τρέχαμε κι ἐμεῖς. "Νά την! Νά την!" φώναζε τό πλῆθος. Λέγανε πώς ἔβλεπαν τήν Παναγία στίς τζαμαρίες καί στὰ παράθυρα. Ἦταν πολύ ὑποβλητικό. Ἐγώ δέν τήν ἔβλεπα, ὅμως ὅλο πού δέν ἤθελα: "Νά την! Νά την!" φώναζα κι ἐγώ.
Ἄλλες φορές σταματούσε ξαφνικά κάθε κίνηση, τά λεωφορεία φρενάρανε, καί οἱ διαβάτες στα πεζοδρόμια στέκονταν ἀκίνητοι, ὅπου εἶχε βρεθεῖ ὁ καθένας, σάν νά παίζανε τά ἀγάλματα, γιατί ἦταν Κυριακή ἀπόγευμα στον Λευκό Πύργο, καί εἴχαμε τήν ὑποστολή τής σημαίας. Ἡ μπάντα παίζει τόν Ἐθνικό Ὕμνο. Ὕστερα, ὡς διά μαγείας, σάν νά τούς νά ἔδωσε τό σύνθημα, ἡ κίνηση ξανάρχιζε, τά λεωφορεία ξεκινοῦσαν πάλι, καί οἱ κυριακάτικοι περίπατοι στή μαγική παραλία συνεχιζόταν. Λίγο παρακάτω ἄκουγες αἴφνης ἀπὸ μεγαφώνα μουσικές καί διαλόγους στὰ ἀγγλικά! Ἤμασταν στήν πλατεία Ἀριστοτέλους, πού ‘χε τέσσερις κινηματογράφους γύρω γύρω καί παίζανε. Οἱ γονεῖς καί οἱ μεγάλοι πίναν τραπεζάκια ἔξω, γκαρσόνια πηγαινοέρχονταν μέ τούς δίσκους κατάφορτους. Ἡ πλατεία ἦταν ὅλο μπαλόνια φουσκωμένα μέ ἀέριο. Ἄν σοῦ ‘φευγε τό μπαλόνι ἀπ’ τό χέρι, ἀνέβαινε κι ἀνέβαινε, κι ὅλη ἡ πλατεία ἔστρεφε τό πρόσωπο πρός τά πάνω καί τό κοίταζε ὥσπου νά χαθεῖ. Θυμᾶμαι τά φουρφούρια, φουρφούρια δέν τά λένε; Ἐδῶ στήν Ἀθήνα τά λένε μύλους. Ἄκου μύλους! Ποιός μύλος; Μουλὲν Ρούζ; Ὄχι φουρφούρι πού γυρίζει μέ τό ἀεράκι καί κάνει φούρ-φούρ, κι ὅταν τρέχει τό παιδάκι μέ τό φουρφούρι του, ἐκεῖνο στριφογυρίζει δαιμονισμένα σάν ἀεροπλανάκι, σάν νά ἀπογειώνεται. Ἐπίσης εἶχε μεγάλα ρόζ σύννεφα πού τρώγονταν. Τά λέγανε "μαλλί τής γριάς", ἀπαίσιο ὄνομα, δέν ταιριάζει καθόλου. Συννεφοῦλες ἔπρεπε νά τά λένε. "Δῶστε μου μιὰ συννεφούλα, παρακαλῶ. Ρόζ νά εἶναι".
Ἐμεῖς τά μικρὰ ἁλωνίζαμε σ’ ὅλην αὐτή τήν ἐκτεταμένη φαντασμαγορία τής πλατείας Ἀριστοτέλους, ὅλο ψηλές καμάρες καί κιονοστοιχίες, σάν βυζαντινό ἀεροπλανοφόρο πού ἔμπαινε στή θάλασσα μέ ὅλα τά μπαλόνια του φουσκωμένα, τά φουρφούρια νά γυρίζουν δαιμονισμένα, καί σμήνη περιστεριῶν νά ἀπογειώνονται αἴφνης πρός τή θάλασσα. Ζοῦσα σέ ἕναν κόσμο θαυμάτων, πού ἔφτανε μέχρι τή γειτονιά μου, μέχρι τό σπίτι μέ τά ἐλάφια.
Ἕνα ἀπόγευμα, ἐκεῖ πού παίζαμε στή γειτονιά, ἀκούμε μουσικές στή λεωφόρο. Ὅλα τά παιδιά παρακούσαμε τό παιχνίδι καί τρέξαμε. Περνοῦσε ἡ Φιλαρμονική. Οἱ ἄντρες τῆς Φιλαρμονικῆς παρήλαυναν μέ τίς στολές τους παιχνίζοντας. Ὁ μαέστρος πήγαινε μπροστά, πετώντας στόν ἀέρα τό στολισμένο ράβδο του, καί τήν ξανάπιανε ἐντός τοῦ ρυθμοῦ σάν μάγος. Τά χάλκινα λαμποκοποῦσαν στόν ἥλιο, οἱ σάλπιγγες, οἱ τρομπέτες, τά τρομπόνια, τά μεγάλα χάλκινα μπάσα... ὁ ἦχος πλούσιος ἀντανακλοῦσε στὰ παλιά διώροφα τής λεωφόρου μέ τά πεύκα. Ὁ ἦχος πολλαπλασιαζόταν, καί ὅλα λάμπανε κάτω ἀπό τόν διάφανο οὐρανό. Τά παιδιά σώπασαν, ἀλλά μόνο ἕνα βούρκωσα: ἐγώ.
Ἡ μπάντα ἔφυγε, τά παιδιά ξαναγύρισαν στο παιχνίδι, ἀλλά ἐγὼ πήγα σπίτι. Διέσχισα ἀμίλητος τό σαλόνι, πήγα στήν κουζίνα, ἀνέβηκα σέ μιά καρέκλα, πήρα δυό καπάκια ἀπὸ τούς μεγάλους τεντζερέδες τής μαμάς, πήγα στήν πίσω αυλή καί σήκωσα ἀργά ἀργὰ τά χέρια γιά νά κρούσω τά δυό καπάκια. Νόμιζα ὅτι, ἄν μιμηθώ τή μεγαλειώδη κίνηση του μουσικοῦ, θά παραχθεῖ ὁ ἴδιος πλούσιος ἦχος. Ἀντ’ αὐτοῦ, ἀκούστηκε ἕνα ἀπαίσιο "πλάφ", πού στή μουσική ὀνομάζεται ψόφος. Ἔμεινα ἐνεός.
Στό διπλανό σπίτι ἀνέβαινε τή σκάλα ὑπηρεσίας ὁ μεγάλος γιός τής γειτόνισσας, μέ εἶδε μέ δυό καπάκια στα χέρια σέ ἀνάταση:
-Τί κάνεις ἐκεῖ, Διονυσάκη; ρώτησε.
Καί ἐγὼ γιά πρώτη φορά τραύλισα· εἶπα:
-Παί-ζω μου-μου-μου-θική!
Καί μοῦ ‘μεινε.
Ὅ,τι ἔγραψα εἶναι ἕνα τραύλισμα νομίζω. Αὐτό εἶναι γιά μένα ἡ μουσική: τό θεῖο τραγούδι πού ἕνα ἀδέξιο παιδί τό λέει κομπιάζοντας, ἔχοντας στήν καρδιά τήν ἀκατόρθωτη μελωδία μιᾶς λαχτάρας γιά τελειότητα ἀπό ἕνα πλάσμα πού δέν τήν ἔχει.", σημείωσε ο ίδιος στο βιβλίο του.

Η Αριστερά και η στροφή- Με το "Κούρεμα” έκανα στροφή στη Δεξιά μπαϊλντισμένος με τον ψευτοπροοδευτισμό της εποχής και την αλαζονεία του
"Χαρίσαμε στην Αριστερά τα καλύτερά μας χρόνια. Οχι μάταια. Εφηβοι ήμασταν και αυτά ακριβώς τα χρόνια είναι που μας άνοιξαν τον δρόμο της καρδιάς και φώτισαν, εκ παραδρομής έστω, το ιερό στοιχείο της κοινωνίας που μοιραζόμαστε. Αυτά τα χρόνια και όχι οι πολιτικές τους", γράφει χαρακτηριστικά ο Σαββόπουλος, για τα χρόνια της "αθωότητας" που διαμόρφωσαν ένα πολιτικοποιημένο άνθρωπο, διανοούμενο και καλλιτέχνη.
"Με το "Κούρεμα” έκανα στροφή στη Δεξιά μπαϊλντισμένος με τον ψευτοπροοδευτισμό της εποχής και την αλαζονεία του. Ηταν ένας προοδευτισμός νεφελώδης, αντιπαραγωγικός, πολύ κουλτουριάρης και εντελώς αντιπνευματικός. Δυστυχώς, η Αριστερά αφέθηκε να παρασυρθεί από εκείνον τον φθηνιάρικο προοδευτισμό. Παλιοί Αριστεροί που, δικαιολογημένα, μισούσαν τη Δεξιά, επειδή κάποτε τους ταπείνωσε και τους ανάγκασε να υπογράψουν δηλώσεις μετανοίας, αλλά και δεν τους έφυγε ποτέ και ο ανομολόγητος θυμός τους για την ίδια τους την Αριστερά που τους έμπλεξε τότε, μόλις ξεπετάχτηκε το ΠΑΣΟΚ μετακόμισαν σύσσωμοι. Το ΠΑΣΟΚ έγινε το καταφύγιο κάθε πληγωμένου εγωισμού. Ασε δε τον λαϊκισμό του. Ηταν τόσο ακαταμάχητος, που επηρέασε βλαπτικά όλο το πολιτικό σύστημα, όλα τα κόμματα σχεδόν. Πολύς φανατισμός", εΗ ρήξη μου με το κοινό το ’88-’89 με το "Κούρεμα” στο "Zoom” της Πλάκας ήταν η σκληρότερη της ζωής μου, αλλά την άντεξα. Το ’χω κάπως σαν παράσημο… Ο κόσμος είχε πλέον ψυχρανθεί μαζί μου, είχα πια τον ανθρωποδιώχτη. Εφθασα να παίζω στο άδειο "Zoom” με καμιά εικοσαριά όλους κι όλους πελάτες, που επιπλέον δεν με άντεχαν, με προπηλάκιζαν, σηκώνονταν κι έφευγαν… Μου πετούσαν δεκάρες στη σκηνή, φώναζαν "αίσχος”, αποχωρούσαν απ’ την αίθουσα. Με πλεύριζαν έξαλλοι οδηγοί στα φανάρια και με ψέλνανε με αγριεμένο μάτι, με ξεφώνιζαν διαβάτες απ’ το απέναντι πεζοδρόμιο. Αλλοι γράφανε βρισιές στον τοίχο του σπιτιού μας, ότι είμαι προδότης, ότι πουλήθηκα…"


Η γυναίκα της ζωής του η Άσπα
"Ήταν μια περίοδος ταλαιπωρίας, αλλά κάθε εμπόδιο σε καλό. Γιατί έτσι γνώρισα την γυναίκα που θα γινόταν η γυναίκα της ζωής μου. Ήταν μαθήτρια της τρίτης λυκείου τότε. Αμίλητη και κλειστή σαν όστρακο. Και τόσο όμορφη, που το βράδυ φωσφόριζε. Αλλά εγώ τότε τρέκλιζα ακόμη και μια με τους μπάφους, μια με τις απογοητεύσεις, δεν καταλάβαινα τον ρόλο που θα έπαιζε στη ζωή μου αυτό το πλάσμα.

Η μαθήτρια θα γινόταν η Ασπούλα, η γυναίκα μου εδώ και πενήντα επτά χρόνια, αλλά τότε, Άνοιξη του ‘67, εγώ ήμουν αλλού ντ’ αλλού, μου είχαν κολλήσει διάφορες έμμονες ιδέες. Αποφάσισα ότι ο κάλος στη φωνή δε θα φύγει ποτέ. "Θα φύγω από τα τραγούδια", σκεφτόμουν, δε με ενδιαφέρουν πια. Θα βγάλω ναυτικό να μπαρκάρω, να θαλασσοπνιγώ".
Περνούσε λίγος καιρός κι έξαφνα τρελαινόμουν αλλιώς. "Ναι! Να μπαρκάρω, να γνωρίσω καινούριους τόπους, μακρινές πόλεις, να γνωρίσω γυναίκες πολλές, να μάθω πολλές γλώσσες, να κάνω πολλά παιδιά, να έχω παιδιά σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης", γράφει ο Διονύσης Σαββόπουλος.

"Τέτοια ονειρευόμουν και ξαφνικά ξυπνάω και είναι πάνω μου μια αρκούδα από τη Γορτυνία και με βαράει να ομολογήσω, διότι είμαστε στη χούντα πλέον και με έχουν τώρα στην ταράτσα στην Μπουμπουλίνας/"(….) Την άλλη μέρα με βρήκε επιτέλους η Άσπα. Όλοι μου οι φίλοι και οι φιλενάδες είχαν εξαφανιστεί. Δικαιολογημένα, αλλά η Άσπα έφαγε τον κόσμο, να με βρει και τώρα άρχισε να έρχεται κάθε μέρα στην ουρά, να μου φέρνει φαγητό.
Στην ουρά στέκονταν συγγενείς των πολιτικών κρατουμένων: τσεμπέρια, μακριά φουστάνια, ταγάρια, σαν χήρες και ορφανά από τον Εμφύλιο, ενώ η δική μου έλαμπε. Χειλάκια μεταξωτά, ματάκια μωβ, μίνι φούστα. Δεκαεφτά χρονών κορίτσι ήταν. Μου έφερνε το καλύτερο φαγητό κάθε μέρα, από το ”Select” πήγαινε και το αγόραζε", επισημαίνει σε άλλο σημείο της αυτοβιογραφίας του.

"Με την Άσπα καλά ταιριάξαμε. Κοντεύουμε εξήντα χρόνια παντρεμένοι. Τη θέλω ακόμα"
Και με την Άσπα καλά ταιριάξαμε. Κοντεύουμε εξήντα χρόνια παντρεμένοι. Ισόβια να μας είχαν καταδικάσει, θα μας είχαν πια αφήσει. Αλλά όχι. Τη θέλω ακόμα.
"Πώς είναι να είσαι παντρεμένος τόσα χρόνια;", μας ρωτάνε. "Σκεφθήκατε ποτέ να χωρίσετε;" "Όχι!" λέει αμέσως η Άσπα. Εγώ όμως λέω: " Αχ, Άσπα μου, το σκεφτήκαμε πολλές φορές, γλυκιά μου".
Μερικές φορές κοντέψαμε, αλλά ξαναπέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Κι άλλοτε ήταν μέρες που έπεφτε πάλι βαριά επάνω μας η ταφόπλακα της καθημερινότητας. Δούλευα σε κλαμπ γεμάτα από νεαρές γυναίκες, σεξουαλικά πρόθυμες και επιπλέον ερωτευμένες με τον πρωταγωνιστή. Αισθανόμουν σαν μικρό παιδί που το βάζεις σε ένα δωμάτιο όπου τρέχουν τρενάκια, ρομπότ που μιλάνε, ένα σωρό λουσάτα παιχνίδια, αλλά δεν έπρεπε να αγγίξω τίποτα. Μόνο να βλέπω. Παντρειές μου ήθελες…" σκεφτόμουνα, "να τώρα!”.
Της το χρέωνα ο γελοίος. Μα κι αν μπήκα στον πειρασμό κι αν εξόκειλα καμιά φορά, της το ομολόγησα. Δεν μπορώ να κρατάω μυστικά απ’ τη γυναίκα μου. Με πνίγουν. Τι να κάνω; Της τα λέω όλα. Εξάλλου, άνδρας είμαι, δεν είχα κανένα ελαφρυντικό; Όχι, δεν είχα κανένα ελαφρυντικό. Το άκουγα στην παγερή σιωπή της. Το έβλεπα σ’ αυτό το παγερό πράσινο στο βλέμμα της.
Ήμουν ένα πατριαρχικός τύπος που βασανιζόταν απ’ την ίδια του την πατριαρχικότητα. Έτσι ήμουν τότε. Βουλιάζαμε. Απομακρυνόμασταν και δεν το ομολογούσαμε, για να μην απομακρυνθούμε ακόμα περισσότερο. Το κλαμπ έκλεινε κατά τις τρεις. Δεν μπορούσα να πάω να κοιμηθώ, έπρεπε να σβήσω μηχανές. Πήγαινα με τους μουσικούς για καμιά μακαρονάδα, κανένα ποτό και γυρνούσα σπίτι ξημερώματα.
Αργούσα, κι εσύ μωρό μου, έπαιρνες τηλέφωνο τα στέκια. Σε είχαν μάθει πια όλα τα μπαρ. "Όχι, κυρία Σαββοπούλου, δε φάνηκε απόψε κύριος Διονύσης”. Ξυπνούσα το απομεσήμερο. Εσύ μαγείρευες και περίμενες τα παιδιά να γυρίσουν από το σχολείο, και εγώ κλεινόμουν στο γραφείο με τα ακουστικά και όλο κάτι έγραφα, ανίκανος να μπω στη θέση σου έστω για λίγο. Ήσουν νέα, ήσουν μόνη. Τα βράδια που δεν δούλευα καθόμασταν όλοι να φάμε, αμίλητοι. Υπήρχε μια βουβή ένταση στο σπίτι, ύστερα τα παιδιά κοιμόντουσαν, κι εμείς πέφταμε στο κρεβάτι και αγκαλιαζόμασταν σαν ναυαγοί, σαν δύο πλάσματα που γυρεύουν τη σωτηρία τους το ένα μέσα στο άλλο.
Όσο να’ ναι, πάντα βοηθάει αυτό. Σιγά μη βοηθάει. Μας ξεφύτρωσε ένας τζιτζιφιόγκος κάποια στιγμή. Που σ’ έχανα, που σ’ έβρισκα πότε με τον τζιτζιτζοφιογκο στο τηλέφωνο, πότε "πήγαμε μια βόλτα", πότε "να τον καλέσουμε στο σπίτι μας, Διονύση μου, γιατί χωρίζει κι είναι πολύ μόνος". Όλο κάτι τέτοια.
Ένα απόγευμα που ανεβήκαμε στην Κηφισιά κι πέσαμε πάνω του, τον προσπέρασες στην ψύχρα, χωρίς καν να τον χαιρετήσεις. Κι εκείνος το ίδιο. Κοκκίνισε κιόλας. Έσκυψε το κεφάλι του. Μούγγα κι οι δυο σας.
-Έγινε κάτι; σε ρώτησα.
– Όχι.
-Και γιατί δεν τον χαιρέτησες;
-Δεν τον είδα (!)
-Συνέβη κάτι μεταξύ σας;
-Δεν τον είδα, σου λέω!
Δεν την ξαναρώτησα. Ύστερα μέλι-γάλα. Κι όταν πήραμε και το σπίτι στο Πήλιο κι εσύ ανέλαβες να το φτιάξεις, ήσουν μες στην τρελή χαρά. Ποτέ δεν σε είδα τόσο ευτυχισμένη ρε Ασπουλα. Τέλειο το είχες φτιάξει. Ήταν το πρώτο δικό μας σπίτι. Στην Αθήνα, ακόμα στο ενοίκιο ήμασταν. Αλλά χρόνια μετά, στα Τραπεζάκια έξω, τι μας βρήκε πάλι;
Εν τω μεταξύ, τα Τραπεζάκια πούλησαν εκατό χιλιάδες αντίτυπα μέσα στην πρώτη βδομάδα και συνέχιζαν. Γκραν σουξέ! Μήπως καβάλησα κανένα καλάμι και σ’ άφησα πίσω; Ένιωσες σαν να σ’ έφτυνα πάλι; Σιωπούσες. Καθόσουν αμίλητη και ρεμβαστική. Σε ρώτησα:
-Τι τρέχει;
-Τίποτα
Σιωπή…
Εγώ γνώρισα μια κοπέλα απ’ τη δουλειά. Ωραία, χαρούμενη και με ταλέντο. Η κουβέντα μαζί της ήταν απόλαυση. Βγαίναμε και οι τρεις μας αλλά εσύ πάντα δυσφορούσες. Κι από που ξεφύτρωσε εκείνος ο φουσκωτός που μας κουβάλησες στην παρέα ένα βράδυ; Κάθε τρεις και λίγο "να πάρουμε μαζί μας και τον Μπόμπ, είναι πολύ καλός για παρέα". Μια άλλη φορά σ’ ένα συνέδριο που ήμουν κοτζάμ ομιλητής, μου’ρθες καθυστερημένη:
-Άργησα; Τελειώσατε; Βρήκα τον Μπόμπ στο δρόμο και τσιμπήσαμε κάτι έξω.
Ασορτί με τον άνεμο της Αλλαγής, η Ασπούλα! Επιστρατεύτηκαν κι όλες οι φιλενάδες. Μαζευόσασταν και "Ψου, ψου, ψου" για τον Μπόμπο και "κακακα" τα γέλια. Με παίρνανε τηλέφωνο όλες μαζί: "Είπε η Ασπα δεν θα’ρθουμε στο πρώτο μέρος της παράστασης που το είχαμε πρόγραμμα, θα’ ρθουμε στο διάλειμμα για το δεύτερο μέρος". Πάει όμως το διάλειμμα, πάει και το δεύτερο μέρος, τελείωσε κι η παράσταση, κι ούτε Άσπα, ούτε κολλητές. Μου τηλεφωνήσατε να έρθω να σας βρω κατευθείαν στον "Ηριδανό". Ήρθα και σας βλέπω γύρω γύρω από τον Μπόμπο, εκείνος καμαρωτός κι αγέρωχος κι εσείς όλο χαριτωμενιές πια.
Εγκατέστησα τότε και εγώ στις καθημερινές συναναστροφές μας την χαρούμενη και ομιλητική συνάδελφο, που ήταν σοβαρή γυναίκα και μ’ άρεζε. Ήμαστε πάτσι. Ναι, αλλά ήμασταν με τα καλά μας; Η λες να μας τρέλανε και τους δυο μας στο ΠΑΣΟΚ; Από ποιά τρύπα θέλαμε να βγούμε; Από τι ήμασταν απόκληροι; Θέλησα να τα συζητήσουμε όλα αυτά. Τι μας συμβαίνει;
"Τίποτα", μου απάντησες. Σιωπή πάλι. Αυτή βουβαμάρα σου μου την έσπαγε τελείως ρε Άσπα. Καλά σε έλεγε "Μουγκοθόδωρο" η αδερφή σου όταν ήσασταν μικρές. Είμαι άνθρωπος του μπλα-μπλά. Άνθρωπος της αφήγησης, της εξομολόγησης. Ο μακαρίτης ο Ιωάννου έλεγε: " Η εξομολόγηση είναι μεγάλη παρηγοριά της ψυχής". Δεν την αντέχω τη σιωπή σου, μωρό μου. Δεν αντέχω πια να είσαι ολόκληρη ένα αίνιγμα.
"Ο σύντομος χωρισμός"
Έριξα μερικά ρούχα σε μία βαλίτσα και σε απαράτησα, κι εσένα και τα καλά σου και το σπίτι. Έπιασα δωμάτιο στο ξενοδοχείο. Πέρασαν μήνες. Άλλες παρέες έκανα εγώ, άλλες εσύ. Δε βλεπόμασταν. Μια φορά μόνο, που ήρθες ξαφνικά στο ξενοδοχείο και κάναμε έρωτα. Αλλά ήταν πολύ λυπημένο εκείνο το σμίξιμό μας, πουλάκι μου. Πολύ λυπημένο… Ύστερα πέρασαν πάλι μήνες.
Και ξαφνικά ξυπνάω ένα πρωί και μου έλειπες φρικτά! Μου έλειπαν τα μάτια σου, μου έλειπε η φωνή σου. Ήσουν στο Πήλιο. Άρπαξα ένα ταξί μπροστά από την πλατεία και ήρθα κατευθείαν επάνω. Τα παιδιά ήταν στην κατασκήνωση του σχολείου τους, θυμάμαι. Τα είπαμε, τα ξομολογηθήκαμε, τρομάξαμε με τα ίδια μας τα λόγια, σπάσαμε ποτήρια, σπάσαμε πιάτα, ώσπου σπάσαμε κι εμείς οι ίδιοι, κι ανοίξαμε τις ψυχές μας επιτέλους μαζί με τις μελανιές τους.
Και ύστερα, όπως απότομα τελειώνει καταιγίδα, και η θάλασσα, που τόση ώρα μαινόταν, βγάζει τώρα προβατάκια και ηρεμεί σιγά-σιγά, έτσι κι εμείς χαμηλώσαμε τα κεφαλάκια μας, και αμίλητοι και χαζούληδες πια γυρίσαμε στην Αθήνα.
Κοντεύουν σαράντα χρόνια από τότε.
Και συνεχίζουμε εν πλω, κοιτώντας πίσω τον αφρό ώσπου η ζωή να βασιλέψει, εγώ θα σ’ αγαπώ".

Η μάχη με τον καρκίνο
Τον Μάρτιο του 2020 ήταν που έλαβε τη διάγνωση:
"Μια και είχα χρόνο στη διάθεσή μου, πήγα να δω τους γιατρούς, γιατί είχα κάτι ενοχλήσεις. Στις εξετάσεις διαπιστώθηκε καρκίνος στον πνεύμονα. Έτσι ξαφνικά; Όχι και τόσο ξαφνικά. Όλο γκούχου-γκούχου ήμουν το τελευταίο διάστημα, πάνω από πενήντα χρόνια καπνίζω, και σάς το λέω αυτό για προσέχετε, να ‘χετε το νου σας, κι αν -ο μη γένοιτο- σάς συμβεί, μη φοβηθείτε, αντιμετωπίστε το, κι έχει ο Θεός. Μού αφαίρεσαν μισό πνευμόνι, κι ύστερα μπήκα σε κάποιες θεραπείες, που όσο να ΄ναι έχουν τις παρενέργειές τους. Κόπωση βασικά. Μια αίσθηση μεγάλη αδυναμία" εξομολογείται ο ίδιος στο βιβλίο.
"Παραμέρισα τη σκιά της αρρώστιας" περιγράφει, καθώς συνέχισε κανονικά στους καλλιτεχνικούς ρυθμούς που είχε συνηθίσει.

"Εκεί κατά την άνοιξη (2022), φαίνεται πως την πάτησα. Ενώ έκανα τις ανοσοθεραπείες μου κανονικά στο νοσοκομείο, μού ζήτησαν απ’ την Κύπρο να δώσω μερικές συναυλίες για τα εκατό χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Δεν μού ήταν δυνατό ν΄ αρνηθώ. Πήραμε όλες τις προφυλάξεις και κατεβήκαμε με τον Γιώτη Κιουρτσόγλου στο νησί. Εγώ πάντα μάσκα φορούσα… Και μόλις γύρισα, έπεσα στο κρεβάτι με υψηλό πυρετό. Φωνάξαμε γιατρό. ”Γρήγορα στο νοσοκομείο με ασθενοφόρο!” διέταξε. Είχα φορτωθεί με κορωνοϊό. Ήμουν που ήμουν αδύναμος απ’ τις θεραπείες, άρπαξα και τον ιό στο αεροπλάνο, διότι τα αεροπλάνα είναι θάλαμοι αερίων, και να το αποτέλεσμα."

Σε άλλο σημείο του βιβλίου ο σπουδαίος καλλιτέχνης διηγήθηκε: "Κάναν σύσκεψη από πάνω μου οι γιατροί, μήπως πρέπει να μπω στην εντατική λόγω δύσπνοιας, Μεγάλη Εβδομάδα ήταν. Αποφάσισαν να περιμένουν λίγο. Μού βάλαν ορό στη φλέβα, μάσκα οξυγόνου, και με πλάκωσαν στα φάρμακα, με μεγάλες δόσεις Lasix.Ξυπνώ ένα βράδυ μούσκεμα. Είχα βρέξει εσώρουχα πιτζάμες, σεντόνια, χάλια τα ‘χα κάνει. Τώρα; Πρέπει να φωνάξω τις νοσοκόμες; Πρέπει να με δουν έτσι; Είμαι ο… ο Σαββόπουλος. Δεν γίνεται.
Γίνεται! Τι άλλο να έκανα, χτύπησα το κουδούνι. Κατέφθασε πρώτα η μία, είδε τί έγινε και φώναξε και τις άλλες. Ανέκφραστες και άψογες όλες τους:
Σηκωθείτε, κύριε Σαββόπουλε.
Να γδυθώ; Έβγαλα αμήχανος τις πυτζάμες. Με ελέγξανε:
Βγάλτε και τα εσώρουχά σας.
Τα ‘βγαλα και στάθηκα στη γωνιά ντροπιασμένος, κρύβοντας με τις παλάμες μου ό,τι μπορούσα. Ένας γυμνοσάλιαγκας ήμουν, ένα τίποτα.
Κι όπως ήμουν έτσι ν΄ ανοίξει η γη να με καταπιεί, ένιωσα ξάφνου σαν να μην έχει σημασία πια, σα ‘να φυγε ένα βάρος από πάνω μου, ανάσανα, κι αφέθηκα στα χέρια των γυναικών. Με πλύνανε, μού βγάλαν να φορέσω καινούργιες πιτζάμες, με ξάπλωσαν στα καθαρά σεντόνια και με σκέπασαν.
Χρόνια πολλά, μού είπαν φεύγοντας οι αδελφές. Είχε έρθει το Πάσχα"
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr