Στην τελική ευθεία βρίσκονται οι διαπραγματεύσεις Αθήνας-τεχνικών κλιμακίων για την οριστικοποίηση του κλεισίματος της πρώτης αξιολόγησης και την επικύρωσή της στο Eurogroup της 24ης Μαΐου.
Παρά την αισιοδοξία που εκπέμπουν τις τελευταίες ημέρες κυβερνητικά στελέχη με δημόσιες παρεμβάσεις τους – με προεξάρχουσα τη δήλωση του Αλέξη Τσίπρα ότι η Ελλάδα θα ξαναβγεί στις αγορές το 2017- τα δύο μεγάλα «αγκάθια» της συμφωνίας φαίνεται πως παραμένουν.
Την ίδια στιγμή αίσθηση προκαλούν οι δηλώσεις του αντιπροέδρου της Κομισιόν Βάλντις Ντομπρόβσκις στην «Καθημερινή της Κυριακής» ότι η ελληνική κυβέρνηση ήταν εκείνη που επέλεξε τις αυξήσεις φόρων αντί για τις μειώσεις δαπανών. «Κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεών μας με την ελληνική κυβέρνηση, τονίζαμε ότι οι μειώσεις δαπανών θα επηρέαζαν λιγότερο την ανάπτυξη από τις αυξήσεις φόρων, τις οποίες επέλεξε η ελληνική κυβέρνηση και είχαμε μια σειρά από μελέτες που υποστήριζαν αυτό το επιχείρημα. Στο τέλος όμως οι ελληνικές αρχές πρέπει να αποφασίσουν τα μέτρα. Η ελληνική κυβέρνηση είχε ισχυρή προτίμηση στο να αυξηθούν οι φόροι και όχι να μειωθούν οι δαπάνες».
Ο ίδιος σημείωσε πως τα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα για το χρέος δεν θα έχουν ολοκληρωθεί μέχρι το Eurogroup της 24ης Μαΐου, ωστόσο επεσήμανε πως οι ευρωπαϊκοί θεσμοί αποσυνδέουν τη συμφωνία για το χρέος από την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Διευκρινίζει πάντως πως για να διασφαλιστεί η συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα, απαιτεί έναν οδικό χάρτη για την ελάφρυνση του χρέους.
Τι θα γίνει με τον δημοσιονομικό «κόφτη»
Στο θέμα του περίφημου «κόφτη», του αυτόματου μηχανισμού δημοσιονομικής διόρθωσης, που θα ενεργοποιείται αυτόματα στην περίπτωση που υπάρχουν ενδείξεις ότι δεν επιτυγχάνονται οι στόχοι για πρωτογενές πλεόνασμα, η Αθήνα μοιάζει εγκλωβισμένη στις πιέσεις τόσο των ευρωπαίων όσο και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου να αρχίζουν οι περικοπές από μισθούς και συντάξεις αλλά και να έχει το κουαρτέτο τον πρώτο λόγο για τον καθορισμό του μίγματος μέτρων, αν αυτά εν τέλει ληφθούν.
Έτσι, ουσιαστικά, το Μέγαρο Μαξίμου θα βρεθεί αντιμέτωπο με τις δεσμεύσεις του για διατήρηση του σημερινού ύψους των μισθών και των συντάξεων καθώς θεωρείται δεδομένο ότι θα περιλαμβάνονται ως πρώτη επιλογή για την αυτόματη μείωση των δαπανών σε περίπτωση απόκλισης.
Τα ερωτήματα που μένουν ακόμη ανοιχτά είναι πολλά και αφορούν, μεταξύ άλλων, και τον ακριβή τρόπο με τον οποίο θα τίθεται σε κίνηση ο μηχανισμός αλλά και το ποιος θα έχει την «ιδιοκτησία» του. Τουτέστιν ποιος αλλά κυρίως πότε θα αποφασίζει ότι υπάρχουν ή δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι ο προϋπολογισμός εκτροχιάζεται.
Ένα βασικό ζήτημα αφορά τον χρόνο κατά τον οποίο θα κριθεί για πρώτη φορά εάν υπάρχει χρεία ενεργοποίησης του μηχανισμού. Και μπορεί ο έλληνας υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος να δήλωσε μετά το πέρας του τελευταίου Eurogroup ότι τα στοιχεία που θα χρησιμοποιούνται ως βάση θα είναι εκείνα της Eurostat, προσδιορίζοντας έτσι εμμέσως τον Μάιο ως το μήνα που θα εξετάζεται η πορεία των δημοσιονομικών στόχων, ωστόσο πολλοί είναι εκείνοι που εκτιμούν ότι κάτι τέτοιο δύσκολα θα γίνει δεκτό από τους Θεσμούς. Και τούτο διότι στην περίπτωση αυτή, η πρώτη εκτίμηση θα γίνει σε ένα χρόνο από τώρα, κάτι που θα εύλογα θα δημιουργούσε έντονη ανησυχία στους δανειστές.
Μακριά ΗΠΑ-ΕΕ για το ελληνικό χρέος
Εγκλωβισμένη μοιάζει ωστόσο η Αθήνα και στο θέμα του χρέους, αυτή τη φορά ανάμεσα στην αντιπαράθεση ανάμεσα στη Ουάσινγκτον και το Βερολίνο, καθώς οι δύο πλευρές του Ατλαντικού δείχνουν να βρίσκονται πιο μακριά από ποτέ σε ότι αφορά τον χειρισμό του ελληνικού χρέους. Οι διαφωνίες με το ΔΝΤ έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι το Βερολίνο, ενόψει και των εκλογών στη Γερμανία το 2017, δεν φαίνεται προς το παρόν διατεθειμένο για πολιτικούς λόγους να προχωρήσει σε αυτή τη φάση σε μια δραστική ελάφρυνση του χρέους -όπως ζητά το Ταμείο- και θέλει να μεταφέρει τις όποιες αποφάσεις για μετά το 2018.
Ενδεικτικές του κλίματος που επικρατεί στη Γερμανία είναι και οι δηλώσεις του Κλέμενς Φουέστ, διαδόχου του Χανς-Βέρνερ Ζιν στην ηγεσία του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών Ifo του Μονάχου και μέλους της Επιτροπής «Σοφών» της γερμανικής οικονομίας. Το κεντρικό πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι το χρέος, αλλά η έλλειψη σχεδίου ανάπτυξης και στήριξης των μεταρρυθμίσεων, ανέφερε σε συνέντευξή του στην «Rheinische Post». Ο ίδιος υποστήριξε ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει τηρήσει τις δεσμεύσεις του περασμένου καλοκαιριού, ενώ χαρακτήρισε λάθος το ενδεχόμενο παραχωρήσεων λόγω της προσφυγικής κρίσης.
«Οι υποσχέσεις του περασμένου καλοκαιριού δεν έχουν τηρηθεί. Ταυτόχρονα γίνεται διαπραγμάτευση για την εκταμίευση των επόμενων δόσεων, ακόμη και για μια άφεση χρέους. Το θέμα δεν είναι το δανειακό πρόγραμμα για την Ελλάδα, αλλά οι μεταβιβάσεις. Η ελληνική κυβέρνηση γνωρίζει ότι οι πιστωτές θα υποχωρούν ξανά και ξανά, ανεξαρτήτως του αν η Ελλάδα τηρεί τις δεσμεύσεις της ή όχι», ανέφερε ο κ. Φούεστ, ενώ κληθείς να σχολιάσει τη στάση του ΔΝΤ σε ό,τι αφορά την ανάγκη ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, απάντησε: «Το κεντρικό πρόβλημα δεν είναι το χρέος. Το πρόβλημα είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει σχέδιο για την δημιουργία συνθηκών φιλικών για την ανάπτυξη και ότι δεν στηρίζει τις μεταρρυθμίσεις που ζητούν οι χώρες-δανειστές».
Οι δηλώσεις Φουέστ έρχονται λίγες ώρες μετά την ηχηρή παρέμβαση των ΗΠΑ, βασικού μέλους του ΔΝΤ, για το θέμα της ανάγκης ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους.
«Η ελάφρυνση του ελληνικού χρέους αποτελεί ένα σημείο κλειδί των συζητήσεων. Η ώρα για αυτό είναι τώρα» σημείωσε ο αμερικανός υπουργός Οικονομικών Τζακ Λιου την Παρασκευή και πρόσθεσε: «Μια νέα κρίση για την ελληνική διάσωση θα ήταν κακή για την παγκόσμια οικονομία».
«Εάν η ελάφρυνση του χρέους εξακολουθεί να εξαρτάται από όρους και προϋποθέσεις το 2019 αυτό δεν καλύπτει τις ανάγκες του Ταμείου» ξεκαθάρισε την Παρασκευή υψηλόβαθμο στέλεχος του ΔΝΤ, σύμφωνα με το MNI. Όπως ανέφερε η πηγή που μίλησε στο γερμανικό πρακτορείο, το ΔΝΤ ζητά περισσότερες εγγυήσεις για το θέμα του ελληνικού χρεόυς: «Με λίγα λόγια, η πρόταση των Ευρωπαίων δεν είναι αρκετή για το ΔΝΤ. Το Ταμείο. Για να συμμετάσχει στο πρόγραμμα, χρειάζεται την απόλυτη διαβεβαίωση ότι το ύψος της ελάφρυνσης του χρέους θα είναι αρκετό ώστε να εγγυηθεί η βιωσιμότητά του μέχρι το τέλος του προγράμματος το 2018» τονίζει το ΜΝΙ.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η DW, τα μέτρα που συζητούν οι Ευρωπαίοι είναι περισσότερο διαχειριστικού χαρακτήρα βραχυπρόθεσμα, ενώ μεσοπρόθεσμα προβλέπουν μια επιμήκυνση των περιόδων αποπληρωμής και χάριτος των δανείων και μια περαιτέρω μικρή μείωση των επιτοκίων. Οι Ευρωπαίοι παραπέμπουν τα μακροπρόθεσμα μέτρα για τη βιωσιμότητα του χρέους μετά το 2018, επιδιώκοντας να επανεξεταστεί η κατάσταση με τη λήξη του παρόντος προγράμματος. Από την πλευρά του το ΔΝΤ δεν συμφωνεί με αυτή την προσέγγιση ζητώντας άμεσα μέτρα που θα δίνουν λύση για τα επόμενα 30-40 χρόνια, ώστε οι αγορές και οι επενδυτές να γνωρίζουν ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο.
Τι λέει η Αθήνα
Εν τω μεταξύ, η Αθήνα επιδιώκει να εκπέμψει μηνύματα αισιοδοξίας, με τον έλληνα πρωθυπουργό να δηλώνει ότι «εάν πετύχουμε αυτό που επιδιώκουμε για το χρέος, θα βγούμε στις αγορές το 2017».
«Η ελληνική κυβέρνηση επιδιώκει μια λύση που θα πληροί συγκεκριμένα κριτήρια, μεταξύ αυτών είναι το κριτήριο της οικονομικής βιωσιμότητας» ανέφερε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γιάννης Δραγασάκης σε συνέντευξή του και πρόσθεσε: «Ο διακανονισμός θα πρέπει να διευκολύνει την έξοδο της χώρας στις αγορές την επόμενη χρονιά».
Την ίδια στιγμή πάντως η Αθήνα δείχνει να κάνει βήματα επαναπροσέγγισης του ΔΝΤ, μετά την ρητορική «υψηλών τόνων» της τελευταίας περιόδου. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στις ΗΠΑ, ο υπουργός Επικρατείας Νίκος Παππάς δήλωσε ότι το ΔΝΤ αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του ελληνικού προγράμματος. Νωρίτερα, σε συνέντευξή του στην αμερικανική εφημερίδα Wall Street Journal, είχε δηλώσει πως η Ελλάδα δεν θα αποδεχθεί μια νέα συμφωνία χωρίς να υπάρξει συγκεκριμένη διευθέτηση για την ελάφρυνση του χρέους.