Η υπόθεση με την Κιβωτό του Κόσμου έφερε ξανά στην επιφάνεια το θέμα της αποϊδρυματοποίησης των παιδιών, και των συνθηκών διαβίωσης τους σε ιδρύματα.
Τι σημαίνει για ένα παιδί να εγκαταλείπεται από τους γονείς του και να μεγαλώνει σε ένα ίδρυμα; Καταλληλότερος ίσως για να απαντήσει είναι ένας άνθρωπος που το βίωσε.
Γι΄αυτό ζήτησα από το γνωστό συγγραφέα και πρώην βουλευτή Πέτρο Τατσόπουλο να κάνουμε αυτή τη συνέντευξη, για να ξετυλίξουμε μαζί εκ νέου την ιστορία της ζωής του και τις εμπειρίες που του δημιούργησε η περιπέτεια της υιοθεσίας του. Όταν καθίσαμε στο σαλόνι του σπιτιού του, μία φράση του στην εισαγωγή της συζήτησης μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Μου είπε ότι η εγκατάλειψη ενός παιδιού σε ένα ίδρυμα μπορεί να είναι και δώρο για το παιδί. Θα εξηγήσει στη συνέχεια τι και πώς το εννοεί. Ωστόσο πάμε να πιάσουμε την ιστορία από την αρχή.
Οι μνήμες του Πέτρου Τατσόπουλου ξεκινάνε μετά τα πέντε του χρόνια, άρα δεν έχει ο ίδιος μνήμες από τη ζωή του στο ίδρυμα.
"Λόγω της έλλειψης μνήμης που έχουμε όλοι μας . Δεν ξέρω αν αυτές οι μνήμες είναι ίσως στο υποσυνείδητο απωθημένες πάντως δεν τις έχω.
"Γεννιέμαι στις 23 Δεκεμβρίου του 1959 στην Κρήτη, ένα παιδί εκτός γάμου." Εξώγαμο παιδί αγνώστου πατρός που μέχρι και σήμερα δεν ξέρει ποιος είναι ο πατέρας του .
"Η βιολογική μου μητέρα έχει συνολικά πέντε παιδιά από τρεις άνδρες. Κρατάει κοντά της το ένα μόνο. Εμένα που ήμουν ο πρωτότοκος και εκτός γάμου με δίνει κατευθείαν στο ίδρυμα στο ΠΙΚΠΑ.
Δόθηκα γιατί ο πρώτος σύζυγος της μητέρας μου δεν ήθελε να έχει νόθο παιδί στην οικογένεια. Δόθηκα ως προϋπόθεση για να την παντρευτεί.
Άρα κοινωνικά ήμουν πολύ επιβαρημένος και για την εποχή και για την Κρήτη. Κατ΄ αυτή την έννοια θεωρώ τη μάνα μου πολύ γενναία που επέλεξε να με γεννήσει και όχι να με ρίξει που θα της ήταν πιο εύκολο.”
Εκεί λοιπόν χωρίζει ο δρόμος του με την βιολογική του μητέρα. Μένει τρία χρόνια στο ΠΙΚΠΑ και μετά τον παίρνει μια ανάδοχη οικογένεια, η οικογένεια Χριστοδούλου που μένει στον Κορυδαλλό.
"Αρχίζω να έχω μνήμες μέσα από την οικογένεια Χριστοδούλου που την θεωρώ την βιολογική μου οικογένεια. Τους αποκαλώ μαμά και μπαμπά. Είναι μια λαϊκή οικογένεια στον Κορυδαλλό.
Εκεί μένω μέχρι τα οκτώ μου χρόνια, όπου και υιοθετούμαι πια από την οικογένεια Τατσόπουλου. Μια μεσοαστική οικογένεια, ο πατέρας αξιωματικός της χωροφυλακής και η μητέρα δασκάλα”.
Ερ.: Ήθελες να φύγεις ή ήθελες να μείνεις στους Χριστοδούλου;
¨Κανένα παιδάκι δεν θέλει να φεύγει από την οικογένειά του. Οχι δεν ήθελα να φύγω. Και όταν έφυγα, οι καινούριοι μου γονείς έπρεπε να μου εξηγήσουν κάποια πράγματα. Επρεπε να μου δικαιολογήσουν παραδείγματος χάρη ότι ήταν μεγάλοι σε ηλικία. 48 η μάνα μου και πάνω από 50 ο πατέρας μου. Απαγορευτικές ηλικίες σε εκείνη την εποχή για να αποκτήσεις παιδί. Δεύτερο παράδοξο που έπρεπε να μου εξηγήσουν ήταν ότι δεν υπήρχε καμιά φωτογραφία μου κάτω από οχτώ χρονών. Μου είχαν πει ότι τις είχαν όλες σε ένα μπαούλο και αυτό το μπαούλο χάθηκε.
Το τρίτο και σπουδαιότερο ήταν ότι δεν τους θυμόμουν καθόλου ως γονείς. Τέσσερα χρόνια πού ήταν; Μου είπαν ότι επειδή ήταν και οι δύο δημόσιοι υπάλληλοι τους μετέφεραν σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας και έτσι με άφησαν αναγκαστικά στην οικογένεια Χριστοδούλου μέχρι να επιστρέψουν ξανά στην Αθήνα.Πρέπει να πω ακόμα ότι τον ανάδοχο πατέρα μου τον έλεγαν Πέτρο. Στην Ελλάδα δε συνηθίζεται καθόλου να παίρνεις το όνομα του πατέρα σου ενώ τα ονόματα των παππούδων από την πλευρά των Τατσόπουλων ήταν Κωνσταντίνος και Δημήτρης. Άρα ακόμη ένα περίεργο”.
Ο Πέτρος Τατσόπουλος το πίστεψε όπως λέει γιατί υπήρχε και ένα απίστευτο μπαράζ δωροδοκίας με παιχνίδια και πολύ ωραία συμπεριφορά.
"Επί της ουσίας πήγα σε μια άλλη τάξη από μια λαϊκή οικογένεια σε μια μεσοαστική οικογένεια. Οπότε όλο αυτό άρχισα να το πιστεύω. Κάποια στιγμή γύρω στα 1978 όταν είχε πεθάνει ο θετός πατέρας ανακάλυψα σε ένα μπαούλο που ψαχούλευα να βρω ενδεικτικά και εκθέσεις μου ένα έγγραφο από την περίοδο της δικτατορίας. Επειδή εγώ είχα δύο ονόματα που μου είχε δώσει η βιολογική μου μητέρα, Πέτρος Γεώργιος κατά τη μεταφορά των στοιχείων με έγραψαν Γεώργιο Πέτρο. Ο πατέρας μου λοιπόν στο έγγραφο που ήταν αίτηση προς το ληξιαρχείο ζητούσε να επιστρέψει το Πέτρος Γεώργιος. Σε αυτό το έγγραφο λοιπόν ζητούσε να μη γίνουν γνωστά τα της υιοθεσίας μου”.
Ξαφνικά ο Πέτρος Τατσόπουλος έχει στα χέρια του ένα έγγραφο από το οποίο προκύπτει ότι είναι υιοθετημένος.
"Όταν διάβασα το έγγραφο σοκαρίστηκα το πήγα στη μάνα μου, έβαλε τα κλάματα δεν μπορούσα να το παραδεχτεί φοβόταν ότι θα φύγω από το σπίτι. Με αυτό το έγγραφο ως μπούσουλα πήγα στο πρωτοδικείο και βρήκα όλο τον δικό μου φάκελο”.
Ερ.: Σοκαρίστηκες όταν είδες ότι ήσουν υιοθετημένος;
"Σοκάρομαι και ανακουφίζομαι ταυτόχρονα γιατί μου δένει όλες τις ερωτήσεις και μου δίνει απαντήσεις για όλες τις απορίες που είχα. Η ανακούφιση ήταν μεγαλύτερη από το σοκ”.
Ερ.: Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν σου είχε περάσει κάτι από το μυαλό;
"Πάντοτε υπήρχε μια υποψία, δεν τους έμοιαζα κιόλας, η μάνα μου είχε γαλάζια μάτια, ο πατέρας μου ήταν καστανόξανθος. Στο σχολείο μπορεί και να άκουγα κάτι καμιά φορά γιατί ήμουνα και ο γιος της δασκάλας αλλά ποτέ καμία απόδειξη.
Με αυτά τα στοιχεία λοιπόν πήγα στην Κρήτη, βρήκα την βιολογική μου μητέρα βρήκα και τα αδέλφια μου για τα οποία δεν ήξερα καν την ύπαρξή τους”.
Άρα ξαφνικά βρίσκεσαι με δύο πατεράδες και με τρεις μανάδες. Την βιολογική σου μάνα, τη μάνα Χριστοδούλου και τη μάνα Τατσόπουλου
"Βρίσκομαι με τρεις μανάδες και με τρεις πατεράδες πράγματι, αν και τον βιολογικό μου πατέρα δεν τον ξέρω μέχρι και σήμερα ποιος είναι”.
Ερ.: Τι αρχίζει να δουλεύει μέσα σε ένα παιδί 19 χρονών όταν συνειδητοποιεί όλα αυτά;
"Αρχικά μια πολύ βαθιά περιέργεια, μια επιθυμία να δεις κάποιον που να σου μοιάζει, κάποια παραλλαγή του εαυτού σου έντονη. Από κει και πέρα εμφανίζεται ένας άλλος κόσμος. Εγώ τότε ήμουνα στην Ανώτατη Βιομηχανική του Πειραιά φοιτητής και πήγαινα και συναντούσα μία γυναίκα η οποία ήταν κυριολεκτικά αναλφάβητη. Δεν ήξερε τι πολίτευμα έχουμε, δεν ήξερε για ποιο λόγο βγάζω εγώ μισό εισιτήριο το φοιτητικό”.
Ερ.: Πριν συναντήσεις την βιολογική σου μητέρα υπήρχε μέσα σου στενοχώρια, λύπη, οργή για όλο αυτό το ταξίδι από την βιολογική οικογένεια στην ανάδοχη και από την αναδοχή στην μητέρα που σε υιοθέτησε;
"Όχι δεν υπήρχε ούτε οργή ούτε λύπη ούτε αίσθημα εγκατάλειψης. Γιατί από την πρώτη στιγμή που συναντάω τη μητέρα μου αντιλαμβάνομαι ότι η αναδοχή και η υιοθεσία είναι ένα δώρο πεπρωμένου στην κυριολεξία. Θα είχα μία μίζερη, άθλια ζωή, οικονομικά τουλάχιστον. Θα ήταν μια ζωή βάσανων και με πήρε κάποιος από μία τάξη και με έβαλε σε κάποια άλλη και οικονομικά και πολιτιστικά”.
Ερ.: Θα το έκανες εσύ για τα παιδιά σου αυτό που έκανε η βιολογική σου μητέρα σε σένα, προκειμένου να τους δώσεις μια καλύτερη ζωή αν ήσουνα σε μια πολύ δύσκολη οικονομική πραγματικότητα;
"Το έχω αναρωτηθεί αυτό πολλές φορές είναι το λεγόμενο if τι θα γινόταν εάν. Ποτέ δεν μπόρεσα να απαντήσω με την σιγουριά του τι θα έκανα πράγματι αν ήμουνα εξαθλιωμένος οικονομικά. Αν με εκβίαζαν για να με παντρευτούν. Είναι διλήμματα που αν δεν τεθούν στην πράξη δύσκολα μπορεί να απαντηθούν”.
Ερ.: Σε ρωτάω για να μου πεις μια κι εσύ το έχεις βιώσει στην πράξη, αν δικαιολογείται ένα παιδί να εγκαταλείπεται σε ένα ίδρυμα;
"Όχι μόνο το δικαιολογώ αλλά σε πολλές περιπτώσεις είναι και δώρο για τα παιδιά. Πολύ περισσότερο όταν ένα παιδί δεν βρίσκεται στο δρόμο, στα σκουπίδια ή στην πόρτα ενός κτιρίου, αλλά σε ένα ίδρυμα που μεγαλώνει σε καλές συνθήκες τηρουμένων των αναλογιών”.
Ερ.: Ίσως ακουστεί περίεργο αυτό που είπες ότι η εγκατάλειψη ενός παιδιού σε ένα ίδρυμα μπορεί να είναι και δώρο.
"Δε μιλάω για όλα τα ιδρύματα μιλάω για ένα ίδρυμα που έχει σκοπό να σε διώξει από τους κόλπους του το συντομότερο δυνατό, όχι για ένα ίδρυμα που θέλει να σε κρατήσει που θα παίρνει επιδότηση αναλόγως του πόσα παιδιά κρατάει ή για ένα ίδρυμα που βγάζει στο χρηματιστήριο τα παιδιά”.
Ερ.: Έχω ακούσει παιδιά που έχουν υποστεί κακοποιητική συμπεριφορά στο σπίτι τους να λένε ότι θα ήταν καλύτερο να με είχαν αφήσει σε ένα ίδρυμα. Πως στέκεσαι απέναντι σε αυτό;
"Θα σου απαντήσω. Μόλις έβγαλα το βιβλίο "Η καλοσύνη των ξένων”, που περιέγραφα όλη μου την περιπέτεια, με έπαιρναν πολύ θετοί γονείς να με ρωτήσουν πως πρέπει να συμπεριφερθούν στο παιδί που έχουν υιοθετήσει. Αν πρέπει να του το πουν ή όχι και λοιπά. Τους έλεγα να του το πουν όσο το δυνατόν νωρίτερα και όχι στην εφηβεία του. Το μόνιμο τους άγχος ήταν, μα αν του το πούμε θα φύγει, θα ψάξει να βρει τους δικούς του γονείς.
Τους απαντούσα τότε το οποίο το πιστεύω απόλυτα και έτσι απαντάω στην ερώτηση σου: Αν το παιδί δεν περνάει καλά σε οποιαδήποτε μορφής οικογένεια, είτε θετή είτε ανάδοχη είτε φυσική, θα φύγει οπωσδήποτε. Πόσα παιδιά φεύγουν από τις φυσικές τους οικογένειες επειδή δεν περνάνε καλά; Αν το παιδί έχει εμπειρία και βιώματα κακοποίησης στο σπίτι του δεν θα το κρατήσει επειδή είναι το βιολογικό του σπίτι.
Αν έχει εισπράξει αγάπη από την θετή του οικογένεια θα ικανοποιήσει την περιέργεια του για να βρει τα πραγματικά του στοιχεία όταν όμως ικανοποιήσει την περιέργεια του θα γυρίσει ξανά στην θετή του οικογένεια θα κάνει αυτό που έκανα και εγώ”.
Ερ.: Άρα στο ερώτημα στο βιολογικό σπίτι με μία οικογένεια που σε κακοποιεί ή στο ίδρυμα θα επέλεγες το ίδρυμα;
"Ναι με την προϋπόθεση ότι είναι ένα ίδρυμα που θα θελήσει να με αποϊδρυματοποίησει αμέσως και να με δώσει το συντομότερο δυνατόν σε μια κατάλληλη οικογένεια για να μεγαλώσω. Όχι σε ένα ίδρυμα που συντηρεί τον εαυτό του και δουλεύει για το δικό του συμφέρον”.
Ερ.: Ποια ήταν η ατμόσφαιρα στο σπίτι των θετών γονιών;
"Υπήρχε περίσσευμα αγάπης και με είχαν και κακομαθημένο”.
Ερ.: Από κει σκέφτηκες και τον τίτλο του βιβλίου "Η καλοσύνη των ξένων";
"Μπορώ να σου πω ότι ο πρώτος τίτλος που είχα σκεφτεί για το βιβλίο ήταν ένας στίχος του Ζαλοκώστα από το ποίημα "Ο βοριάς που τα αρνάκια παγώνει”. Στην ουσία μιλάει για τα παιδιά του και ο βοριάς είναι ο θάνατος. Σκεφτόμουν αυτόν τον τίτλο επειδή ήταν συμβολικός και ο περισσότερος κόσμος δεν θα μπορούσε να το συνδυάσει. Κατέληξα στην Καλοσύνη των ξένων που είναι από την φράση της Μπλανς Ντιμπουά στο "Λεωφορείο ο Πόθος" όταν βρέθηκε στα χέρια του ψυχιάτρου και του είπε, δεν πειράζει όποιος κι αν είστε, πάντοτε βασιζόμουν στην καλοσύνη των ξένων.
Σκέφτηκα λοιπόν όταν έγραψα το βιβλίο το 2004 με 2006 ότι αυτό σκέφτονται τα παιδιά που υιοθετούνται δεν ξέρουν τίποτα για τους γονείς τους , αν είναι καλοί ή κακοί δεν ξέρουν τίποτα, απλά βασίζονται στο ότι θα είναι καλοί , στην καλοσύνη τους , κανονική λοταρία δηλαδή . Δεν ξέρουν αλλά εμπιστεύονται τυφλά και το μόνο που ζητούν είναι να τους δείξουν καλοσύνη”.
Ερ.: Αφού εισέπραξες και είχες αγάπη για τους θετούς σου γονείς, τι σε ώθησε να γνωρίσεις τη βιολογική σου μητέρα;
"Με ώθησε η περιέργεια να δω ανθρώπους που μου μοιάζουν, η καταγωγή και λοιπά. Υπήρχε μεγάλη έξαψη αλλά όχι κάποιο δυνατό συναίσθημα.
Η κάνουλα των συναισθημάτων δεν ανοίγει με μόνη την πληροφορία αν δεν συνδέομαι με κάποιον. Ήταν μάλλον ψυχρή η πρώτη συνάντηση. Δεν αποκαλύφτηκα στην πρώτη συνάντηση, υπήρχε αμηχανία. Στη δεύτερη συνάντηση, μου ζητούσε τα χαρτιά της απόδειξης ότι ήμουνα ο γιος της.
Ήταν ένας φοβισμένος άνθρωπος η μάνα μου και μου έλεγε διάφορες εκδοχές. Η πρώτη εκδοχή ήταν ότι την βίασαν. Μετά όταν κατάλαβε ότι εμένα δε θα με ενδιέφερε αυτό, άρχισε να λέει ότι είχε πάει με πολλούς άντρες αλλά αυτός ήταν ο πρώτος με τον οποίο πήγε χωρίς προφυλακτήρα. Έτσι έλεγε το προφυλακτικό . Άλλαζε ανάλογα με την συμπεριφορά. Δεν μπορούσε να μου πει καθαρά αυτός ήταν ο πατέρας σου. Οπότε και εγώ δεν το πολυέψαξα μπορεί και η ίδια να μην ήξερε τελικά ποιός ήταν ο πατέρας μου. Έτσι ικανοποιήθηκε η περιέργεια μου αλλά δεν εννοούσα να έχω κανένα συναισθηματικό δεσμό με αυτόν τον άνθρωπο και γύρισα στην θετή μου οικογένεια”.
Ερ.: Πόσες συναντήσεις έκανες μαζί της;
"Αν θυμάμαι καλά τρεις. Και εν τω μεταξύ επειδή είχε αρχίσει να ακούγεται το όνομά μου, αυτή νόμιζε ότι είμαι κάτι μεταξύ βουλευτή και δημάρχου και κατά καιρούς μου διατύπωνε διάφορα αιτήματα που μόνο ένας δήμαρχος θα μπορούσε να ικανοποιήσει.
Ποτέ δεν ένιωσε οικεία μαζί μου ούτε κι εγώ ένιωσα οικεία μαζί της. Είχαμε και ελάχιστες τηλεφωνικές επικοινωνίες. Πέθανε το 1998 και τον θάνατο της τον έμαθα εκ των υστέρων. Ένιωσα ότι έκλεισε ακόμα ένας κύκλος, δεν ένιωσα ενόχληση ούτε στεναχώρια όταν το άκουσα, σαν να πέθανε ένας τρίτος”.
Ερ.: Πήγες στο μνήμα της;
"Ναι πήγα αργότερα, ήταν σε ένα μικρό χωριό ορεινό στο Ρέθυμνο, εκεί θάφτηκε μαζί με τον δεύτερο σύζυγο της. Και με τα υπόλοιπα αδέρφια μου δεν ανέπτυξα αδελφικούς δεσμούς, έχω μεγαλώσει σαν μοναχοπαίδι και έτσι αισθάνομαι”.
Ερ.: Την βιολογική του μητέρα την φώναξες ποτέ μάνα;
"Νομίζω όχι, δεν ξέρω αν το έκανα συνειδητά αν δηλαδή προσπάθησα να το αποφύγω ή αν δεν μου βγήκε αλλά όχι δεν την φώναξα ποτέ μάνα”.
Ερ.: Σου άφησε κάτι ως τραύμα η αποκάλυψη της αλήθειας γύρω από σένα;
"Όχι μόνο δεν μου δημιούργησε τραύμα αλλά ένα αίσθημα ελευθερίας έως ασυδοσίας, στο ποιες είναι οι πιθανότητες στη ζωή μου από δω και μπρος. Εάν δεν ξέρεις τον πατέρα σου στη θέση του, μπορείς να φανταστείς οποιονδήποτε από ένα κατάδικο μέχρι ένα μεγαλογιατρό ή οτιδήποτε άλλο. Άρα μπορεί να έχεις κι εσύ την δυνατότητα να είσαι οποιοσδήποτε. Αυτό είναι τόσο ανακουφιστικό και τόσο μεγάλο αίσθημα ελευθερίας στο τι θα κάνεις. Δηλαδή δεν είσαι ο γιος του δικηγόρου που θα γίνεις δικηγόρος ή ο γιος του γιατρού που θα γίνεις γιατρός δεν είσαι ευάλωτος σε κανένα οικογενειακό εκβιασμό.
Να ξέρεις ότι οι θετοί γονείς όταν θέλουν να "εκβιάσουν” τα παιδιά τους, αποφεύγουν να αναφερθούν στη σχέση του αίματος.
Όταν λοιπόν είσαι ελεύθερος του αίματος χωρίς κανένα περιορισμό κάνεις ότι θέλεις. Μία συμφιλίωση για τις πιθανότητες που μπορούν να συμβούν που είναι τόσο λυτρωτική και απελευθερωτική που δεν την συγκρίνω με κανένα τραύμα που θα μπορούσε να έχει συμβεί. Για μένα τραύμα ίσως να ήταν να μη μάθαινα ποτέ τι είχε συμβεί”.
Ερ.: Ανατράπηκαν τα συναισθήματα σου για τους θετούς γονείς με αυτά που έμαθες;
"Οχι ενδυναμώθηκαν, ίσως τους αγάπησα και ακόμα περισσότερο γιατί μου προσέφεραν αγάπη, στοργή, οικογενειακό περιβάλλον.
Ερ.: Όλη αυτή η περιπέτεια σε απέτρεψε από το να κάνεις δική σου οικογένεια;
"Όχι το αντίθετο. Κατανόησα ότι το παιδί είναι μια δέσμευση δεν μπορείς να κανείς ένα παιδί έτσι απλά και να το ρίξεις στο γιαλό. Αυτό ίσως δεν έχω μπορέσει ποτέ να συγχωρήσω στον φυσικό μου πάτερα ότι δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει ποτέ. Από την άλλη πλευρά ίσως και να μην το ήξερε ή μπορεί να ήταν πράγματι μόνο μια βραδιά με τη μάνα μου χωρίς να ξέρει τις συνέπειες”.
Ερ.: Αυτό που μου είπες ότι δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να μάθει για σένα δεν μπορεί να λειτούργησε ως ένα έλλειμμα αποδοχής;
"Όχι τι έλλειμα αποδοχής να έχω από κάποιον ο όποιος πηδάει ένα βράδυ, φεύγει μετά, δεν μαθαίνει, δεν ενδιαφέρεται.
Δεν νομίζω ότι έχω κάποιο έλλειμμα αποδοχής.
Σου πω όμως ότι για μένα και για όλους πιστεύω το δίδαγμα πρέπει να είναι ότι το παιδί είναι μια πολύ σημαντική ιστορία δεν γίνεται να το κανείς έτσι απλά, δεν πρέπει να χρησιμοποιείται το παιδί για οποιονδήποτε λόγο”.
Ερ.: Έχοντας όλα αυτά ως προσωπικές και ψυχολογικές αποσκευές όταν έμαθες την είδηση για την Κιβωτό του Κόσμου ήσουν κι εσύ απ' αυτούς που έπεσαν από τα σύννεφα;
"Και από τη δική μου εμπειρία και από τα χρόνια των αδελφών που μου περιέγραψαν τη ζωή του στο ίδρυμα και από την εμπειρία μου ως ασκούμενου κοινωνικού λειτουργού και από πληροφορίες κατά καιρούς που διάβαζα στις εφημερίδες και δεν τις ξέχναγα τόσο εύκολα, ήξερα ότι αυτή η ιστορία της Κιβωτού έχει επαναληφθεί πολλές φορές και στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες του εξωτερικού.
Φαίνεται καθαρά ότι η Κιβωτός ήταν μια οικονομική μπίζνα. Δεν θέλω να δικάσω αλλά απ’ όλες τις ενδείξεις και τα στοιχεία αυτό φαίνεται. Είναι σοκαριστικό να φτιάχνεις ένα brand name για να παίρνεις επιχορήγηση με βάση τον αριθμό των παιδιών που έχεις. Αρα δεν έχεις κίνητρο να διώξεις τα παιδιά ή να τα αποϊδρυματοποιήσεις”.
Ερ.: Πώς ξέφυγε από την προσοχή και τη γνώση όλων αυτή η ιστορία; Δεν θέλαμε να δούμε ή δεν βλέπαμε κανονικά;
"Όταν ένα ίδρυμα είναι κλειστό, επτασφράγιστο, στεγανό, πολύ δύσκολα μαθαίνεις τι συμβαίνει εκεί μέσα. Οταν υπάρχει και ο θρησκευτικός προσανατολισμός που επιδεινώνει την κατάσταση τα πράγματα γίνονται χειρότερα . Αν πας σε παιδάκια 6 -7 χρονών και τους λες ότι είσαι ο επικεφαλής του θεού επιθυμείς όχι μόνο να τα τρομοκρατείς όταν κάνουν αταξίες αλλά τους λες κιόλας ότι αν έχουν υποστεί κάτι δεν θα πρέπει να το πουν γιατί θα έρθει η θεία τιμωρία.
Πρέπει οπωσδήποτε τα ιδρύματα να έχουν τη λογική της προσωρινής λύσης, να εμποδίζονται από το να αναπτύξουν παθογένειες και να κρατάνε παιδιά για να αυξήσουν τα έσοδα τους. Είναι μια παθογένεια που αναπτύσσεται κυρίως στα ιδιωτικά ιδρύματα γιαυτό πρέπει να ελέγχονται.
Επίσης δεν πρέπει να έχουν σαφή ιδεολογικό ή θρησκευτικό προσανατολισμό που να χρησιμοποιείται για την χειραγώγηση” .
Ερ.: Τελικά εν έτει 2022 είναι λάθος να πιστεύουμε ότι υπάρχουν άγιοι επί γης;
"Είναι λάθος το ρήμα πιστεύω. Θέλω να διασφαλίσω ότι δεν θα κάνουμε μια κοινωνία που θα βασίζεται σε δίκη προθέσεων. Θέλω να φτιάξουμε ένα θεσμικό πλαίσιο που αν κάποιος είναι κακός δεν θα μπορεί να δράσει”.
Ερ.: Είχες συναντηθεί ποτέ με τον πατέρα Αντώνιο;
"Οχι, συμπτωματικά. Δεν έτυχε να απευθυνθούν ποτέ σε μένα. Από την άλλη εγώ δεν θα πήγαινα με δική μου πρωτοβουλία σε ένα ίδρυμα με θρησκευτικό προσανατολισμό.
Το θέμα πάντως είναι να φτιάξουμε το πλαίσιο για να εμποδίζονται τέτοιες περιπτώσεις και όχι μετά να ψάχνουμε να δούμε το πρόσωπο και τα ζυγωματικά και αν αυτά δείχνουν καλό ή κακό άνθρωπο".
Ερ.: Γιατί άραγε υπάρχουν ακόμα και σήμερα ομάδες ανθρώπων στα κοινωνία δίκτυα που δεν πιστεύουν τίποτα για τα όσα αποκαλύπτονται και λένε ότι θέλουν να χτυπήσουν τον Αντώνιο και ότι είναι θύμα συνωμοσίας;
"Συμβαίνουν δυο πράγματα. Θα τα πω με δυο φράσεις. Η μία είναι του Τζόναθαν Σουίφτ, η λογική δεν μπορεί να πείσει έναν άνθρωπο που βάσει της λογικής δεν θα έπρεπε εξ αρχής να έχει τις ιδέες που έχει.
Η δεύτερη φράση είναι του Μαρκ Τουαίην, είναι πολύ πιο εύκολο να εξαπατήσεις κάποιον παρά να τον πείσεις ότι εξαπατήθηκε, γιατί το δεύτερο κλονίζει όλο το σύστημα του και τον αυτοσεβασμό του”.