
Ένα πρωτότυπο συμπέρασμα προκύπτει από την έρευνα που διεξήγαγε το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών (ΕΝΑ)- το οποίο ανήκει στον πρώην υπουργό του ΣΥΡΙΖΑ Γιάννη Δραγασάκη- σε συνεργασία με την εταιρεία δημοσκοπήσεων Prorata.
Οι ερευνητές προσπάθησαν να βρουν ποιο κόμμα αντιπαθούν περισσότερο οι ψηφοφόροι και να διερευνήσουν έτσι την εκλογική τους συμπεριφορά, όποτε κι αν γίνουν τελικά οι εκλογές.
Εξηγούν μάλιστα ότι "στη σύγχρονη εκλογική συμπεριφορά διεθνώς εμφανίζεται το φαινόμενο της "αρνητικής ταύτισης" με κάποιο κόμμα, όπου η αντιπάθεια εμφανίζεται να είναι ισχυρότερο κίνητρο ψήφου απ’ ό,τι η συμπάθεια."
Ετσι η έρευνα διαπιστώνει ότι "το 86% των ερωτώμενων δήλωσε ότι υπάρχει ένα κόμμα που αντιπαθεί περισσότερο από τα υπόλοιπα. Από αυτούς, το 35% δήλωσε πως αντιπαθεί τον ΣΥΡΙΖΑ, το 33% τη ΝΔ, το 9% τους Έλληνες για την Πατρίδα (σ.σ. το κόμμα Κασιδιάρη), το 7% το ΚΚΕ, το 4% την Ελληνική Λύση και το ΜΕΡΑ25 και το 2% το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛΛ. Επίσης, το 71% όσων προτίθενται να ψηφίσουν ΝΔ αντιπαθεί τον ΣΥΡΙΖΑ, το 81% όσων προτίθενται να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ αντιπαθεί τη ΝΔ, ενώ το 53% όσων προτίθενται να ψηφίσουν ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛΛ. αντιπαθούν τον ΣΥΡΙΖΑ και μόλις το 10% τη ΝΔ.

Η στάση των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ έχει μεγάλη ενδιαφέρον. Όπως σημειώνει η έρευνα:
"Εκείνο που έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον είναι η ανθεκτικότητα της αντι-ΣΥΡΙΖΑ στάσης στους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ -ΚΙΝ.ΑΛΛ., οι οποίοι επιπλέον εμφανίζονται να αντιπαθούν το ΚΚΕ κατά 11%" που είναι κοντά στη στάση των ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας. Η διαπίστωση αυτή ίσως εξηγεί και την αρνητική στάση της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ στο ενδεχόμενο μετεκλογικής συνεργασίας με το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα…
Τι ανησυχεί τους ψηφοφόρους: Η ακρίβεια ή ο πόλεμος;
Στο ερώτημα τι ανησυχεί περισσότερο τους ψηφοφόρους, η απάντηση είναι η ακρίβεια και ο πόλεμος. Αντίθετα η κρίση του κορονοϊού και γενικά οι υγειονομικές κρίσεις είναι πολύ κάτω. Όπως σημειώνουν οι ερευνητές "φαίνεται πως η πανδημία, παρότι πανταχού παρούσα, παύει να βρίσκεται στην κορυφή των ανησυχιών των πολιτών. Από την άλλη πλευρά, η ακρίβεια, ως απτή επίδραση στα εισοδήματα, αλλά και ο πόλεμος, όχι μόνος ως εικόνα αλλά και ως πρόξενος αστάθειας και αβεβαιότητας, μοιάζουν δύο θεματικές που θα απασχολήσουν για πολύ καιρό ακόμα τους πολίτες."
Η έρευνα σημειώνει ακόμα ότι η ακρίβεια είναι η κυριότερη πηγή ανησυχίας για όλους πλην των "δεξιών" (8-10), οι οποίοι προκρίνουν τον πόλεμο, ενώ και για αυτούς που αδιαφορούν για τη διάκριση "Αριστερά – Δεξιά", η ακρίβεια είναι συντριπτικά η μεγαλύτερη πηγή ανησυχίας. Αριστεροί και κεντροαριστεροί ορίζουν ως δεύτερη πηγή ανησυχίας την κλιματική κρίση και τρίτη τον πόλεμο, ενώ οι κεντρώοι και οι κεντροδεξιοί προκρίνουν τον πόλεμο και την ενεργειακή κρίση. Τέλος, βάσει διασταυρώσεων της έρευνας, η ακρίβεια αποτελεί βασικό θέμα για τις οικονομικά ενεργές κοινωνικοεπαγγελματικές κατηγορίες (μισθωτοί του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, ελεύθεροι επαγγελματίες) και τους ανέργους, ενώ ο πόλεμος για τους συνταξιούχους.
Ποιος θα αντιμετωπίσει καλύτερα τα προβλήματα;
Στην ερώτηση αυτή "το 47% αποφαίνεται υπέρ του ελληνικού κράτους και το 31% υπέρ της ΕΕ, κάτι που δείχνει- σημειώνει η έρευνα- ότι το εθνικοκρατικό πεδίο εξακολουθεί να είναι αυτό από το οποίο οι πολίτες αναμένουν λύσεις. Αυτό, βέβαια, μπορεί να έχει αντιφατικά αποτελέσματα στις στάσεις των πολιτών απέναντι στην πολιτική, καθώς η υπερεθνική διάσταση πολλών προβλημάτων επισωρεύει ευθύνες –και κατ’ επέκταση αιτήματα– σε ένα εθνικό κράτος που αδυνατεί να ανταποκριθεί, διαιωνίζοντας μια από τα κάτω δυσπιστία προς τους δημοκρατικούς θεσμούς.
Ποιος φταίει για τον πόλεμο στην Ουκρανία
Ενδιαφέροντα είναι τα αποτελέσματα της έρευνας και στην ερώτηση ποιος φταίει για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Κι αυτό γιατί "μόλις το 34% αποδίδει την κύρια ευθύνη στη Ρωσία. Για το 36% οι ευθύνες είναι μοιρασμένες εξίσου σε όλους, το 24% αποδίδει την κύρια ευθύνη στο ΝΑΤΟ και το 4% στην Ουκρανία. Πρακτικά, από τα δύο τρίτα των ερωτώμενων δεν αναγνωρίζεται η βασική ευθύνη της (επιτιθέμενης) Ρωσίας για τη σύρραξη, μια εικόνα σε μεγάλη διαφοροποίηση αυτό απαντάται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες."
Η υποστήριξη για την κύρια ευθύνη της Ρωσίας μεγαλώνει όσο κινούμαστε προς τα δεξιά, όπου ειδικά κεντροδεξιοί-δεξιοί αποφαίνονται σχετικά σε πολύ υψηλά ποσοστά (57% και 50%). Από την άλλη, οι απαντήσεις για την κύρια ευθύνη του ΝΑΤΟ μειώνονται όσο κινούμαστε προς τα δεξιά. Σε κάθε περίπτωση, η κυρίαρχη αριστερή-κεντροαριστερή απάντηση κινείται προς την απόδοση ευθυνών εξίσου σε όλους. Οι κεντρώοι είναι μοιρασμένοι μεταξύ Ρωσίας και ίσων ευθυνών όλων, ενώ οι αρνούμενοι τη διάκριση "Αριστερά – Δεξιά" προκρίνουν το ΝΑΤΟ (37%) και τις ίσες ευθύνες όλων (36%).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Η έρευνα του ΕΝΑ, σε συνεργασία με την Prorata, αποκαλύπτει μια σειρά από τάσεις στον κομματικό ανταγωνισμό οι οποίες αποκτούν σημασία όσο πλησιάζουμε στην προεκλογική περίοδο.
1. Είναι σαφές ότι η εδραιωμένη δυσπιστία των πολιτών απέναντι στη λειτουργία του ελληνικού πολιτικού συστήματος οδηγεί σε αποτιμήσεις της πολιτικής διαδικασίας ως συνυφασμένης κυρίως με το φαινόμενο της διαφθοράς. Αυτή η ανάγνωση συνιστά οπωσδήποτε αντίδραση σε υπαρκτές ανεπάρκειες και παθολογίες της πολιτικής διαχείρισης. Οι πολίτες διατηρούν, ωστόσο, υψηλές προσδοκίες από την πολιτική και σε πολύ μεγάλο βαθμό μπορούν να φανταστούν εαυτούς ως συμμέτοχους στην πολιτική διαδικασία. Μπορούμε, επομένως, να συναγάγουμε, χωρίς φυσικά να γενικεύουμε, ότι οι αποτυχίες της πολιτικής είναι βασική αιτία για τη ανάδυση συναισθημάτων τα οποία στρέφονται κυρίως ενάντια στους φορείς της πολιτικής και λιγότερο ενάντια στην ίδια την πολιτική. Οι πολίτες αντιλαμβάνονται την πολιτική ως δυνατότητα κινητοποίησης αλλαγών, αλλά προς το παρόν φαίνεται πως το ελληνικό πολιτικό σύστημα ματαιώνει τις προσδοκίες τους.
2. Η εμπιστοσύνη, από την άλλη πλευρά, προς ορισμένους θεσμούς είναι ένας κρίσιμος δείκτης του τρόπου με τον οποίο κατανοούν οι πολίτες τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Όπως είδαμε, γράφει η έρευνα, την υψηλότερη εμπιστοσύνη συγκεντρώνουν θεσμοί με μακρά ιστορική παρουσία, οι οποίοι αποπνέουν σταθερότητα σε μια εποχή ρευστότητας. Πρακτικά, οι τρεις θεσμοί –στρατός, πανεπιστήμιο, ΕΣΥ– αντιστοιχούν σε τρεις λειτουργίες του κράτους που κατεξοχήν συμβάλλουν στην κοινωνική αναπαραγωγή: άμυνα και ασφάλεια, εκπαίδευση και κοινωνική κινητικότητα, υγεία και επιβίωση. Η προτίμηση στο ΕΣΥ είναι απότοκο της πανδημίας, ο στρατός είναι παράγοντας ασφάλειας σε εποχές ανασφάλειας λόγω γεγονότων που προσλαμβάνονται ως εξωτερικές απειλές, το πανεπιστήμιο είναι ένας τρόπος καλλιέργειας δυνατοτήτων για ένα καλύτερο μέλλον. Από εκεί και πέρα, οι αιρετοί θεσμοί ή οι θεσμοί που υπόκεινται σε δημόσιο ή κοινωνικό έλεγχο δεξιώνονται χαμηλή εμπιστοσύνη, όπως επίσης και τα εκτεθειμένα ΜΜΕ, αλλά και η Εκκλησία, ιδίως στη συνάφεια της πανδημίας. Πρόκειται, θα λέγαμε, για έλλειμμα αξιοπιστίας, καθώς η εμπιστοσύνη υποδηλώνει δεσμό με θεσμούς ή συστήματα πολιτικών σχέσεων που πάνω κάτω παρέχουν, έστω και ανεπαρκώς, αυτά τα οποία είναι επιφορτισμένα να προσφέρουν.
3. Η διάκριση "Αριστερά – Δεξιά" εξακολουθεί να είναι ένα μέτρο βάσει του οποίου κρίνεται η εξέλιξη του κομματικού ανταγωνισμού. Προφανώς τα επίδικα στη συγχρονία είναι ενδεχομένως διαφορετικά και ενίοτε απομακρύνονται από τις παραδοσιακές ορίζουσες της διάκρισης. Ωστόσο, αυτού του είδους η διαίρεση εξακολουθεί να έχει νόημα όσο υπάρχει ο καπιταλισμός και οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που αυτός εγκαθιδρύει, όσο υπάρχουν ανισότητες και όσο υπάρχουν κοινωνικοπολιτικές δυνάμεις που αντιστρατεύονται μια τέτοιου είδους κανονικότητα. Όπως φάνηκε από πολλαπλά ευρήματα της έρευνας, υπάρχουν ζητήματα που παράγουν πολώσεις, όπως επίσης και διαφορετικές προσεγγίσεις όσο κινούμαστε από τα αριστερά προς τα δεξιά. Προφανώς οι πολιτικοϊδεολογικές κατηγορίες δεν είναι τόσο συμπαγείς όσο ήταν κάποτε, αλλά εξακολουθούν, έστω και σε μικρότερο βαθμό, να κανοναρχούν τον κομματικό ανταγωνισμό. Και τα δύο μεγάλα κόμματα διεκδίκησης της εξουσίας φαίνεται πως εδράζονται σε σχετικά αμιγείς αριστερόστροφες και δεξιόστροφες βάσεις.
4. Ο χώρος του κέντρου μοιάζει να μην έχει κάποια εγγενή χαρακτηριστικά, αλλά, αντίθετα, άλλοτε τείνει προς τα αριστερά και άλλοτε προς τα δεξιά. Ο κεντρώος χώρος είναι προοδευτικός με όρους πολιτισμικού φιλελευθερισμού, αλλά πιο κοντά στη δεξιά με όρους οικονομίας. Ενδεχομένως η αυτοτοποθέτηση στο κέντρο να υποδηλώνει και μια αμηχανία για το πού θα κινηθεί μια μελλοντική εκλογική επιλογή. Οι αρνούμενοι την αυτοτοποθέτησή τους στον άξονα "Αριστερά – Δεξιά" φαίνεται πως λαμβάνουν περισσότερο πολωτικές στάσεις, εκφράζουν μεγαλύτερη δυσπιστία στο πολιτικό σύστημα και είναι περισσότερο επιρρεπείς σε εικόνες αστάθειας.
5. Οι στρατηγικές των πολιτικών κομμάτων εμφανώς επιδρούν στις αναπαραστάσεις του πολιτικού ανταγωνισμού, έτσι όπως αυτές κατανοούνται από τους πολίτες. Τα δίπολα "πρόοδος – συντήρηση" και "λαϊκισμός – υπευθυνότητα" υπερκαλύπτουν εν προκειμένω το Αριστερά– Δεξιά", κυρίως γιατί τα κόμματα προπαγανδίζουν κατά βάση αυτά τα δύο δίπολα. Άρα, ό,τι εμφανίζεται την έρευνα ως τάση δεν είναι προφανώς μια στάσιμη κατάσταση, αλλά μια συνθήκη που μπορεί να μεταβληθεί μέσα από τη δυναμική του κομματικού ανταγωνισμού. Το σίγουρο είναι ότι η επένδυση όλων των πολιτικών δυνάμεων στην καλλιέργεια ενός ισχυρού "αντί" που μπορεί να δημιουργεί συσπειρώσεις και να κατανικά τους δισταγμούς των αναποφάσιστων πλήττει καταρχάς τον ΣΥΡΙΖΑ, ιδίως όταν το "αντί" που ο ίδιος προβάλλει δεν πλαισιώνεται από εναλλακτική που κινητοποιεί τις απαραίτητες ποιοτικά και ποσοτικά εγκλήσεις.
6. Τέλος, είναι εμφανές ότι η πανδημία αλλά και η αλληλουχία των αλλεπάλληλων κρίσεων έδειξαν ότι πολλές θεματικές εμφάσεις νεοφιλελεύθερης κοπής, όπως για τον περιορισμένο ρόλο του κράτους στην οικονομία ή τη θέση του ιδιωτικού τομέα, έχουν παύσει να θεωρούνται σταθερά σημεία κοινής λογικής σε αρκετές κατηγορίες της κοινής γνώμης· φαίνεται πλέον να μορφοποιείται μια νέα κοινή λογική, που επενδύει σε πλευρές μιας περισσότερο αριστερόστροφης προοδευτικής πολιτικής.
Για παράδειγμα, η μικρή αλλά ορατή εμπιστοσύνη στον ρόλο του κράτους, η αναγνώριση μιας κάποιας αναδιανομής, η στήριξη σε θεματικές πολιτισμικού φιλελευθερισμού δείχνουν τάσεις απομάκρυνσης από παλαιότερες συντηρητικές σταθερές. Η διάδοση, βέβαια, τέτοιων ιδεών δεν αρκεί από μόνη της. Πρέπει να υπάρχει ο αναγκαίος πολιτικός προσδιορισμός από τα υποκείμενα του πολιτικού ανταγωνισμού σε ό,τι αφορά το είδος της πολιτικής αντίληψης με την οποία επικοινωνεί μια θεματική και ακόμα περισσότερο τον τρόπο ενεργοποίησης της κοινωνίας για την προώθηση ή την υπεράσπισή της. Κι αυτό είναι προφανές και από τις αντιφάσεις που από την ίδια την κοινωνία ανακύπτουν σε ό,τι αφορά τους στόχους και τα μέσα των πολιτικών (βλ. πχ μείωση φορολογίας, αλλά φορολόγηση πλούσιων και ισχυρές δαπάνες για δημόσια αγαθά και υποδομές). Είναι, επομένως, η ώρα των κομματικών προγραμμάτων και της γείωσής τους στον κοινωνικό ανταγωνισμό
Οι πιο πρόσφατες Ειδήσεις
Διαβάστε πρώτοι τις Ειδήσεις για ό,τι συμβαίνει τώρα στην Ελλάδα και τον Κόσμο στο thetoc.gr